Τον δεύτερο μήνα του 2017 οι πρυτάνεις των ελληνικών ΑΕΙ κατέθεσαν στο υπουργείο Παιδείας μια πρόταση-σοκ: μείωση εισακτέων σε πολλά ιδρύματα κατά 50%.
Οι ηγέτες των ελληνικών πανεπιστημίων μπορούσαν εύκολα να προβλέψουν ότι με τις υποδομές και τα μέσα που διαθέτουν σήμερα, οι αριθμοί των πρωτοετών φοιτητών που τους στέλνει κάθε χρόνο η πολιτεία για να μην επηρεαστούν οι πολιτικές μετοχές του εκάστοτε υπουργού Παιδείας απλώς… δεν βγαίνουν. Αντ’ αυτού, πήραν διαφορετική απάντηση: με ένα νομοσχέδιο που κλείνει ερμητικά τις πόρτες τους στις αστυνομικές (ή άλλες) Αρχές και τις ανοίγει σε κάθε μορφή παραβατικότητας μέσα στα ΑΕΙ και με ένα άλλο… στον δρόμο που θεσμοθετεί διπλές πανελλαδικές, τα ελληνικά Πανεπιστημιακά ιδρύματα βλέπουν το τρένο της «επόμενης ημέρας» να περνάει.
«Το γραφείο σας, το ανακαινίσαμε». Με αυτή τη φράση υποδέχτηκε τις προηγούμενες ημέρες τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, όταν ομάδες αναρχικών έσπασαν το γραφείο του, μέσα στο πανεπιστήμιο, με την αιτιολογία ότι άκουσαν ομιλία του σε εκδήλωση ακροδεξιού κόμματος.
«Συχνά νιώθω γελοίος, ποιος σοβαρός άνθρωπος θα δεχόταν να κάνει αυτό που κάνω εγώ τώρα;» εξομολογείται στο «Βήμα» πρύτανης μεγάλου Πανεπιστημίου της χώρας που αναφέρει ότι στο παρελθόν αν ερχόταν μια ομάδα εξωπανεπιστημιακών ατόμων και οργάνωνε χωρίς να ενημερώσει κανέναν πάρτι μέσα στο ίδρυμά του, θα μπορούσε να καλέσει την αστυνομία. Σήμερα όμως για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να συνεδριάσει ένα 7μελές πρυτανικό συμβούλιο (με τη συμμετοχή ενός φοιτητή σε αυτό), και μόνο εφόσον συμφωνήσουν τα μέλη του, να κληθεί η αστυνομία.

Ζoυν σε άλλες εποχές
Με τα θέματα ασφάλειας βέβαια να μην είναι καν τα πρώτα στην «ατζέντα» εκείνων που έχουν την ευθύνη για τη λειτουργία των ελληνικών ΑΕΙ. Ελλειψη υποδομών, παρωχημένες ψηφιακές τεχνολογίες (η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στον Δείκτη Ψηφιακών Οικονομικών Ευκαιριών διεθνών κατατάξεων, που δείχνουν την ψηφιακή ωριμότητα μιας κοινωνίας), προγράμματα σπουδών προσανατολισμένα στο να κοιτούν προς την… ενδοχώρα, και όχι τον ακαδημαϊκό ορίζοντα.
Ξεχασμένα στη δεκαετία του ’60, ακόμη και σήμερα, τα ελληνικά πανεπιστήμια λειτουργούν ακόμη με την πελατειακή αίγλη μιας άλλης εποχής: εκπαιδεύουν υπαλλήλους για το Δημόσιο.
Κάτι όμως που έχει ήδη ξεπεραστεί από καιρό. «Υπολογίζεται ότι το 65% των παιδιών που ξεκινούν το δημοτικό, θα εργαστούν σε επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα» είπε πρόσφατα σε ομιλία του ο διοικητής του Τράπεζας της Ελλάδος κ. Ι. Στουρνάρας, μιλώντας για τον οικονομικό αλφαβητισμό.
Αυξάνονται οι άνεργοι
Στην Ελλάδα, οι πρωτοετείς φοιτητές που μπήκαν με κόπους και στερήσεις στα ελληνικά ΑΕΙ θα διαπιστώσουν τις πρώτες ημέρες τους ότι κινητικότητα πλέον υπάρχει μόνο σε έναν τομέα: στις κομματικές νεολαίες βρίσκονται σε πραγματική εγρήγορση, υποκαθιστώντας γραμματείες και τμήματα, για να δώσουν το πρώτο υλικό υποδοχής στη «νέα γενιά» των ΑΕΙ.
Στα παραπάνω προστέθηκε η πρώτη μεγάλη μελέτη, ειδικά για την τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα στην οικονομική κρίση, που παρουσίασε το Ιδρυμα Κοινωνικών και Βιομηχανικών Ερευνών, και τα αποτελέσματα της οποίας πρέπει να μας αφυπνίσουν: Η Ελλάδα έχει υψηλού επιπέδου ερευνητές, αλλά χαμηλότατα ποσοστά αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων των πανεπιστημίων, καθώς δεν έχουν βρεθεί ακόμη οι απαραίτητες γέφυρες με τις επιχειρήσεις. Οι άνεργοι πτυχιούχοι αυξάνονται διαρκώς. Μάλιστα, σχεδόν έξι στους δέκα εργαζομένους οι οποίοι έλαβαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετά το 2011 δηλώνουν ότι λαμβάνουν μισθό από 400 ευρώ έως 800 ευρώ, ενώ ποσοστό 16% δηλώνει ότι αμείβεται με λιγότερα από 400 ευρώ.
Παράλληλα, το διδακτικό τους προσωπικό γερνάει και δεν ανανεώνεται. Από το 2009 έως σήμερα τα μέλη Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των ΑΕΙ έχουν μειωθεί περίπου κατά 30%, με μέσο όρο ηλικίας πια που ξεπερνάει τα 55 έτη.
Οπως δηλώνει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ.Πάνος Τσακλόγλου στην Ελλάδα το επίπεδο των ερευνητών είναι πάνω από τον μέσο όρο διεθνώς, οι δημοσιεύσεις τους και η δουλειά τους βρίσκονται σε υψηλότατο επίπεδο, αλλά η σύνδεσή τους με την αγορά είναι σχεδόν ανύπαρκτη, και η γνώση αυτή δεν μετατρέπεται σχεδόν ποτέ σε εμπορεύσιμο προϊόν.

«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το Δημόσιο ως εργασιακή προοπτική για έναν νέο σήμερα έχει κλείσει» λέει σχετικά ο διδάκτωρ εκπαιδευτικής πολιτικής και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ κ. Απ. Δημητρόπουλος. «Τα πανεπιστήμια αν δεν αλλάξουν, θα συνεχίσουν να παράγουν ανθρώπους που δεν θα βρίσκουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας της χώρας μας».

Εντονη εσωστρέφεια
Πάντως, η κινητήρια δύναμη υπάρχει! Το ΙΟΒΕ διαπίστωσε ότι η Ελλάδα είχε αρκετά υψηλή συμμετοχή στις δημοσιεύσεις με υψηλότερη απήχηση την πενταετία 2010-2014. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είχε υψηλότερη συμμετοχή σε σύγκριση με το παγκόσμιο σύνολο δημοσιεύσεων στο 1% (1,6%), στο 5% (6,4%), στο 10% (11,7%) και στο 25% (26,7%) των δημοσιεύσεων με υψηλότερη απήχηση. Εντονη είναι όμως η εσωστρέφεια των εγχώριων ΑΕΙ, καθώς σχετικά μικρό είναι το ποσοστό των δημοσιεύσεων που γίνονται σε συνεργασία με φορείς του ιδιωτικού τομέα.
«Ξεκινάμε τη νέα χρονιά με προβλήματα σε οικονομικό επίπεδο και έλλειψη προσωπικού» λέει ο πρώην αντιπρύτανης του ΕΜΠ κ. Αγγ. Σιόλας που αναφέρει ότι σε πολλές σχολές του ιδρύματος, όπως η Αρχιτεκτονική και οι Πολιτικοί Μηχανικοί (τμήμα που εφέτος κατατάχθηκε 7ο παγκοσμίως στο επιστημονικό του αντικείμενο σε έγκριτες διεθνείς λίστες), υπάρχει σοβαρό πρόβλημα έλλειψης διδασκόντων.
Παράλληλα, περιορισμένη είναι πλέον η πρόσβαση στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπου οι συνδρομές των ελληνικών ΑΕΙ μπορεί να μην έχουν (εκ νέου κοπεί), αλλά έχουν περιοριστεί σε λίγους τίτλους.
Το «πρότυπο της Κρήτης»
Στην Κρήτη βρίσκεται μάλλον το πρότυπο για τη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο. Το «πρότυπο της Κρήτης», η επιτυχημένη δηλαδή συνεργασία ερευνητικού κέντρου, Πανεπιστημίου και ΤΕΙ της περιοχής, αποτελεί ένα παράδειγμα με βάση το οποίο και επιδιώκεται από το υπουργείο Παιδείας να «αναστηλωθεί» όλη η ανώτατη εκπαίδευση της χώρας.
«Στην Κρήτη έχει αναπτυχθεί τα τελευταία 30 χρόνια ένα διεθνώς ανταγωνιστικό ακαδημαϊκό οικοσύστημα. Τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι η αξιοκρατία, η εξωστρέφεια και η διαρκής προσπάθεια για αριστεία» λέει σχετικά στο «Βήμα» ο κ. Αχ. Γραβάνης, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κρήτης, ερευνητής ΙΤΕ, συνεργαζόμενος καθηγητής έρευνας του Πανεπιστημίου Northeastern και επιστημονικός συνεργάτης της εταιρείας Emulate του Harvard των ΗΠΑ.
«Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας, στα οποία εργάζομαι και τα οποία γνωρίζω καλύτερα, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι κορυφαίοι διεθνώς επιστήμονες που το ίδρυσαν. Οι βασικοί εξ αυτών, όπως οι Φώτης Καφάτος, Λευτέρης Οικονόμου, Γιάννης Παπαδάκης, Δημήτρης Εμμανουήλ, Στέλιος Ορφανουδάκης, ήταν διεθνώς κορυφαίοι στο επιστημονικό του αντικείμενο με τεράστια ακαδημαϊκή εμπειρία σε κορυφαία ιδρύματα. Ηταν ακριβώς αυτοί που μετέφεραν και προστάτευσαν τα χαρακτηριστικά αξιοκρατίας, εξωστρέφειας και αριστείας, τα μετέβαλαν σε παράδοση και πίστη των ανθρώπων των δύο ιδρυμάτων» αναφέρει.
Και συνεχίζει: «Τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο Ιδρυμα υπάρχουν ελάχιστοι καθηγητές-ερευνητές συγγενείς μεταξύ τους, ενώ η ενδογαμία είναι περιορισμένη σε σχέση με άλλα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα. Οι συνθήκες αξιοκρατίας πείθουν νέους αλλά και καταξιωμένους επιστήμονες από το εξωτερικό να υποβάλουν υποψηφιότητα για θέσεις καθηγητών και ερευνητών. Είναι εξαιρετικά εξωστρεφή ιδρύματα. Σχεδόν το 80% της χρηματοδότησής τους προέρχεται από διεθνή ανταγωνιστικά ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Δεν είναι τυχαίο ότι καθηγητές και ερευνητές των δύο ιδρυμάτων της Κρήτης έχουν πετύχει το 1/3 των περίφημων και εξαιρετικά ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ερευνας (ERC) πουν έχουν έρθει στην Ελλάδα. Το ΙΤΕ είναι το 16ο επιτυχέστερο ευρωπαϊκό ίδρυμα στην προσέλκυση ανταγωνιστικών ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων. Πολλοί καθηγητές και ερευνητές δε διατηρούν στενή συνεργασία και διαρκή παράλληλη παρουσία σε κορυφαία διεθνώς ακαδημαϊκά ιδρύματα. Πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα είναι αγγλόφωνα και πολλοί αλλοδαποί συμμετέχουν είτε ως διδάσκοντες είτε ως φοιτητές. Η έννοια της αριστείας και η διαρκής προσπάθεια επίτευξής της διατηρεί την ποιότητα των δύο ιδρυμάτων. Η φιλοδοξία των ανθρώπων τους για αριστεία είναι η κινητήρια δύναμή τους. Τα επιτεύγματα των δύο ιδρυμάτων θα ήταν πολύ σημαντικότερα αν λειτουργούσαν σε συνθήκες μεγαλύτερης ακαδημαϊκής αυτονομίας. Δυστυχώς, και σε αντίθεση με το διεθνές γίγνεσθαι, η ελληνική πολιτεία ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στη λειτουργία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων».
Από την πλευρά του, ο νυν πρόεδρος του ΙΤΕ κ. Ν. Ταβερναράκης αναζητεί απλά την καινοτομία. «Το Ισραήλ αποτελεί σήμερα τον νούμερο ένα προορισμό παγκοσμίως για εταιρείες υψηλής τεχνολογίας. Γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και εμείς;» αναρωτιέται. «Ποιος δεν θα ήθελε να εργάζεται και να κάνει έρευνα στην Ελλάδα;» συμπληρώνει.
Ο κ. Ταβερναράκης έχει σκοπό να φέρει αυτό τον τεχνολογικό παράδεισο στην Κρήτη. Το ΙΤΕ έχει ήδη ολοκληρώσει τη συγκρότηση νέων Ινστιτούτων του και προχωρεί σε υψηλού επιπέδου ιατρικές και τεχνολογικές υπηρεσίες, με σκοπό να προσελκύει στην Ελλάδα επιστημονικό «τουρισμό» αλλά και εταιρείες υψηλής τεχνολογίας από όλο τον κόσμο.
Πάντως, όπως λέει ο κ. Ταβερναράκης, «υπάρχουν στην Ελλάδα αυτό που συχνά αποκαλούμε «θύλακες αριστείας», εργαστήρια και ερευνητικά κέντρα που προσφέρουν ένα διεθνώς ανταγωνιστικό ερευνητικό περιβάλλον. Ξεκινώντας από αυτό το δεδομένο, θεωρώ ότι θα πρέπει η Πολιτεία να αναγνωρίσει ως εθνική προτεραιότητα την έρευνα και να την υποστηρίξει έμπρακτα κατ’ αντιστοιχία με αυτό που γίνεται σε χώρες του εξωτερικού. Η έρευνα μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό μοχλό για την ανάπτυξη και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ