Πέντε βασικές συστάσεις προς την Ελλάδα για την ελληνική αγορά ενέργειας έκανε ο διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας κ. Φετίχ Μπιρόλ την Τετάρτη κατά την παρουσίαση της σχετικής έκθεσης για την Ελλάδα. Ειδικότερα, ο επικεφαλής του οργανισμού επεσήμανε ότι πρέπει να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο εθνικό πλαίσιο για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή για την περίοδο από το 2030 και μετά.
Παράλληλα, όπως ανέφερε, πρέπει να προχωρήσει η μεταρρύθμιση στους κλάδους του αερίου και του ηλεκτρισμού ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, να υιοθετηθούν πολιτικές ενεργειακής αποδοτικότητας και να ενισχυθεί ο ρόλος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ). Επίσης, τόνισε ότι πρέπει να στηριχθεί η διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διασύνδεση των μη διασυνδεδεμένων νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρισμού ώστε να μπορέσει να αξιοποιηθεί περαιτέρω το αιολικό και το ηλιακό τους δυναμικό.
Όπως προκύπτει από την έκθεση, η οικονομική κρίση οδήγησε σε πτώση κατά 30% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο 2007-2013. Τα επόμενα χρόνια υπήρξε μια ανάκαμψη, αν και όπως ανέφερε ο κ. Μπιρόλ, δεν επανήλθε στα προ της ύφεσης επίπεδα. Όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού, καθώς η μείωση της κατανάλωσης οδήγησε σε περιορισμό των εκπομπών ρύπων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή.
Εκτόξευση των ΑΠΕ
Ο κ. Μπιρόλ επεσήμανε τη σημαντική πρόοδο όσον αφορά στη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας. Όπως υποστήριξε, υπερκάλυψε τους στόχους που έχει θέσει η ΕΕ για το 2020, κυρίως στον τομέα των φωτοβολταϊκών.
Ο Οργανισμός στην έκθεσή του επιδοκιμάζει τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της χονδρεμπορικής αγοράς φυσικού αερίου, με το μερίδιο της ΔΕΠΑ να μειώνεται μέσω των δημοπρασιών αερίου (gas release), αλλά και του λιανεμπορίου φυσικού αερίου.
Στηρίζει επίσης τις προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας να ανταποκριθεί στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του μοντέλου – στόχου, γνωστού ως target model, από το 2018. Σε αυτή τη φάση η ΡΑΕ επεξεργάζεται τους απαραίτητους κώδικες για τη μετάβαση αυτή, ενώ ο λειτουργός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΛΑΓΗΕ) και το Χρηματιστήριο Αθηνών συνεργάζονται για τη σύσταση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
Ο λιγνίτης χαρακτηρίζεται από τον ΔΟΕ ως «αξιόπιστο καύσιμο» και ως «σημαντικός εγχώριος πόρος» του ενεργειακού συστήματος – κρίσιμος για την ασφάλεια του εφοδιασμού, όπως αποδείχθηκε στην ενεργειακή κρίση του χειμώνα 2016-2017.
Ωστόσο, η σημασία του μειώνεται με βάση τους στόχους για το κλίμα, αλλά και την αυξανόμενη χρήση του φυσικού αερίου, η οποία παραμένει μεν χαμηλή, συγκριτικά με άλλες χώρες –μέλη του ΔΟΕ, ωστόσο, η κατανάλωση του έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Ο αυξανόμενος ρόλος του φυσικού αερίου στην ηλεκτρική παραγωγή απαιτεί έναν ισχυρότερο προσανατολισμό στην ασφάλεια εφοδιασμού του, δεδομένου ότι προέρχεται από εισαγωγές και τον μοναδικό τερματικό σταθμό υγροποίησης φυσικού αερίου της Ρεβυθούσας.
Σήμερα, το ελληνικό ενεργειακό μείγμα προσδιορίζεται από την πολύ υψηλή χρήση του πετρελαίου στους τομείς της θέρμανσης και των μεταφορών, καθώς και από τη χρήση λιγνίτη στην ηλεκτρική παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα παρουσιάζει μια αύξηση της τάξης του 300% στην παραγωγή ηλεκτρισμού από αιολική και ηλιακή ενέργεια την πενταετία 2010 – 2015, με το μερίδιο των ΑΠΕ να υπολογίζεται σε 30% το 2015.
Η έκθεση παρουσιάσθηκε επίσημα την Πέμπτη από τον διευθυντή του ΔΟΕ, παρουσία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργου Σταθάκη και του Γενικού Γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών, κ. Μιχάλη Βερροιόπουλο. Η προηγούμενη έκθεση του ΔΟΕ για την Ελλάδα είχε δημοσιευθεί το 2011.