Ίσως μερικοί αναρωτηθούν γιατί επιχειρώ με τη παρέμβασή μου αυτή να ασχοληθώ με ένα οργανωτικό πλαίσιο, που όχι μόνο δε μπορεί να αλλάξει στο ξεκίνημα της αντιπυρικής περιόδου, αλλά απαιτεί και χρόνο πολύ για να ξεπεραστούν οι σημερινές του αδυναμίες. Ο λόγος είναι απλός: για να υπάρξει προσέγγιση των προβλημάτων στην ώρα τους, αφού την επομένη, όπως συμβαίνει κάθε χρόνο, θα γίνει ο σχετικός απολογισμός κι αν μάλιστα έχει καταστραφεί κι ένα στρέμμα λιγότερο από τη προηγούμενη χρονιά, ο απολογισμός θα είναι θετικός.

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, έχει υπάρξει διεθνώς μία τάση για την ανάθεση σε φορείς πυρόσβεσης ή πολιτικής προστασίας της κατάσβεσης των πυρκαγιών στο φυσικό περιβάλλον, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι φωτιές αυτές αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο αλλά και μια σύνθετη φυσική καταστροφή με σαφείς περιβαλλοντικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους, που αλληλεπιδρούν έντονα μεταξύ τους.

Η προσέγγιση αυτή είχε ως συνέπεια να δίδεται απόλυτη έμφαση στην καταστολή, σε βάρος της πρόληψης και της έγκαιρης επέμβασης, πράγμα που πολλαπλασίασε και το κόστος κατάσβεσης.

Αυτή η εξέλιξη στη χώρα μας υπήρξε έντονη, ιδιαίτερα μετά τη μεταφορά το 1998 της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Το μέσο ετήσιο κόστος της πυρόσβεσης έχει πενταπλασιαστεί (ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ), ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες ιστορικά καταστροφές από πυρκαγιές σε αγροδασικές εκτάσεις, υποδομές, περιουσίες και κυρίως σε απώλειες ανθρώπινων ζωών. Σε αυτά βέβαια να προσθέσουμε και το κόστος που πληρώνει ο αγροτικός τομέας της χώρας μας, ο οποίος κατά μέσο όρο χάνει κάθε χρόνο περί τα 100.000 στρ. καλλιέργειες.

Όμως η εξέλιξη αυτή επέφερε και την ελλιπή έως ανύπαρκτη διαχείριση στα δάση, που σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της υπαίθρου οδηγούν νομοτελειακά σε συσσώρευση δασικής βιομάζας και αύξηση του κινδύνου που προέρχεται από την καύσιμη ύλη, άρα και σε καταστροφικές πυρκαγιές.

Το σύνολο των ιδιωτικών και πλέον του 95% των δημοσίων δασών, στερούνται διαχειριστικών μελετών με αποτέλεσμα η συσσωρευμένη βιομάζα να τα έχει μεταβάλει σε μπαρουταποθήκες, αλλά και να τα έχει καταστήσει μη προσπελάσιμα.

Είναι αναμενόμενο λοιπόν μπροστά σε αυτή τη κατάσταση οι τοπικές κοινωνίες, που τους αφορά η αντιμετώπιση των πυρκαγιών, να αντιδρούν είτε εκτοξεύοντας πυροβολισμούς «κατά παντός υπευθύνου», (όπως έκανε με τη μηνυτήρια αναφορά της η Αντιπεριφερειάρχης Λακωνίας για τις πρόσφατες πυρκαγιές της Μάνης – την ώρα που βρίσκονταν σε εξέλιξη η πυρκαγιά ζήτησε «να διερευνηθεί κατά πόσον η εξάπλωσή της είναι προϊόν εσκεμμένης εγκληματικής ενέργειας κακόβουλων προσώπων, που την προκάλεσαν από ιδιοτέλεια και κακοβουλία, προκειμένου να εξυπηρετήσουν υστερόβουλους και ιδιοτελείς ή όποιους άλλους διαστροφικούς σκοπούς…»), είτε να αδιαφορούν με διάφορα προσχήματα (οι κάτοικοι των περιοχών όταν βλέπουν καπνούς να βγαίνουν από το δάσος στρέφονται προς τον ουρανό για να δουν αν έρχονται και γιατί αργούν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα…).

Πριν λίγες ημέρες, κατά την επίσκεψή μου στην ορεινή Βοιωτία, όταν ρώτησα έναν υλοτόμο από τους ελάχιστους που απέμειναν – και μάλιστα χωρίς δουλειά – στα ορεινά δασικά συγκροτήματα της χώρας μας γιατί παρακολουθούν ως θεατές την εξέλιξη των πυρκαγιών, μου είπε τη χαρακτηριστική φράση: «Τα δάση σήμερα δεν τα σκίζουν ούτε τα αγριογούρουνα».

Όλα αυτά δείχνουν ότι η πολιτική αυτή έχει εξαντλήσει τα όριά της. Δεν μπορούμε να αυξάνουμε αενάως την ισχύ αυτής της πυρόσβεσης σε αναλογία με τον αυξανόμενο κίνδυνο, που μάλιστα σε συνδυασμό με την αλλαγή του κλίματος, η πιθανότητα να ζήσουμε στο εγγύς μέλλον καταστροφικές περιόδους όπως εκείνη του 2007 είναι εξαιρετικά μεγάλη. Η ανάγκη αλλαγής του μοντέλου διαχείρισης των πυρκαγιών στη χώρα είναι προφανής, μεγάλη και μάλιστα επείγουσα.

Σωστός σχεδιασμός θα υπάρξει μόνο όταν προσεγγίσουμε τις δασικές πυρκαγιές από τη πλευρά των αιτίων που τις προξενούν, κι αυτές είναι τρείς:

α) η σύνθεση της χλωρίδας των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων που είναι πυρόφιλη και είναι βέβαια υπόθεση της φύσης. Δεν είναι εύκολη η αλλαγή της και ενέχει και κινδύνους οικολογικής υποβάθμισης,

β) οι καιρικές συνθήκες που κι αυτές είναι υπόθεση της φύσης και αναμενόμενες. Καλοκαίρι χωρίς μελτέμια δεν υπάρχει στην Ελλάδα και

γ) η ανθρώπινη συμπεριφορά που αφορά κυρίως τον εγκληματικά αμελή πολίτη, από τον αγρότη που καίει τη καλαμιά στα σιτοχώραφα, μέχρι τον επισκέπτη που πετάει το αποτσίγαρό του.

Αν οι δύο πρώτες ευνοούν τις δασικές πυρκαγιές, η τρίτη είναι αυτή που τις προξενεί και καθορίζει και το μέγεθος των καταστροφών. Ένας σωστός σχεδιασμός προστασίας από τις πυρκαγιές πρέπει να στηρίζεται κυρίως στη πρόληψη και δευτερευόντως στη καταστολή.

Επιτυχής πρόληψη είναι αυτή που μειώνει μέχρι μηδενισμού τις πιθανότητες ανάφλεξης. Κι αυτό απαιτεί ορθολογική διαχείριση και επαρκή φύλαξη. Δυστυχώς μέχρι σήμερα το 80% των δασών είναι χωρίς διαχειριστική έκθεση και το 100% χωρίς καθαρισμό και ουσιαστική φύλαξη.

Επιτυχής καταστολή θεωρείται αυτή που γίνεται άμεσα. Κι αυτό συμβαίνει όταν μέσα σε 10 λεπτά από την έναρξη του επεισοδίου της φωτιάς υπάρξει επέμβαση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από το 1983 έως το 1998 στο 64% των δασικών πυρκαγιών που υπήρξε έγκαιρη επέμβαση αντιστοιχεί μόλις το 2% των εκτάσεων που κάηκαν, ενώ για το υπόλοιπο 36% των πυρκαγιών που δεν υπήρξε έγκυρη επέμβαση αντιστοιχεί το υπόλοιπο 98%.

Ο διαχωρισμός της πρόληψης από την καταστολή στέρησε τη δυνατότητα στη Δασική Υπηρεσία, που ασχολείται με τη διαχείριση των δασών, να συμμετέχει στη δασοπυρόσβεση. Όμως δεν υπάρχει προηγούμενο ο διαχειριστής ενός φυσικού οικοσυστήματος, ο Δασάρχης στη προκειμένη περίπτωση, να απουσιάζει όταν αυτό καταστρέφεται. Αν δεν κάνει καλά τη δουλειά του να τον αντικαταστήσουμε, όχι όμως να τον καταργήσουμε.

Στη διαχείριση των πυρκαγιών (αλλά και των άλλων φυσικών κινδύνων) δεν περισσεύει κανείς. Αυτό αφορά το προσωπικό των φορέων, που πρέπει να έχει σχέση με τις πυρκαγιές και είναι: το Πυροσβεστικό Σώμα με την τεράστια εμπειρία των στελεχών του, η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας με τον επιτελικό της ρόλο, η Δασική Υπηρεσία με τη γνώση του αναγλύφου και του σχεδίου πρόληψης της περιοχής που εξελίσσεται το επεισόδιο και τέλος η Τοπική Αυτοδιοίκηση που μπορεί να κινητοποιεί τους εθελοντές δασοπυροσβέστες αλλά και απλούς πολίτες.
Όμως ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στους κατοίκους της υπαίθρου που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, μια και αυτοί έχουν από τις πυρκαγιές τις περισσότερες επιπτώσεις από οποιονδήποτε άλλο. Γι αυτό μακροπρόθεσμα πρέπει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκείνες που θα επιτρέψουν στους κατοίκους των ορεινών περιοχών να ασχοληθούν ενεργά με τη δασοπροστασία και την εκμετάλλευση των δασών.

Μια τέτοια στροφή θα δημιουργήσει και δυνατότητες μερικής απασχόλησης σε πολλούς νέους,που θέλουν να ασχοληθούν με την αγροτική δραστηριότητα, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους σε επίπεδο τέτοιο που θα τους επιτρέψει είτε να μείνουν, είτε να επιστρέψουν στις ρίζες τους.

———————————–
Ο κ. Βαγγέλης Αποστόλου είναι υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

HeliosPlus