Η εκκλησία δεν είναι άμωμη και αμόλυντη. Το αντίθετο μάλιστα: Με φόνους είναι σπαρμένος ο δρόμος της, παλιά πραγματικούς, σήμερα πολιτικούς. Απόδειξη, η πολιτική δολοφονία του Νίκου Φίλη τον περασμένο Νοέμβριο. Η απομάκρυνσή του από το υπουργείο Παιδείας έγινε, όπως κατήγγειλε ο ίδιος, ύστερα από παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός, προφανώς για να μην ανοίξει δίπλα στα πολλά άλλα μέτωπα και ένα με την εκκλησία, ενέδωσε, χωρίς να προειδοποιήσει όμως τον υπό απόλυση υπουργό του. Εξ ίσου σιωπηλοί ήταν εκ των υστέρων και οι συνάδελφοι του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση –συμπεριλαμβανομένου και του διαδόχου του στο υπουργείο Κώστα Γαβρόγλου. Όλοι τους απέδειξαν ότι ξέρουν να σιωπούν –όπως οι αμνοί του χριστεπώνυμου πλήθους –όταν το απαιτεί ο πολιτικός ποιμενάρχης τους.
Ένα αντίθετο παράδειγμα προσφέρει ο «πόλεμος των ταυτοτήτων» το 2000-2001. Ήταν η εποχή που ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ζητούσε από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη να πάρει πίσω το νόμο για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και μάζευε καθημερινά χιλιάδες υπογραφές γι αυτό. «Έχω τον Σημίτη στο τσεπάκι μου μαζί με ενάμιση εκατομμύριο υπογραφές» ωρυόταν ο ενδιάμεσα «μακαριστός» τον Οκτώβριο του 2001 στην έκθεση βιβλίου της Φραγκφούρτης, όπου η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα –παρόλο που το Συμβούλιο Επικρατείας είχε ήδη αποφανθεί, ότι ο νόμος ήταν θεμιτός. Τόσο ο αρχιεπίσκοπος, όσο και η Νέα Δημοκρατία, καθώς και ορισμένοι υπουργοί του Πασοκ ζητούσαν τότε την κεφαλήν επί πίνακι του υπουργού δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, που ήταν ο πρωτεργάτης του νόμου. Ο κ.Σημίτης όμως δεν τους άκουσε.«Κάτσε εκεί που είσαι!» είπε στον κ.Σταθόπουλο (σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου), όταν αυτός προσφέρθηκε να παραιτηθεί. «Ρεάλ-πολιτικ» έναντι της εκκλησίας δεν σήμαινε γι αυτόν γονυκλισία, αλλά εμμονή στην πρωτοκαθεδρία της κρατικής κυριαρχίας σε πολιτικά θέματα έναντι της εκκλησιαστικής.
Θρησκευτική πρωτιά
Αυτά και άλλα διδακτικά παρόμοια άκουσαν το Σάββατο οι επισκέπτες μια ημερίδας με θέμα: «Κράτος και Εκκλησία: Προσεγγίσεις» στο Πάντειον Πανεπιστήμιο, που διοργάνωσε το τμήμα κοινωνιολογίας του τελευταίου μαζί με την Ένωση Αθέων και την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η ημερίδα ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη: Το πρώτο είχε περισσότερο ακαδημαϊκό χαρακτήρα, το δεύτερο πολιτικό. Αυτό ήταν για πολλούς και το πιο ενδιαφέρον, παρόλο που ο κ.Φίλης, που ήταν παρών στη συζήτηση, απέφυγε να πάρει το λόγο –ούτε καν επί του «προσωπικού».
Το ελληνικό κράτος σαν θρησκευτικό καρναβάλι: Σε πολλούς χώρους του κρέμονται ιερατικά σύμβολα (εσταυρωμένοι σε σχολικές και δικαστικές αίθουσες, σταυροί στους στρατώνες, κ.ο.κ.), ενώ πλήθος εκδηλώσεών του συνοδεύονται από μυστηριακές τελετουργίες –ραντίσματα, θυμιατίσματα, ορκωμοσίες, και πάει λέγοντας. Η ανάμιξη της εκκλησίας στο κράτος είναι κατοχυρωμένη στο σύνταγμα (άρθρο 3) και διεισδύει σε όλα τα πεδία της αρμοδιότητάς του –από την σχολική εκπαίδευση ως τον γάμο και την γενικότερη «αστική κατάσταση» των πολιτών.
Συνταγματικά η Ελλάδα είναι από τις πιο «θεούσες» χώρες. Αυτό προκύπτει από την ανάλυση της καθηγήτριας Συνταγματικού Δικαίου Πηνελόπης Φουντεδάκη με θέμα τη «Σχέση Κράτους και Εκκλησίας στα Ευρωπαϊκά Συντάγματα –Η ελληνική ιδιαιτερότητα». Η ίδια κατατάσσει τα κράτη σε τέσσερις κατηγορίες:
Πρώτον, κράτη με επίσημη εκκλησία. Σε αυτά ανήκουν, μεταξύ άλλων, η Μεγάλη Βρετανία, η Δανία και η Ελλάδα. Στην τελευταία, και αυτό είναι η ιδιαιτερότητά της, η εκκλησία έχει πολύ περισσότερα προνόμια, και πολύ πιο εμφατική, ή πιο απλά, πιο «φανταζί» παρουσία από οπουδήποτε αλλού –όπως, για παράδειγμα, μέσω της ορκωμοσίας της πολιτειακής ηγεσίας στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ταυτόχρονα κατορθώνει να κρατήσει νομικά στη γωνία άλλες εκκλησίες, όπως την καθολική, τη μουσουλμανική, κλπ.
Δεύτερον, κράτη με καθεστώς σχετικού χωρισμού. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Γερμανία, στην οποία η εκκλησία αναγκάστηκε να αποδεχθεί την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, η Ιταλία, στην οποία όμως η καθολική εκκλησία έχει προνομιακή θέση, η Ιρλανδία, κλπ.
Τρίτον, κράτη με σαφή χωρισμό. Σε αυτά προεξέχει η Γαλλία («η ναυαρχίδα του λαϊκού κράτους»), στις κρατικές υπηρεσίες της οποίας δεν υπάρχει ίχνος εκκλησιαστικό, η Ολλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, κλπ.
Και, τέταρτον, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης με «κομμουνιστικό παρελθόν», που αναδιατάσσουν ακόμη τις σχέσεις τους με την εκκλησία.
Σφιχτοί εναγκαλισμοί
Οι ιερωμένοι σαν «παράσιτα» στο σώμα του κράτους: Ορισμένοι ομιλητές καυτηρίασαν τα μεταξύ τους άνισα δούναι και λαβείν. Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Δημήτρη Σαραφιανό, η εκκλησία καταβάλει στο κράτος φόρους ύψους 3,5 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως, ενώ, αντιστρόφως, εισπράττει 193 εκατομμύρια από αυτό με τη μορφή της μισθοδοσίας των κληρικών.
Αλλά και το αντίστροφο συμβαίνει. «Το κράτος ροκανίζει συνεχώς την περιουσία της εκκλησίας» είπε χαρακτηριστικά ο επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων Παναγιώτης Γεννηματάς. Από την εποχή της σύστασής του, στις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι σήμερα, έχει απαλλοτριώσει για δικούς του σκοπούς τα δυο τρίτα των γεών της.
Παρόλα αυτά, η κτηματική περιουσία της παραμένει τεράστια –επεκτείνεται σε 1.300.000 στρέμματα. Αυτό αντιστοιχεί σε 1.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα, πολύ περισσότερο δηλαδή από την έκταση των πέντε μικρότερων ευρωπαϊκών χωρών: Μάλτα, Ανδόρα, Μονακό, Λιχτενστάιν και Σαν Μαρίνο (1007 τετρ.χιλ.). Ταυτόχρονα διαθέτει πολλά κτίρια και οικόπεδα μεγάλης αξίας, καθώς και ουκ ολίγες μετοχές στην Εθνική Τράπεζα.
Παρόλα αυτά, η «πάμπλουτη» αυτή εκκλησία είναι πάμπτωχη σε έσοδα, δεδομένου ότι δεν ξέρει να διαχειριστεί την περιουσία της. Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος της προσκόλλησης της στο κράτος. Γι αυτό και ο χωρισμός της από το τελευταίο, σύμφωνα με τον κ.Γεννηματά, θα μπορούσε να γίνει η αρχή της χειραφέτησής της, δεδομένου ότι τότε θα αναγκαζόταν να βάλει τάξη στα οικονομικά της.
Η κρατική ανάμιξη επεκτείνεται, όπως ανέφεραν άλλοι ομιλητές, και στις διοικητικές υποθέσεις της εκκλησίας. Με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο που ανακυκλώνεται συνεχώς.
Η μοιραία αυτή σχέση αποτυπώνεται και στον τίτλο της εισήγησης του πρώην γενικού γραμματέα Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του υπουργείου δικαιοσύνης Κωστής Παπαϊωάννου: «Κράτος θρησκευόμενο και Εκκλησία πολιτευόμενη: σφιχτοί εναγκαλισμοί σε εποχές Αντι-Διαφωτισμού» (βλέπε pdf στο τέλος του άρθρου).
Τέτοιοι «εναγκαλισμοί» έχουν και ένα άλλο, πιο δύσοσμο όνομα: διαπλοκή. Ο κ.Παπαϊωάνου την περιέγραψε στην ημερίδα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο:
«Μεσούντος του Μνημονίου, η υποθετική σκηνή θα ξάφνιαζε: ο Υπουργός Οικονομικών επισκέπτεται τη διοίκηση μιας δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας (σ.σ.: την εκκλησία, η οποία είναι οργανωμένη ως ΔΕΚΟ) και διαβεβαιώνει ότι δεν θα θιγούν οι μισθοί των εργαζομένων ειδικά αυτής της επιχείρησης. Διαβεβαιώνει επίσης ότι τα περιουσιακά στοιχεία της δεν «κινδυνεύουν» να αξιοποιηθούν στη μάχη κατά του δημόσιου χρέους.
Κι όμως, αυτό συνέβη σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου.Ο τότε υποικ κ. Βενιζέλος καθησύχασε τους ιεράρχες για τη μισθοδοσία του κλήρου και για τη μη ένταξη εκκλησιαστικής περιουσίας στο ταμείο δημόσιας περιουσίας. Ο προκάτοχός του είχε επιδείξει πρόθεση αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και σοβαρής περικοπής της συμμετοχής του κράτους στη μισθοδοσία των κληρικών. Αντίθετα, ο νέος υπουργός έκανε μια ιδιότυπη «συμφωνία»: η κυβέρνηση δεν θα θίξει καμιά παροχή ή εξαιρετική μεταχείριση της εκκλησίας και σε αντιστάθμισμα η εκκλησία θα κάνει φιλανθρωπίες.
Παρατηρήσεις και συμπεράσματα
Προκύπτουν αναπόφευκτα ορισμένες παρατηρήσεις. Κατ’ αρχήν, κακώς υπεισέρχεται στη συζήτηση το θεάρεστο φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας. Οι υποχρεώσεις της εκκλησίας, ως θεσμού στο πλαίσιο κοσμικού κράτους, δεν υποκαθίστανται από τη φιλανθρωπία. Η υποχρέωση καταβολής φόρου ακίνητης περιουσίας, για παράδειγμα, δεν αναιρείται με την επίκληση των συσσιτίων. Εξάλλου, οι φιλανθρωπικές δωρεές εκπίπτουν από τη φορολογία οποιουδήποτε χωρίς να τον απαλλάσσουν συνολικά από τη φορολόγηση».
Υπάρχει νομικό πάτημα για την έξοδο από την διαπλοκή; «Ναι», απάντησε ο κ.Σταθόπουλος. Αυτό είναι το άρθρο 13 του συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της συνείδησης –της θρησκευτικής και όχι μόνο. Αυτό αναιρεί έμμεσα και το άρθρο 3 που δίνει προνόμια στην ορθόδοξη εκκλησία. Χωρίς την κατάργηση του τελευταίου όμως δεν μπορεί να επέλθει πραγματική ομαλότητα στη σχέση εκκλησίας-κράτους.
Παρά τον πλούσιο λόγο της, η ημερίδα «σερνόταν» ελαφρώς, επειδή της έλειπε η προωθητική δύναμη –ο αντίλογος. Η εκκλησία, για την οποία γινόταν τόσος πολύ λόγος, δεν είχε προσκληθεί στη διοργάνωση. Η έλλειψη καλύφθηκε από τον πρωτοπρεσβύτερο Ιωάννη Διώτη, ο οποίος ζήτησε και πήρε για τρία λεπτά τον λόγο στο τέλος της ημερίδας. Η σχέση εκκλησίας-κράτους, υπενθύμισε, είναι ήδη διακανονισμένη από το σύνταγμα και τους νόμους. Ο ίδιος διευκρίνισε ότι είναι «κατά της αθείας, όχι των αθέων» και κάλεσε σε δημόσια συζήτηση χωρίς εκατέρωθεν αποκλεισμούς. «Εδώ γίνεται αθεϊστική προπαγάνδα» κατήγγειλε. Αυτό είναι απαράδεκτο. «Ο Θεός να βοηθήσει και να φωτίσει όλους μας» κατέληξε.
«Θεωρείτε τους άθεους όργανα του Σατανά;» τον ρώτησε το «Βήμα» μετά το πέρας της εκδήλωσης. «Όχι» ήταν η απάντηση. Οι Σατανιστές είναι διαφορετική κατηγορία ανθρώπων. Η εκκλησία επιφυλάσσει σε αυτούς άλλου τύπου μεταχείριση.