Λυπάμαι που δεν μου επιτρέπεται να σχολιάσω θετικά την έκθεση «Η Ελλάδα του ’80 στην Τεχνόπολη/GR80s» στο Γκάζι, αν και στηρίχτηκε σε εκτεταμένη έρευνα, συντονισμένη από τους καλούς πανεπιστημιακούς συναδέλφους Βασίλη Βαμβακά και Παναγή Παναγιωτόπουλο. Τα αποτελέσματα έχουν αποτυπωθεί σε έναν τόμο 727 σελίδων, με τίτλο «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό». Είχε εκδοθεί το 2010, σχολιάστηκε θετικά και επανεκδόθηκε το 2014. Ο σύντομος κατάλογος της έκθεσης έχει πολύ καλά επιστημονικά, συνοπτικά και κατανοητά κείμενα. Ωστόσο αυτό το τόσο πλούσιο υλικό δεν κατάφερε να συνθέσει μια αποδεκτή μουσειολογικά έκθεση. Το αποτέλεσμα έχει όλες τις παιδικές ασθένειες μιας χωρίς θεωρία μουσειολογικής προσέγγισης και χωρίς εμπειρία επιμελητικής πράξης.
Τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει ό,τι προεξαγγελτικά είχαν δηλώσει οι οργανωτές της ότι θα ήθελαν να αποφύγουν: «Τη νοσταλγία για το ’80». Δυστυχώς μόνο αυτή λειτούργησε και δυστυχώς μόνο για όσους είχαν ζήσει τα GR80s.

Το σύνδρομο του ειδικού
Αντίθετα οι σημερινοί φοιτητές μας και όσοι έχουν τριανταρίσει δεν μπορούν ούτε να νοσταλγήσουν. Βλέπουν μια έκθεση από χρονογραμμές, δηλαδή ένα βιβλίο ιστορίας στους τοίχους, συνθεμένο από τρισδιάστατες (πράγματα) ή δισδιάστατες εικόνες, χωρίς επεξηγηματικές λεζάντες. Μήπως λειτούργησε και πάλι το γνωστό σύνδρομο του ειδικού που ξέρει πολύ καλά το υλικό του αλλά δεν θεωρεί ότι χρειάζεται και τον άλλο ειδικό, τον μουσειολόγο, ώστε και οι δύο μαζί να κάνουν μια πολύ καλή έκθεση;
Δυστυχώς, ό,τι παρουσιάζεται ως πρωτοποριακό και προωθημένο είναι παλιά ξινά σταφύλια για τη θεωρία και την πράξη της σύγχρονης μουσειολογίας.
Π.χ. η προβαλλόμενη ως «Πρωτοποριακή μέθοδος συμμετοχικής συμβολής των πολιτών» με την άντληση «εκθεμάτων» από τα «κειμήλια της πρόσφατης ζωής των ανθρώπων» δεν είναι παρά η γνωστή «outreach» προσέγγιση, γνωστή ήδη από αυτήν την ίδια δεκαετία του ’80.
Η μετάβαση από τη «γνωστική εμπειρία των δισδιάστατων σελίδων στον τρισδιάστατο εκθεσιακό χώρο» που προβάλλεται ως το «κεντρικό ζητούμενο» δεν είναι παρά η γνωστή μουσειολογική πράξη της μετατροπής της πληροφορίας σε έκθεση.
Η «μη ιεραρχική και μη ομαδοποιημένη παράθεση γεγονότων κ.λπ.» του λεξικού τους, που απαιτούσε «θεματολογική τάξη και ιεράρχηση» στην έκθεση, δεν είναι παρά η αναδομημένη σύνθεση του υλικού σε μουσειολογικές ενότητες.
Η επίκληση στο κεφάλαιο «Επιμελητικές ιδιοκατασκευές» για «μερικότητες και σπαράγματα» […] που θα αναπαριστούσαν τη δεκαετία του ’80 σαν έκθεμα», για «προσωπικές και διαφοροποιημένες μνήμες» και για «στοιχεία που δεν φυλλάσσονται στις αποθήκες του έθνους, αλλά σώζονται στο πατάρι του σπιτιού μας» δεν είναι παρά η απόρριψη αποκλειστικά ηγεμονικών αφηγημάτων σε μουσειακές αφηγήσεις, το μουσειολογικό ενδιαφέρον για το μικρό, το προσωπικό και καθημερινό που έχουν «ίδια» αξία εδώ και χρόνια πια στη μουσειολογία και η εκ των κάτω συγκρότηση της ιστορίας, παράλληλα και δίπλα στην «ερμηνεία» της μεγάλης ιστορίας. Είναι όλα ζητήματα στα οποία οι φοιτητές μας ασκούνται ήδη από το πρώτο τους εξάμηνο.

Η έκθεση – βιβλίο στον τοίχο
Αν με τα παραπάνω μοιάζει ότι οι επιμελητές, χωρίς να τα ονομάζουν μουσειολογία, τα είχαν εφαρμόσει δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το ζήτημα είναι η μη εφαρμογή τους.
Ως γνωστόν η μουσειολογική θεωρία αντλεί από θεωρίες της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της αρχαιολογίας και της ανθρωπολογίας κ.α. ως προς τη συγκρότηση των αφηγημάτων της και ως προς την απεύθυνση της εκθεσιακής της πρόθεσης.
Είναι λοιπόν αναμενόμενο οι θεωρητικές προσεγγίσεις μουσειολόγων και των παραπάνω ειδικών να τέμνονται. Οι θεωρίες όμως του υλικού πολιτισμού και του εκθεσιακού σχεδιασμού είναι αυτές που θα θέσουν ερωτήματα ως προς τη συλλογή και τη σημασία της για τα εκθεσιακά νοήματα και τη σύνταξή τους στον χώρο. Γι’ αυτό και οι μεν μπορούν και γράφουν βιβλία ενώ οι δε μπορούν να κάνουν και εκθέσεις μαζί με τους πρώτους.
Η έκθεση – βιβλίο στον τοίχο αποθαρρύνει την ανάγνωση, έχει αντικείμενα χωρίς ιεράρχηση, αφού άλλα είναι εντός και άλλα εκτός προθήκης, χωρίς λεζάντες τα περισσότερα, έχει εικόνες έγχρωμες σε βινύλιο ή μαυρόασπρες σε χαρτί φωτοτυπίας, με επαναλαμβανόμενα λάθη σε ορισμένες από αυτές (Ιωάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Τσαρούχης!) και ανακολουθίες στην επιλογή των παρατιθέμενων πληροφοριών.
Ο σχεδιασμός των χρονογραμμών, υπακούοντας στο γνωστό λάθος όσων σχεδιάζουν εκθέσεις χωρίς να είναι μουσειολόγοι, αναπτύσσεται δεξιόστροφα. Ξεκινάμε λοιπόν την πρώτη ενότητα από το τέλος της (1990) για να φθάσουμε στο 1980. Διαπιστώνουμε ότι πρέπει να βρούμε την αρχή στο ’80 και όταν φθάσουμε στο τέλος της ξαναδιανύουμε την ίδια απόσταση και άλλη τόση για να βρούμε την αρχή της επομένης κ.ο.κ. Ετσι ο κόσμος, μετά από λίγο, χαζεύει τυχαία και πάντως νοσταλγικά εικόνες και αντικείμενα.
Τέλος, οι τέχνες (θέατρο, εικαστικά, χορός, όπερα) είναι από αποσπασματικά έως ελλειμματικά. Βρίσκονται στις τελευταίες αίθουσες, στο τέλος μιας διαδρομής που ξεκινά από όσα οι επιμελητές θεωρούν ως «βάση» (οικονομία και πολιτική) για να ξεφτίσει με το «εποικοδόμημα» της τέχνης. Ακόμη μια φορά η εκθεσιακή πράξη εκδικείται προεξαγγελτικές ιδεολογικές προθέσεις των επιμελητών.
Μήπως τελικά η έκθεση αποτελεί και αυτή δείγμα του ίδιου «καχεκτικού εκσυγχρονισμού» που χαρακτηρίζει, κατά τους επιμελητές, τη δεκαετία του ’80; Το εκσυγχρονισμένο μοντέλο της συνεργασίας ειδικών επιμελητών και μουσειολόγων έχει ήδη πολύ καλά δείγματα στο μουσείο της Τεχνόπολης. Γιατί και εδώ δεν απαιτήθηκε η ίδια εκσυγχρονισμένη προσέγγιση;

Κριτική

Η έκθεση – βιβλίο στον τοίχο αποθαρρύνει την ανάγνωση, έχει αντικείμενα χωρίς ιεράρχηση αφού άλλα είναι εντός και άλλα εκτός προθήκης, χωρίς λεζάντες τα περισσότερα, έχει εικόνες έγχρωμες σε βινύλιο ή μαυρόασπρες σε χαρτί φωτοτυπίας, με επαναλαμβανόμενα λάθη σε ορισμένες από αυτές (Ιωάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Τσαρούχης!) και ανακολουθίες στην επιλογή των παρατιθέμενων πληροφοριών.



Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο ΑΠΘ, διευθύντρια του Διαπανεπιστημιακού Μεταπτυχιακού «Μουσειολογία-Διαχείριση Πολιτισμού».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ