Περνούν τους πρώτους μήνες της ζωής τους μέσα στον κλειστό χώρο ενός νοσοκομείου. Βρέφη που έχουν εγκαταλειφθεί για διάφορους λόγους από τις μητέρες τους ζουν μέχρι και οκτώ μήνες στα μαιευτήρια σε συνθήκες ακατάλληλες για τη σωστή τους ανάπτυξη και στη συνέχεια προωθούνται σε ιδρύματα.

Το πρόβλημα της μακρόχρονης παραμονής τους στα νοσοκομεία επιτείνεται και από το γεγονός ότι η νομοθεσία για τις υιοθεσίες δεν έχει συμπληρωθεί με τις απαιτούμενες αλλαγές, ενώ στην Ελλάδα ο θεσμός της αναδοχής δεν έχει αναπτυχθεί.

Αυτή τη στιγμή στο Νεογνολογικό Τμήμα του «Έλενα Βενιζέλου» και του «Αλεξάνδρας» ζουν 18 βρέφη. Βλέπουν μόνο τεχνητό φως, ζουν σε κλειστό χώρο, με ελάχιστα ερεθίσματα και με τη φροντίδα που λαμβάνουν μόνο από το προσωπικό των νοσοκομείων.

«Τα βρέφη φιλοξενούνται σε νοσοκομειακή δομή και οι συνθήκες δεν είναι οι ιδανικότερες για την ψυχοσωματική εξέλιξή τους. Ιδιαίτερα αυτό συμβαίνει για όσα από αυτά παραμένουν στο νοσοκομείο πάνω από τον πρώτο μήνα της ζωής τους, πράγμα το οποίο συνήθως συμβαίνει. Στο νοσοκομείο δεν διατίθεται ιδιαίτερος χώρος για αυτά τα βρέφη, με συνέπεια να παραμένουν πάντοτε περιορισμένα σε κλειστό χώρο. Δεν καλύπτεται ούτε και η ανάγκη της προσωπικής επαφής και της ανάπτυξης δεσμού με κάποιο οικείο πρόσωπο, ενώ, παράλληλα, στερούνται και του ανδρικού προτύπου, δηλαδή του πατέρα, καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό, που τα φροντίζει, απαρτίζεται μόνο από γυναίκες. Το σύνδρομο του ιδρυματισμού γίνεται εμφανές σε βρέφη, που παραμένουν, για πολύ χρόνο, στο χώρο του νοσοκομείου» λέει στο in.gr η παιδίατρος-νεογνολόγος, επιστημονικά υπεύθυνη Διευθύντρια Νεογνολογικού Τμήματος του «Έλενα Βενιζέλου», Μαργαρίτα Τζάκη.

Οι γονείς των βρεφών που εγκαταλείπονται στα μαιευτήρια είναι σε μεγάλο ποσοστό αλλοδαποί, χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών, ή πρόκειται για μόνες μητέρες που αφήνουν τα παιδιά τους για κοινωνικούς λόγους (φτώχεια-ανέχεια, ανύπαντρες μητέρες, ανήλικες) ή με ιατρικά προβλήματα.

«Οι ιστορίες όλων των βρεφών είναι συγκινητικές και αγγίζουν, καθημερινά, όλο το προσωπικό του Νεογνολογικού Τμήματος. Ποιος δεν θα ένιωθε συγκίνηση αν έβλεπε τα βλέμματα των βρεφών, που, με αγωνία, αναζητούν επαφή στα πρόσωπα αυτών, που τα φροντίζουν;» αναρωτιέται η κ. Τζάκη.

«Δεν φταίει η κρίση»

Όπως τονίζει ο διοικητής των νοσοκομείων «Έλενα Βενιζέλου» και «Αλεξάνδρας», Δημήτρης Βεζυράκης, η εγκατάλειψη βρεφών δεν σχετίζεται με την οικονομική κρίση.

«Είναι λάθος να λέμε ότι με την κρίση εγκαταλείπουμε τα παιδιά μας. Το ότι ενυπάρχει η φτώχεια στους γονείς που αφήνουν τα παιδιά τους είναι δεδομένο. Αλλά δεν παρατηρείται αύξηση του φαινομένου λόγω κρίσης» τονίζει.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2015 φιλοξενήθηκαν 39 βρέφη στο «Έλενα» και 43 στο «Αλεξάνδρας». Από τα συνολικά 82 βρέφη, τα 38 στάλθηκαν στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα», τα 34 τα παρέλαβαν οι εκτεταμένες οικογένειές τους (γιαγιάδες και παππούδες), δύο μεταφέρθηκαν σε άλλα νοσοκομεία και άλλα δύο στο πρόγραμμα Αναδοχή Πρώτη Αγκαλιά.

«Παρατηρούμε ότι το 46% των βρεφών κατέληξε σε ίδρυμα και το 41% επέστρεψε στην οικογένειά του. Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό, καθώς στην Ελλάδα έχουμε ακόμη ανεπτυγμένο τον θεσμό της εκτεταμένης οικογένειας και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν το αναδεικνύει κανείς» λέει ο κ. Βεζυράκης.

Το 2016 φιλοξενήθηκαν 21 βρέφη στο «Έλενα» και 38 στο «Αλεξάνδρας». Τα 21 εξ αυτών μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Βρεφών «Μητέρα», τα 16 τα παρέλαβαν οι οικογένειές τους, τρία μεταφέρθηκαν σε άλλες δομές (18 Άνω και γυναικείες φυλακές) και ένα στο πρόγραμμα «Αναδοχή Πρώτη Αγκαλιά». Αυτή τη στιγμή παραμένουν 18 στο «Έλενα» και στο «Αλεξάνδρας» (εννέα στο καθένα).

Μιλώντας με ποσοστά, μέχρι στιγμής το 2016 το 36% των βρεφών έχει μεταφερθεί σε ιδρύματα και το 27% το έχει αναλάβει η οικογένειά του.

«Υπάρχουν, πράγματι, περιπτώσεις, που τα βρέφη αυτά επιστρέφουν στην οικογένεια και τη φυσική τους μητέρα, όταν υπάρχουν υποστηρικτικά άτομα, όπως παππούς, γιαγιά ή αδέλφια, που αναλαμβάνουν τη φροντίδα και επιτήρηση της μητέρας και του βρέφους» συμπληρώνει η κ. Τζάκη.

Η αργή υιοθεσία και η άγνωστη αναδοχή

Το πρόβλημα της μακρόχρονης παραμονής των βρεφών στα μαιευτήρια επιτείνεται και από το γεγονός ότι η νομοθεσία για τις υιοθεσίες δεν έχει συμπληρωθεί με τις απαιτούμενες αλλαγές, ενώ στην Ελλάδα ο θεσμός της αναδοχής δεν έχει αναπτυχθεί.

Το θεσμικό πλαίσιο για την τεκνοθεσία είναι ελλιπές, οι χρόνοι αναμονής για αναδοχή και υιοθεσία είναι μεγάλοι, ενώ ελλιπής είναι και η ενημέρωση-ευαισθητοποίηση του κοινού σε αυτά τα θέματα.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι πράξεις υιοθεσιών το 2015 ανήλθαν σε 271 στο σύνολο της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση κατά 24,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα παιδιά που υιοθετήθηκαν ήταν κατά πλειοψηφία εκτός γάμου.

Η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση παρατηρήθηκε στην Κεντρική Ελλάδα (-66,7%), ενώ η μικρότερη στα νησιά του νοτίου Αιγαίου και στην Κρήτη (-6,7%).

Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Θεανώ Φωτίου, προανήγγειλε τον Νοέμβριο στη Βουλή σχέδιο νόμου για την επίσπευση της τεκνοθεσίας και της αναδοχής που θα αλλάξει ριζικά τις διαδικασίες.
Ωστόσο, σε επικοινωνία του in.gr με την αναπληρώτρια υπουργό, η ίδια αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.

Στόχος του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η κ. Φωτίου στη Βουλή θα είναι να επισπεύσει τους χρόνους, ώστε τα ζευγάρια που θέλουν να υιοθετήσουν παιδί να μην περιμένουν χρόνια για να προχωρήσουν οι διαδικασίες.

«Ο νόμος που φτιάχνεται προβλέπει αλλαγές στην αναδοχή και σε δεύτερο χρόνο για τις τεκνοθεσίες. Δεν έχει βγει ακόμη σε διαβούλευση, αλλά το επόμενο διάστημα θα βγει» αναφέρει η αντιπεριφερειάρχης Αττικής για την Κοινωνική Πολιτική, Κατερίνα Θανοπούλου, η οποία έλαβε σχετικές πρωτοβουλίες από το καλοκαίρι μετά την παρέμβαση της Εισαγγελίας Ανηλίκων για το «αδιαχώρητο» των νοσοκομείων.

Η Περιφέρεια Αττικής πραγματοποίησε επαφές με υπευθύνους και αρμόδιους φορείς, όπως το «Έλενα», το «Αλεξάνδρας», τις αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το Κ.Κ.Π.Π.Α, το Κέντρο Βρεφών «Μητέρα», το «Συνήγορο του Πολίτη», την Κοινωνική Υπηρεσία Ασπροπύργου και το Κέντρο Ερευνών «Ρίζες».

«Συζητήσαμε εκτενώς όλες τις πλευρές του προβλήματος, τη μεγάλη παραμονή των νεογνών στις δομές των νοσοκομείων και την επακόλουθη ιδρυματοποίησή τους, το ελλιπές θεσμικό πλαίσιο, τη χρονοβόρα διαδικασία της αναμονής για την αναδοχή και την τεκνοθεσία και την ελλιπή ενημέρωση-ευαισθητοποίηση του κοινού» αναφέρει η κ. Θανοπούλου.

Στη συνέχεια συστάθηκε μία επιτροπή, η οποία εξέτασε τις προτάσεις και τις δράσεις όλων των φορέων, καθώς και την άρση των νομικών εμποδίων προκειμένου να προχωρήσει γρήγορα η υλοποίηση του προγράμματος αναδοχών, η οποία θα αποσυμφορήσει τα νοσοκομεία και θα βοηθήσει τα παιδιά αυτά να ενταχθούν σε ένα ανθρώπινο και υγιές οικογενειακό περιβάλλον.

«Ήδη από εμάς υπάρχουν προτάσεις, όπως να δημιουργηθεί ένας εθνικός συντονιστικός φορέας, να υπάρξει ενημέρωση των πολιτών, να δοθούν κίνητρα στις ανάδοχες οικογένειες. Ο κόσμος δεν ξέρει για την αναδοχή και πολλές φορές φοβάται, θέλει ενημέρωση» λέει η κ. Θανοπούλου.

«Το θέμα δεν είναι τα μωρά να πάνε σε κάποιο ίδρυμα και από κει κάπου αλλού. Ο στόχος πρέπει να είναι ένας και μόνο. Με την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου να δίνεται η δυνατότητα άμεσης αναδοχής σε αυτά τα μωρά» προσθέτει.

Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο η αναδοχή προκρίνεται ιδίως σε περιπτώσεις ανηλίκων έκθετων, ορφανών, ή εγκαταλελειμμένων και από τους δυο τους γονείς ή παιδιών εκτός γάμου μη αναγνωρισμένων, κακοποιημένων ή παραμελημένων από τους γονείς τους ή άλλους συνοικούντες, καθώς και ανηλίκων που διαβιούν στα ιδρύματα.

«Η αναδοχή είναι ένα μέτρο που βγάζει το παιδί άμεσα από το ίδρυμα. Όλη η βόρεια Ευρώπη μιλάει πλέον για αναδοχή και όχι για υιοθεσία. Για τις λίγες αιτήσεις που γίνονται στην Ελλάδα δεν φταίει η γραφειοκρατία, καθώς η υπηρεσία θα πρέπει να ανιχνεύσει καλά τα κίνητρα του καθενός για να προχωρήσει την διαδικασία. Φταίει το ότι δεν είμαστε αρκετά ενημερωμένοι» τονίζει ο κ. Βεζυράκης.

Σύμφωνα και με την παιδίατρο-νεογνολόγο κ. Τζάκη η αναδοχή εφόσον γίνεται μέσα στον πρώτο μήνα της ζωής του βρέφους μπορεί να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα της καθυστέρησης της ψυχοκινητικής του εξέλιξης και γενικά της συμπεριφοράς του.

Ο θεσμός της αναδοχής, ωστόσο, εμπεριέχει και την έννοια της προσωρινότητας σαν διαδικασία.
«Η αναδοχή έχει μια προσωρινότητα και είναι προς τιμήν των ανάδοχων οικογενειών να προχωρούν σε κάτι τέτοιο. Μπορεί και στο πίσω μέρος του μυαλού τους να υπάρχει η τεκνοθεσία και προφανώς έχουν μία ιεράρχηση στο να γίνουν θετοί γονείς. Αλλά η αναδοχή έχει αυτή την προσωρινότητα και η λογική πάντα πρέπει να είναι είτε η επιστροφή στην οικογένεια, αν υπάρχει άρση των δυσκολιών των φυσικών γονέων, και εάν αυτό δεν μπορεί να γίνει να προχωρά με γοργούς ρυθμούς το θέμα της τεκνοθεσίας» τονίζει η κ. Θανοπούλου.

Μαίες σε ρόλο μητέρας

Στα νοσοκομεία όπου παραμένουν τα βρέφη, το ρόλο της μητέρας αναλαμβάνουν οι μαίες και το νοσηλευτικό προσωπικό, όπου αναλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου τη φροντίδα τους, από την κάλυψη των βασικών αναγκών (τροφή, καθαριότητα) μέχρι και την αγκαλιά.

«Το προσωπικό του νοσοκομείου δεν είναι επαρκές για την κάλυψη των αναγκών των βρεφών, που φιλοξενούνται. Παρόλα αυτά, τα βρέφη έχουν την εξαιρετική φροντίδα, με υπεράνθρωπες προσπάθειες του προσωπικού, στο χώρο του νοσοκομείου μας» λέει η κ. Τζάκη.

Το μαιευτήριο «Έλενα», μάλιστα, προσπαθεί να οργανώσει έναν ιδιαίτερο χώρο για τη φιλοξενία των βρεφών αυτών, μέχρι την τοποθέτησή τους ή σε μονάδα μακροχρόνιας φροντίδας ή σε ανάδοχη οικογένεια.

«Αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια μονάδα αναμονής παιδιού όπου τα βρέφη που θα παραμείνουν εκεί έως ότου πάνε είτε στο «Μητέρα» είτε στην ανάδοχη οικογένεια, να μην βρίσκονται στη μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών αλλά να είναι σε ένα χώρο, που θα καλύπτονται οι αναπτυξιακές τους ανάγκες κατά τους πρώτους μήνες. Θα τους δίνουμε ερεθίσματα ακουστικά (ηχητικό σύστημα που θα παίζει διαλόγους και τραγούδια), θα τους δίνουμε ερεθίσματα εκπαιδευτικά με διάφορα παιχνίδια, ενώ θα υπάρχουν συνέχεια εθελοντές τους οποίους θα επιλέξει η κοινωνική υπηρεσία» περιγράφει ο κ. Βεζυράκης.