Τονχαρακτηρισμό τουναού ΑποστόλουΠαύλου στον Πύργο Βασιλίσσης ως διατηρητέου μνημείου ζητεί από τουπουργείοΠολιτισμού το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) του Φορέα Διαχείρισης Μητροπολιτικού Πάρκου Τρίτση. Ο ναός και ο περιβάλλων χώρος σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαντο διάστημα 1958-1960 από τον αρχιτέκτοναΑθανάσιο Κουτσογιάννη, στοπλαίσιο της δεκαετούς συνεργασίαςτουμεμια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ελληνικής αρχιτεκτονικής, τον ΔημήτρηΠικιώνη, καθώς και τον γιο του ΠέτροΠικιώνη.Το έργο είχε ανατεθεί στον Πικιώνη από τον Χαράλαμπο Ποταμιάνο, προσωπικό γραμματέα του βασιλιά Παύλου και βασικό μέλος του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος.
Το τέμπλο καιτρειςφορητέςεικόνες φιλοτέχνησε οκορυφαίος ζωγράφος(και λογοτέχνης) ΦώτηςΚόντογλου. Οπως αναφέρει στο «Βήμα» ο πρόεδρος ΔΣ του Φορέακ. Γιάννης Πολύζος, ο ναόςΑποστόλου Παύλουείναι ένα ιδιαιτέρως καλά διατηρημένοέργο, αλλά ελάχιστα μελετημένο, στοοποίο «ανιχνεύονταιοι πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί της μετεμφυλιακήςκαι μεταπολεμικής Ελλάδας». Η προστασίακαι η ανάδειξή του κρίνονταισημαντικές γιατη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής αρχιτεκτονικήςκαιτέχνηςτου20ούαιώνα, όπωςκαιγιατηδιάσωσητηςιστορικής μνήμης.
Σύμφωνα με τη σχετικήέκθεσητεκμηρίωσηςτηςιστορικήςκαιαρχιτεκτονικήςαξίαςτουέργου(την υπογράφει ο αρχιτέκτονας Πέτρος Φωκαΐδης), ο Αθανάσιος Κουτσογιάννης –αντλώντας από τη στενή συνεργασία του με τον Δημήτρη Πικιώνη σε αντίστοιχα έργα, όπως του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη –προσάρμοσε τις σχεδιαστικές και αισθητικές κατευθύνσεις του μεταπολεμικού αρχιτεκτονικού έργου του Πικιώνη μέσα από μια συνολική σχεδιαστική προσέγγιση η οποία διαχειρίστηκε με ενιαίο τρόπο το κτίριο και το φυσικό του περιβάλλον.
«Η προσεκτική ενορχήστρωση υλικών και κατασκευαστικών τεχνικών που παρέπεμπαν στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική μαζί με καινοτόμες αρχιτεκτονικές πρακτικές, όπως η ανακύκλωση οικοδομικών υλικών, η κατασκευή επί τόπου (in situ), η προσομοίωση «φυσικών» ή «χειροποίητων» υφών και ο σχεδιασμός ειδικών αντικειμένων, στόχευε, αφενός, στην απόρριψη των τεχνολογικών και πολιτισμικών αξιών του νεωτερικού πολιτισμού και, αφετέρου, αναδείκνυε την αξία τοπικών παραδόσεων και του φυσικού τοπίου ως πηγών ανανέωσης της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, αλλά και της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας» αναφέρει στην ιστορική και αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του έργου ο κ. Φωκαΐδης.
Στις σχεδιαστικές και αισθητικές προθέσεις των Κουτσογιάννη – Πικιώνη ήταν η αρμονική ένταξη του ναού στο τοπίο. Κατασκευάστηκε ως επέκταση της Εθνικής Εστίας, η οποία πρωτολειτούργησε το 1954 ως χώρος φιλοξενίας δασκάλων και άλλων επισκεπτών από την επαρχία στην Αθήνα.
Η συνεργασία του Κουτσογιάννη με τον Δημήτρη και τον Πέτρο Πικιώνη διήρκεσε μία δεκαετία, από το 1958 έως και τον θάνατο του Δ. Πικιώνη το 1968. Η κατανομή των εργασιών που αναλάμβαναν οι τρεις αρχιτέκτονες δεν είναι απόλυτα σαφής. Οπως επισημαίνει στην έκθεσή του ο κ. Φωκαΐδης, το κοινό τους γραφείο είτε υποστήριζε έργα στα οποία έχει κύριο ρόλο ο Δ. Πικιώνης, όπως η παιδική χαρά της Φιλοθέης, είτε έφερνε σε πέρας έργα στα οποία συνεργαζόταν ο Π. Πικιώνης με τον Κουτσογιάννη. Σε άλλα έργα, φαίνεται ότι αναλάμβανε την πρωτοβουλία και την ευθύνη μόνο ένας από τους τρεις αρχιτέκτονες (π.χ. ο Κουτσογιάννης στον ναό Αποστόλου Παύλου και ο Π. Πικιώνης στο τουριστικό περίπτερο στην περιοχή Αγίου Λουκά Δελφών).
Οπως σημειώνει ο κ. Φωκαΐδης, «η «χαλαρή» μορφή συνεργασίας δυσχεραίνει την εκ των υστέρων αποτίμηση της αρχιτεκτονικής παραγωγής των τριών αρχιτεκτόνων, έχοντας επιπλέον αφήσει κενά στη διατήρηση αρχείων, σχεδίων και άλλων τεκμηρίων από τα σχετικά έργα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η σύμπραξη αυτή φέρει έντονα το αρχιτεκτονικό στίγμα του Δ. Πικιώνη αλλά και τις ιδιαίτερες συμβολές των δύο άλλων νεότερων συνεργατών, προσδίδοντας ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον στα έργα της συγκεκριμένης περιόδου».

HeliosPlus