“Στην απαγωγή Λεμπιδάκη υπήρξαν για εμάς τρείς πολύ κρίσιμες στιγμές. Η πρώτη τον περασμένο Ιούνιο με την πολυήμερη σιωπή των δραστών. Είχαμε απογοητευθεί και δεν αποκλείαμε οι απαγωγείς να είχαν σκοτώσει τον Μιχάλη Λεμπιδάκη ενώ και οι συγγενείς του ήταν απελπισμένοι. Όμως υπήρξαν πιο ψυχραιμες φωνές για παρελκυστικά παιχνίδια των δραστών και ότι ο 54χρονος ήταν υγιής. Στάλθηκαν ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ από την Αττική που ενθάρρυναν τους οικείους του επιχειρηματία και τους ζήτησαν να προχωρήσουν σε μία οποιαδήποτε ανακοίνωση. Ετσι ώστε να υπάρξει κάποια κινητικότητα και νεότερη επικοινωνία των απαγωγέων. Ετσι κι έγινε. Όμως υπήρχαν και άλλες δραματικές ώρες…».

«Το Βήμα» παρουσιάζει την κρίσιμη μαρτυρία υψηλόβαθμου στελέχους της ΕΛ.ΑΣ που ήταν ένας από τους κύριους χειριστές της απαγωγής του επιχειρηματία κ. Μιχάλη Λεμπιδάκη που απελευθερώθηκε μετα από έξι μηνες κράτησης. Στις αναφορές αυτές αποκαλύπτεται όχι μόνο το παρασκήνιο των αστυνομικών ερευνών αλλά και άγνωστα στοιχεία που οδήγησαν σε αίσια έκβαση της ομηρίας…

Όπως επισημαίνει το ίδιο σημαντικό στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ:

«Η δεύτερη κρίσιμη στιγμή ήταν όταν βρήκαμε, στις αρχές Ιουλίου, από σαρώσεις σε δρόμους του Ρεθύμνου -με ειδική φορητή συσκευή- το σήμα μίας από τις κάρτες SIM που χρησιμοποιούσαν οι δράστες που επέβαιναν σε ΙΧ που σταματήσαμε. Ετσι βρήκαμε τρία «σίγουρα» πρόσωπα που συμμετείχαν στην αρπαγή του κ. Λεμπιδάκηκαι ξετυλίξαμε το νήμα. Είχαμε θέσει σε παρακολούθηση 7-8 άτομα από την αρχική ομάδα δραστών , βλέπαμε τις προσεκτικές συναντήσεις τους στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα, ακούγαμε τις συνομιλίες τους όπου όμως απέφευγαν να πουν οτιδήποτε. Ωστόσο ακολούθησε μία τεράστια απογοήτευση όταν στις 6 Αυγούστου προχωρήσαμε στην εισβολή στο σπίτι στον Βρακά Σφακίων, όπου πιστεύαμε ότι βρισκόταν ο κ. Λεμπιδάκης.Ομως αυτό ήταν άδειο. Τότε υπήρξαν και εσωτερικές τριβές με αλληλοκατηγορίες για βιαστική κίνηση, ότι δεν υπήρχε άδεια από τις κεντρικές υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ και ότι έπρεπε να είμασταν βέβαιοι πριν προχωρήσουμε σε αυτή την εισβολή. Και ίσως ότι αυτό ήταν μοιραίο για την ζωή του κ. Λεμπιδάκη. Όμως όσο μπορέσαμε καλύψαμε τα ίχνη αυτής της επιχείρησης. Κι αμέσως μετά αρχίσαμε πάλι από υποκλοπές να ακούμε ότι υπήρχε ανησυχία στους απαγωγείς που κατάλαβαν ότι όλα είχαν πια αλλάξει, δεν ήσαν πια στο απυρόβλητο και υπήρχε κλοιός γύρω τους. Και έτσι άρχισαν τα διαδοχικά λάθη…».

Οι ίδιοι αξιωματικοί σημειώνουν ότι «από τις πρώτες ημέρες της απαγωγής υπήρχαν ορισμένες πληροφορίες για τους οργανωτές της αρπαγής της ομηρίας και για κάποια άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν στην αρπαγή του κ. Λεμπιδάκη.Όμως τα τελευταία αποδείχθηκαν άσχετα. Υπήρχαν στιγμές μεγάλης αγωνίας και παιγνίδια υπομονής. Υπήρχαν αξιωματικοί που αυτό το εξάμηνο μπορεί να κοιμήθηκαν ελάχιστες ώρες, με τον κίνδυνο να μην υπάρξει κάποιο λάθος που θα οδηγούσε σε ένα αιματηρό τέλος. Την υπόθεση παρακολουθούσε συνέχεια κι ο υπουργός κ. Νικος Τόσκας που ορισμένες φορές είχε προτείνει επιθετική τακτική. Όμως ταυτόχρονα ζητούσε να μην γίνει καμιά σπασμωδική κίνηση, να συγκεντρωθούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να εξαντληθεί κάθε περιθώριο στην διαπραγμάτευση. Κι αυτός είχε απογοητευθεί από την υπόθεση του Βρακά, όμως ήξερε ότι θα υπάρχει κι άλλη ευκαιρία».

Τελος οι αστυνομικοί θεώρησαν καθοριστικό το ζήτημα των επαφών με την οικογένεια του κ. Λεμπιδάκη. Οι οικείοι του επιχειρηματία εξέφραζαν συχνά ανησυχία για ορισμένες «διαρροές» στα ΜΜΕ αλλά και γιατί υπήρχαν αναφορές για «τεράστια οικονομική άνεση της οικογένειας του ομήρου». Οπως και ότι υπήρχε ειδική άδεια από το τραπεζικό σύστημα να δοθούν τα χρήματα για τα λύτρα στο ύψος των απαιτήσεων των δραστών. Κάτι που φαίνεται να είχε οδηγήσει σε επιμονή των δραστών να μην μειώνουν τις απαιτήσεις τους.