Οι περισσότερες σοβαρές έρευνες της ΕΛ.ΑΣ. για δολοφονίες, ληστείες αλλά και δράση αντιεξουσιαστών έχουν σταματήσει γιατί πλέον οι δράστες συνεννοούνται μέσω Viber, WhatsApp και άλλων περίπου 1.000 προγραμμάτων διαδικτυακής τηλεφωνίας (VoIP – Voice over Internet Protocol).
Κάθε χρόνο η ΕΛ.ΑΣ. εξιχνιάζει περίπου 350 υποθέσεις εγκληματικών οργανώσεων, από τις οποίες ποσοστό περίπου 80%-90% από τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, τους συνδυασμούς κλήσεων και άλλες σχετικές ενέργειες.
Ωστόσο τους τελευταίους μήνες οι περισσότερες από αυτές τις έρευνες έχουν «κολλήσει» γιατί οι περισσότεροι από τους δράστες επιλέγουν να μιλούν μέσω «ιντερνετικών» κλήσεων. Και ανάμεσα σε αυτές που παρουσιάζουν χαρακτηριστική στασιμότητα είναι οι υποθέσεις ληστειών σε καταστήματα, τριών ανθρωποκτονιών, διακίνησης ναρκωτικών και λαθραίων τσιγάρων κ.ά. Συνολικά οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι τουλάχιστον σε ποσοστό 60%-70% των υποθέσεων με σύνθετα κυκλώματα οι δράστες επιλέγουν να επικοινωνήσουν μέσω Διαδικτύου, όπου κανένας δεν μπορεί να τους «ακούσει».
Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., της ΕΥΠ αλλά και δικαστικοί λειτουργοί που ερευνούν οικονομικά σκάνδαλα, στημένους αγώνες και άλλες σημαντικές υποθέσεις βλέπουν με απόγνωση ότι το βασικό «όπλο» τους μένει εκτός λειτουργίας και οι αναλύσεις κλήσεων οδηγούν στο απόλυτο μηδέν.
Στις περισσότερες υποκλαπείσες συνομιλίες από «συμβατικές» κλήσεις μέσω του δικτύου κινητής τηλεφωνίας ακούν αδιάφορες συνομιλίες για οικογενειακά και ιδιωτικά θέματα, για ψώνια σε μαγαζιά ή για κοσμικά θέματα και τηλεοπτικές εκπομπές.
Ωστόσο από ορισμένες ειδικές αναφορές, προαναγγελίες ή «κενά» σε διάφορες συνεννοήσεις προκύπτει ότι οι βασικοί εμπλεκόμενοι σε κυκλώματα για τις επίμαχες, «πονηρές» συνομιλίες τους αμέσως ενεργοποιούν τα «συστήματα» Viber και άλλα από όπου μιλούν με χαρακτηριστική «ασφάλεια», χωρίς οι ερευνητές της υπόθεσης να μπορούν να κάνουν το παραμικρό ώστε να βρουν τι συζητούν.
Παλαιότερα αυτοί που προχωρούσαν σε συνεννοήσεις για παράνομες ή παράτυπες ενέργειες αγόραζαν ανώνυμα καρτοκινητά, μετά αυτά αλλοδαπών από την Ασία, ενώ ακολουθούσαν και άλλα τρικ (συνεχείς αλλαγές συσκευών, καρτών κ.λπ.) για να μην εντοπίζονται οι επίμαχες συνομιλίες τους.
Τώρα με την ιντερνετική τηλεφωνία «λύνονται τα χέρια τους», με τη χρήση του ίδιου προσωπικού κινητού. Και ίσως το οδυνηρό είναι ότι σε τέτοιου είδους συνεννοήσεις μέσω Internet προχωρούν και δραστήριοι κρατούμενοι στον Κορυδαλλό και σε άλλες φυλακές της χώρας, από όπου εκπορεύεται ένα μεγάλο τμήμα του «οργανωμένου εγκλήματος».
Την περίοδο 2006-2008 η Αντιτρομοκρατική και η ΕΥΠ είχαν αποκτήσει συστήματα μαζικών «συνακροάσεων» από γερμανική εταιρεία περίπου 600 κινητών και 100 σταθερών τηλεφώνων ταυτοχρόνως (το καθένα από αυτά). Ακόμη είχαν τη δυνατότητα να καταγράφουν τα δεδομένα περίπου 100 συνδέσεων Internet, τα οποία όμως αφορούν το περιεχόμενο mails, ιστορικό επισκέψεων ιστοσελίδων κ.λπ. Παρόμοιο σύστημα (βρετανικό αυτή τη φορά) απέκτησε προ τριών ετών και η Διεύθυνση Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. Ωστόσο και τα τρία αυτά συστήματα, όπως και τα περισσότερα που έχουν οι ξένες ευρωπαϊκές υπηρεσίες, δεν έχουν τη δυνατότητα να καταγράφουν κλήσεις μέσω ιντερνετικής τηλεφωνίας, ούτε chat rooms και άλλα.
Σύμφωνα με πληροφορίες από ξένες διωκτικές αρχές, δυνατότητα καταγραφής συνομιλιών μέσω Διαδικτύου έχουν μόνο οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Με κύριο στόχο βεβαίως τους «τζιχαντιστές». Ωστόσο οι περισσότερες χώρες είναι στο απόλυτο κενό και ήδη αναζητούνται τρόποι πώς αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες ήδη επιχειρείται με μερικές «παρεμβάσεις» και ειδικά λογισμικά να αποκρυπτογραφούνται και να παρακολουθούνται οι κλήσεις μέσω του Viber και άλλων δικτύων ιντερνετικής τηλεφωνίας. Ωστόσο οι ειδικοί αναφέρουν ότι ίσως χρειαστεί απόκτηση νέων συστημάτων καταγραφής των διαδικτυακών τηλεφωνικών κλήσεων και ότι τα συστήματα υποκλοπών που έχουν οι ελληνικές υπηρεσίες είναι πλέον σε ένα μεγάλο ποσοστό «αναποτελεσματικά». Επιπλέον οι αστυνομικοί στοχεύουν στην άντληση στοιχείων από τις συσκευές κινητών ή υπολογιστές απ’ όπου μπορεί να αντληθούν στοιχεία που αφορούν ιντερνετικές συνομιλίες, ανταλλαγή μηνυμάτων κ.λπ.
Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. θυμούνται πως «όταν από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 άρχισε να δίνεται η δυνατότητα εξιχνίασης υποθέσεων μέσω κινητών ξέραμε ότι αυτό θα οδηγούσε κάποια στιγμή σε έρευνες που θα γίνονταν μόνο με τεχνικά μέσα και αναλύσεις. Και ότι, όπως είχε συμβεί και με ξένες διωκτικές αρχές, αυτό θα ήταν σε βάρος του συστήματος άντλησης πληροφοριών από ιδιώτες, των φυσικών παρακολουθήσεων και της παραδοσιακής αστυνομικής έρευνας. Τώρα φαίνεται να φτάνουμε σε οριακό σημείο, όπου τα τρικ με τις υποκλοπές σταματούν και πρέπει να επανέλθουμε στις παλιές τακτικές. Κι αυτό ύστερα από τόσα χρόνια είναι εξαιρετικά δύσκολο».

HeliosPlus