Ηταν μια απαστράπτουσας ομορφιάς γυναίκα, αλλά και μια πολύ προσεκτική στις επιλογές της επαγγελματίας. Υπήρξε ερωτικό σύμβολο στη δεκαετία του 1960 και του 1970, αλλά ως ηθοποιός ποτέ δεν αρκέστηκε στην απλή διεκπεραίωση ενός ρόλου. Αντιθέτως, το πάθος και η πίστη σε αυτό που έκανε ήταν πάντα το αποτύπωμα της Ζωής Λάσκαρη, που την περασμένη Παρασκευή έφυγε από αυτή τη ζωή αφήνοντας πίσω της μια εικόνα που θα μείνει για πάντα σφραγισμένη στη μνήμη μας.
Η ειρωνεία είναι ότι ενώ ο κινηματογράφος ανέδειξε το κάλλος και το ταλέντο της, η Ζωή Λάσκαρη στην ουσία δεν έκανε πολύ κινηματογράφο. Από το ντεμπούτο της στον «Κατήφορο» του Γιάννη Δαλιανίδη το 1961, μέχρι το «The republic» του Δημήτρη Τζέτζα πρόπερσι, που είναι η τελευταία δουλειά της στον κινηματογράφο, η Λάσκαρη μετρούσε μόλις 25 κινηματογραφικές εμφανίσεις (αξίζει δε να σημειωθεί ότι στο «Republic» έπαιξε μετά από 33 χρόνια απουσίας της από το σινεμά, λαμβανομένου υπόψη ότι η προτελευταία ταινία της, η «Αναμέτρηση» του Γιώργου Καρυπίδη, ήταν παραγωγής 1982!).
Και όμως. Δεν θα βρούμε ούτε μία από αυτές τις ταινίες αδιάφορη. Η Λάσκαρη ήταν εκλεκτική και φρόντιζε να συμμετέχει όπου ένιωθε ότι αξίζει. Ηταν επίσης απόλυτη μα και γενναιόδωρη. Για την τελευταία συμμετοχή της στο σινεμά είχε πει στο «Βήμα»: «Είναι ένα μικρό πέρασμα, ένα γκεστ, που μου ζήτησε να κάνω ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τζέτζας, που είναι ένα απίστευτα ταλαντούχο παιδί και σπουδαίος κινηματογραφιστής. Υποδύομαι μια γυναίκα-αράχνη στην ουσία, μια αδίστακτη γυναίκα της μαφιόζικης νύχτας που κάνει εμπόριο σαρκός. Από το σινεμά μού έχει λείψει μόνο ο Φίνος. Και τις δύο βραδιές των γυρισμάτων με τον Δημήτρη θυμήθηκα αυτές τις παλιές καλές εποχές, της οργάνωσης, της μεθόδου, του επαγγελματισμού. Ηταν ένα καταπληκτικό γύρισμα με ένα συνεργείο εφάμιλλο του Φίνου. Και περάσαμε πολύ όμορφα. Κατά τα άλλα, όχι, δεν μου έχει λείψει το πλατό».
Στα χρόνια του ’60 και του ’70 η Λάσκαρη υπήρξε εξίσου χαρισματική, τόσο στα κοινωνικά – ερωτικά δράματα (δεν ξεχνιέται εύκολα η χημεία της με τον Νίκο Κούρκουλο στο «Γυμνοί στον δρόμο») όσο και στις κωμωδίες-μιούζικαλ («Κορίτσια για φίλημα», Οι θαλασσιές οι χάντρες»), είδη και τα δύο που έκαναν θραύση στο ελληνικό κοινό της εποχής.
Ταξίδι στην ωριμότητα
Ο θρίαμβός της ως Μις Ελλάς σήμανε σημαντικό βήμα για τη Λάσκαρη γιατί της έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αμερική και να διεκδικήσει τον τίτλο της «Μις Υφήλιος». Αν και δεν κέρδισε, παρέμεινε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παρακολουθήσει μαθήματα υποκριτικής. Με αυτή την εμπειρία επέστρεψε στην Ελλάδα και σύντομα βρήκε δουλειά στον «Κατήφορο» (λέγεται μάλιστα ότι την πρότεινε στον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη ο διευθυντής παραγωγής της ταινίας).
Η επιτυχία του «Κατήφορου» άνοιξε πολλές πόρτες στη Λάσκαρη και εκείνη εκμεταλλεύθηκε τις ευκαιρίες με τον καλύτερο τρόπο. Ο Γιάννης Δαλιανίδης επρόκειτο να γίνει ο σκηνοθέτης της. Υπογράφοντας συμβόλαιο μόνιμης συνεργασίας με τη Φίνος Φιλμ, έμεινε στο θρυλικό στούντιο ως το τέλος του στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με το ερωτικό δράμα του Δαλιανίδη «Εραστές του ονείρου». Αυτή ήταν η τελευταία ταινία της με τη Φίνος Φιλμ, ενώ είχε προηγηθεί μια τεράστια επιτυχία της, το «Στον αστερισμό της παρθένου», επίσης του Δαλιανίδη.
Ομως η ωρίμανση δεν έπαψε ποτέ να είναι στόχος της Ζωής Λάσκαρη. Από πολύ νωρίς αντιλήφθηκε ότι η πραγματική καταξίωση, το κύρος, μπορεί να έρθουν μόνον με τη σωστή θεατρική παιδεία και την αντίστοιχη πορεία στο σανίδι. Και πράγματι, εν μέσω όλων αυτών των επιτυχιών της στο πανί, η Λάσκαρη, το 1965 αποφάσισε να στραφεί προς το θέατρο δημιουργώντας μάλιστα δικό της θίασο, παρότι διέθετε προσωρινή άδεια ηθοποιού. Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις της στο θέατρο έλαβαν χώρα στην Κύπρο. Το ρεπερτόριό της; «Η παγίδα» του Ρομπέρ Τομά, το «Μιας πεντάρας νιάτα» των Ασημάκη Γιαλαμά – Κώστα Πρετενέρη αλλά και η «Βαθιά γαλάζια θάλασσα», όλα την ίδια περίοδο. Ηταν καλή και στο θέατρο αλλά καλλιέργησε ακόμη περισσότερο τα χαρίσματά της μέσω των μαθημάτων στη Δραματική Σχολή του Π. Κατσέλη από την οποία αποφοίτησε το 1969, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την ανακήρυξή της ως Σταρ Ελλάς.
Θεατρικές επιτυχίες
Το θέατρο εν τέλει απορρόφησε πλήρως τη Ζωή Λάσκαρη. Οταν τα σημάδια της παρακμής του ελληνικού κινηματογράφου άρχισαν να φαίνονται εντόνως στη δεκαετία του ’70, η Λάσκαρη είχε ήδη βρει τη θέση της ως θεατράνθρωπος. Εξάλλου, η προτελευταία ταινία της «Εραστές του ονείρου» είχε ήδη υπάρξει μεγάλη θεατρική επιτυχία σε όλο το πανελλήνιο με συμπρωταγωνιστή τον σύντροφό της για ένα διάστημα, Τόλη Βοσκόπουλο.
Τόσο οι θεατρικές επιλογές όσο και οι συνεργασίες της δεν έπαψαν να εντυπωσιάζουν το κοινό: ο Μίνως Βολανάκης τη σκηνοθέτησε στην κωμωδία «Καινούργια σελίδα» του Νιλ Σάιμον και ο Ανδρέας Βουτσινάς στο αριστουργηματικό «Ορφέας στον Αδη» του Τενεσί Γουίλιαμς. Επαιξε Σαμ Σέπαρντ («Τρελοί για έρωτα») αλλά και Εντουαρντ Αλμπι («Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», «Ευαίσθητη ισορροπία», «Σκηνές γάμου»). Επαιξε επίσης, την Ελένη στις «Τρωάδες» στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Στάλες στον ωκεανό μιας λαμπρής πορείας.
Δύσκολα παιδικά χρόνια

Το πραγματικό επώνυμο της Ζωής Λάσκαρη ήταν Κουρούκλη και με αυτό ξεκίνησε στον χώρο του θεάματος. Κατ’ αρχάς από τα καλλιστεία. Με το ψευδώνυμο Αμαρυλλίς, η Θεσσαλονικιά Ζωή Κουρούκλη, εξαδέλφη της τραγουδίστριας Ζωής Κουρούκλη, εξελέγη μις Ελλάς τον Ιούνιο του 1959. Σε ποια ακριβώς ηλικία βρισκόταν δεν μπορούμε να το πούμε με ακρίβεια, διότι οι γνώμες διχάζονται. Πηγές αναφέρουν ότι η Λάσκαρη γεννήθηκε το 1940 ενώ σύμφωνα με την ίδια είχε γεννηθεί τέσσερα χρόνια αργότερα.

Τα παιδικά χρόνια της ηθοποιού στιγματίστηκαν από την τραγικότητα του θανάτου των γονέων της και η Λάσκαρη μεγάλωσε με τους παππούδες της. Ο πατέρας της υπήρξε θύμα των αριστερών στον Εμφύλιο. Πολλά χρόνια αργότερα, ερωτώμενη από το «Βήμα» αν έχει ακόμα θυμό για τον χαμό του πατέρα της η Λάσκαρη είχε απαντήσει: «Είχα πάει στο 1o συνέδριο του ΚΚΕ Eσωτερικού γιατί αγαπούσα πολύ τον Λεωνίδα Κύρκο. Οταν μας ζήτησαν να κάνουμε ενός λεπτού σιγή για αυτούς που είχαν πέσει θύματα, εγώ σπάραζα από το κλάμα. Σκεφτόμουν ότι μπορεί εκείνη τη στιγμή να έκανα ενός λεπτού σιγή για εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα μου. Ολο αυτό ήταν μια κάθαρση, έφυγε το δηλητήριο από μέσα μου. Ενα πράγμα μόνο με στενοχωρεί, ότι πάντα τιμούν τη μία πλευρά και ποτέ την άλλη, γιατί και η άλλη πλευρά είχε θύματα που μπορεί να πικραίνονται».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ