Δικογραφία-μαμούθ με εκατοντάδες βίντεο και φωτογραφίες για τα «γκέτο» μαζικής πώλησης ναρκωτικών στα δυτικά προάστια σχημάτισε τις τελευταίες εβδομάδες η ΕΛ.ΑΣ., χωρίς να δημοσιοποιηθεί οτιδήποτε. Σύμφωνα με τον δικαστικό φάκελο που αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής», στο «γκέτο» πώλησης ναρκωτικών έδιναν το «παρών» μέσα σε λίγες ώρες 100 με 150 άτομα που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές εντός και εκτός Αττικής. Πρόκειται για έρευνα που έχει αρκετές ομοιότητες με αυτή που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 2017 από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών με τους χώρους ανεξέλεγκτης πώλησης ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας. Το εντυπωσιακό είναι ακόμη ότι η εν λόγω έρευνα βασίστηκε σε καταγγελίες-εκκλήσεις δημοτικών παραγόντων και πολιτών που ζουν στη συγκεκριμένη περιοχή και ανέφεραν την ασυδοσία στη διακίνηση ναρκωτικών, την ανοχή της Αστυνομίας και τον φόβο που βιώνουν καθημερινά. Πρόκειται για αναφορές που είχαν επί μήνες στα αζήτητα. Επιπλέον χαρακτηριστικό είναι ότι στο ίδιο το έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. αναφέρεται με σαφήνεια ότι υπάρχουν «ύποπτες σχέσεις» αστυνομικών και υπόπτων για διακίνηση ναρκωτικών.
Το διαβιβαστικό έγγραφο συντάχθηκε στις 13 Απριλίου 2017 από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Δυτικής Αττικής και αφορά την εμπλοκή 29 ατόμων.
Το σκηνικό της συναλλαγής
Οπως ανέφερε σε κατάθεσή του αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., «τοξικομανείς από όλη την περιοχή της Αττικής ξεκινούν από το κέντρο της Αθήνας ή του Πειραιά με λεωφορεία και φτάνουν ως το κέντρο των Αχαρνών και κατά δυάδες ή τριάδες πεζοί και εισέρχονται με κίνδυνο της ζωής τους εντός του καταυλισμού. Στο σημείο τους πλησιάζουν συνήθως γυναίκες ή παιδιά τα οποία εκπαιδεύονται στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και τους προμηθεύουν με ηρωίνη, χασίς και κοκαΐνη. Αλλοι τοξικομανείς εισέρχονται με χρήση δικών τους οχημάτων εντός του καταυλισμού, όπου περιμένουν έξω από τα παραπήγματα. Η διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών εκτιμάται ότι πραγματοποιείται κυρίως στον καταυλισμό Ρομά και άλλων Ελλήνων της Αυλίζας από οικίες κατά μήκος της οδού Αρτέμιδος και ανωνύμων οδών, καθέτων σε αυτήν. Το φαινόμενο παρουσιάζει ανησυχητικά ανοδική τάση».
Επίσης ενδεικτική είναι η αναφορά στην αδυναμία των Αρχών να ελέγξουν την περιοχή, στα «κόλπα» των διακινητών άλλα και στις ύποπτες σχέσεις με τοπικούς αστυνομικούς. Οπως σημειώνεται στο έγγραφο, «η αστυνόμευση της εν λόγω περιοχής παρουσιάζει πολλές δυσκολίες για τους εξής λόγους: Το οδικό δίκτυο είναι υποτυπώδες έως ανύπαρκτο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι Ρομά τοποθετούν εμπόδια (σκουπίδια – μπάζα) κατά μήκος των οδών ή προκαλούν μεγάλες λακκούβες στο οδόστρωμα με αποτέλεσμα η κίνηση των υπηρεσιακών οχημάτων να είναι δυσχερής έως και αδύνατη. Επίσης η παντελής έλλειψη φωτισμού παρέχει κάλυψη και ευκολία διαφυγής. Ακόμη, πολλές φορές χρησιμοποιούνται ανήλικοι οι οποίοι τοποθετούνται από τους μεγαλύτερους στις εισόδους των καταυλισμών με αποτέλεσμα όταν προσεγγίζει τον χώρο κάποιο υπηρεσιακό όχημα να εμποδίζουν τη διέλευσή του και παράλληλα να ενημερώνουν για την άφιξή του. Οταν τον χώρο προσεγγίζει άλλο όχημα πλην του Τμήματος Ασφαλείας Αχαρνών ή του Αστυνομικού Τμήματος (π.χ. ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ κ.λπ.) επειδή μεταξύ τους υπάρχει αλληλοϋποστήριξη και νιώθουν ασφαλείς λόγω του ότι δρουν στην περιοχή τους, δημιουργούν επεισόδια με τους αστυνομικούς, κυρίως με λιθοβολισμούς».
Κραυγές αγωνίας
Ο Δήμος Αχαρνών είχε στείλει έγγραφο στην ΕΛ.ΑΣ. όπου σημείωνε: «Εχουμε δεχθεί πλήθος καταγγελιών από τα σχολεία μας για φαινόμενα εμπόρων και διακινητών ναρκωτικών έξω από τα σχολεία, με συνεχείς ενοχλήσεις και πιέσεις στους μαθητές για ναρκωτικές ουσίες. Οι γονείς και οι καθηγητές που ζητούν από τα άτομα αυτά να απομακρυνθούν δέχονται απειλές για τη ζωή τους. Η ΕΛ.ΑΣ. παρότι έχει ενημερωθεί πολλές φορές, επιδεικνύει παντελή αδιαφορία».
Σε mail που απέστειλε στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. οδηγός του ΟΣΥ κατήγγειλε ότι «αυτά που βλέπω καθημερινά με ναρκομανείς που μεταφέρονται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και κάνουν χρήση μέσα στα λεωφορεία δεν περιγράφονται…».
Ενδεικτική της κατάστασης είναι η περιγραφή που τέθηκε υπ’ όψιν της ΕΛ.ΑΣ. από επιβάτιδα λεωφορείου. Οπως σημείωσε, «χθες μπήκαν στο λεωφορείο μία κοπέλα και δύο αγόρια όχι πάνω από 20 έως 22 χρονών, τα οποία ήταν πολύ άσχημα κτυπημένα. Η κοπέλα δεν μπορούσε να κάτσει. Το ένα αγόρι ήταν διπλωμένο στα δύο κρατώντας το στομάχι του και το άλλο φαινόταν ελαφρώς κτυπημένο στο πρόσωπο. Ολοι μέσα στο λεωφορείο τρόμαξαν και κάποιοι που δεν φοβήθηκαν όπως κι εγώ επειδή τα παιδιά ήταν «πρεζάκια», τα ρώτησαν «τι συνέβη, ποιοι σας κτύπησαν;» και απάντησαν ότι η αστυνομία τους κτύπησε. «Είμαστε πρεζάκια, είχαμε πάει να πάρουμε τη δόση μας αλλά δεν είχαμε λεφτά και οι Ρομά δεν μας έδωσαν. Οταν φεύγαμε έγινε αυτό που σας είπαμε από τέσσερις αστυνομικούς σε δύο μηχανές»».
Οσον αφορά τα βίντεο και το υπόλοιπο οπτικό υλικό που περιέχεται στον φάκελο που σχηματίστηκε από τους αστυνομικούς-κινηματογραφιστές, σημειώνεται ενδεικτικά: «Εξω από τις πέντε κατοικίες υπάρχει πρόσωπο που ενεργεί ως «πορτιέρης» και υποδέχεται τους τοξικομανείς. Οι τοξικομανείς πλησιάζουν τις οικίες και αφού λάβουν έγκριση (face control) υποχρεώνονται από τους «πορτιέρηδες» να εισέλθουν στις οικίες και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να κάνουν χρήση των ναρκωτικών ουσιών στο εσωτερικό των οικιών, με πρόσχημα την προστασία τους από τον αστυνομικό έλεγχο. Στις οροφές των κτιρίων αυτών υπάρχουν τσιλιαδόροι».
Ο δικηγόρος Πειραιά, ποινικολόγος κ. Ιωάννης Γλύκας μιλώντας στο «Βήμα» σημειώνει ότι «πρόκειται για μια σοβαρή υπόθεση και έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. Ομως οφείλω να πω ότι υπήρξε μικρός αριθμός προφυλακίσεων και οι κατηγορούμενοι προβάλλουν την εξάρτησή τους από τα ναρκωτικά. Ζητούμενο είναι το οπτικό υλικό να μπορεί να κριθεί επαρκές για την περαιτέρω τεκμηρίωση των κατηγοριών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ