Αν και στο γενικό του πλαίσιο το νέο σύστημα κινητικότητας των δημοσίων υπαλλήλων έχει εθελούσιο χαρακτήρα, ανοίγει ο δρόμος για υποχρεωτικές αποσπάσεις, ακόμα και σε άλλον νομό από εκείνον της οργανικής θέσης του εργαζομένου.
Στο όνομα επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, δίνεται η δυνατότητα, χωρίς την έγκριση του ίδιου του υπαλλήλου, αυτός να μετακινηθεί, για χρονικό διάστημα έως έναν χρόνο, από μία υπηρεσία σε άλλη η οποία ανήκει στο ίδιο υπουργείο ή εποπτεύεται από αυτό, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Μάλιστα, μπορούν να τον μετακινήσουν για χρονικό διάστημα έξι μηνών, αν η απόσπαση διενεργείται σε άλλον νομό από αυτόν της οργανικής του θέσης.


Απόσπαση χωρίς συγκατάθεση

Η πρόβλεψη αυτή υπάρχει στο σχέδιο νόμου «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υποχρεώσεις των προσώπων που διορίζονται στις θέσεις των άρθρων 6 και 8 του Ν. 4369/2016, ασυμβίβαστα και πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων και λοιπές διατάξεις». Στο άρθρο 9 του σχεδίου νόμου για την κινητικότητα, το οποίο συζητείται στις επιτροπές της Βουλής και οδεύει προς ψήφιση, ορίζεται ότι επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων μόνιμων και ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από μία αρχή σε άλλη που ανήκει στο ίδιο υπουργείο ή εποπτεύεται από αυτό, ιδίως από την κεντρική υπηρεσία σε Γενική ή Ειδική Γραμματεία και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ιδιωτικού δικαίου, αντιστρόφως και μεταξύ τους. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του οικείου υπουργού, κατόπιν ανακοίνωσης-πρόσκλησης που δύναται να απευθύνεται σε έναν ή περισσότερους φορείς, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου για το ΕΣΚ.
Ομως, αναφέρεται στο άρθρο 9, αν δεν υπάρχει εκδήλωση ενδιαφέροντος για την κάλυψη θέσης ορισμένου κλάδου που προκηρύσσεται και συντρέχουν αποδεδειγμένοι λόγοι σοβαρών και επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα προέλευσης. Και συμπληρώνει: «Η διάρκεια της απόσπασης είναι μέχρι ένα (1) έτος εφόσον διενεργείται εντός του ίδιου νομού με την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση του υπαλλήλου και μέχρι έξι (6) μήνες αν διενεργείται σε άλλον νομό από αυτόν της οργανικής θέσης του υπαλλήλου».
Αυτή η ρύθμιση μπορεί να επενδύεται με τη λογικοφανή εξήγηση της ορθολογικής κατανομής προσωπικού και της εξυπηρέτησης σοβαρών αναγκών, όμως ανοίγει «παράθυρο» για μη εθελούσιες μετακινήσεις. Το ζήτημα αυτό, μεταξύ άλλων, δημιουργεί προβληματισμό στον χώρο των δημοσίων υπαλλήλων για τον τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί αυτή η διάταξη από τα υπουργεία και τις κυβερνήσεις. Και αυτό με δεδομένο ότι η παραγωγή νομοθετικού έργου εντάσσεται στο μνημονιακό πλαίσιο της μείωσης δημόσιων δαπανών, της διαμόρφωσης μικρότερου κράτους αλλά και προοπτικά στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης και στον δημόσιο τομέα.
Πάντως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διατυπώνει σε όλους τους τόνους ότι σκοπός του νέου συστήματος κινητικότητας είναι αφενός η βέλτιστη αξιοποίηση και η ορθολογική κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού στις δημόσιες υπηρεσίες, αφετέρου η διευκόλυνση των υπαλλήλων να ενισχύσουν τις επαγγελματικές δεξιότητές τους, να αποκτήσουν εμπειρία σε θέσεις διαφόρων υπηρεσιών και να προωθήσουν την επαγγελματική σταδιοδρομία τους.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδίου νόμου

Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης ολοκληρώθηκε από επιστημονικό προσωπικό επί υπουργίας κ. Χριστόφορου Βερναρδάκη και κατατέθηκε στη Βουλή μετά την ανάληψη των καθηκόντων της από την υπουργό Διοικητικής Ανασυγκρότησης κυρία Ολγα Γεροβασίλη. Το κυβερνητικό επιτελείο θεωρεί ότι το νέο σύστημα κινητικότητας συμβάλλει στην εκ νέου δόμηση της Δημόσιας Διοίκησης πάνω σε πιο δίκαιες και πιο στέρεες βάσεις, προς όφελος των δημοσίων υπαλλήλων και των πολιτών. Σημειώνουν ότι η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία αλλάζει ριζικά τη μορφή του δημόσιου τομέα καθιστώντας τον δικαιότερο, πιο ευέλικτο και πιο λειτουργικό, ώστε να συμβάλει στη συνολική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στην τελική εκδοχή του το σχέδιο νόμου έχει διαφοροποιήσεις, ως αποτέλεσμα ζυμώσεων με τους εκπροσώπους φορέων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, από εκείνο που είχε τεθεί σε διαβούλευση τον περασμένο Ιούλιο.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδίου νόμου για το ενιαίο σύστημα κινητικότητας, όπως είχε γράψει «Το Βήμα της Κυριακής» στις 2.10.2016 (https://www.tovima.gr/society/article/?aid=833011&wordsinarticle=90000), είναι:
  • Ο εθελοντικός χαρακτήρας των μετακινήσεων –αν και είναι ανοιχτό το παράθυρο για υπό προϋποθέσεις μικρής διάρκειας… επιβαλλόμενη απόσπαση από υπουργείο σε υπουργείο λόγω σημαντικών υπηρεσιακών αναγκών.
  • Η απλοποίηση των διαδικασιών, καθώς θα απαιτείται μόνο η έγκριση του φορέα υποδοχής (δεν θα απαιτείται σύμφωνη γνώμη αλλά απλή γνώμη από τον φορέα προέλευσης).
  • Απαραίτητη η ύπαρξη οργανογράμματος φορέα και περιγράμματος της θέσης εργασίας. Μέσω ενός ηλεκτρονικού συστήματος θα ζητείται η κάλυψη συγκεκριμένης θέσης και οι υπάλληλοι με αίτησή τους θα τη διεκδικούν, ενώ επιτροπή τριμελής θα επιλέγει βάσει κριτηρίων ποιος τελικά θα τοποθετηθεί εκεί.
  • Περιορισμός αποσπάσεων, με διάρκεια ενός έτους και παράταση έως τρεις μήνες στις περισσότερες περιπτώσεις, ώστε να καλύπτουν επείγουσες ανάγκες και να μη μετατρέπονται διά της πλαγίου σε μετατάξεις πολυετείς.
  • «Ρήτρα» μετάταξης υπαλλήλου ώστε να μη διαταράσσεται η λειτουργία των υπηρεσιών και φορέων. Για να μπορεί να γίνει μετάταξη ή απόσπαση υπαλλήλου θα απαιτείται να έχουν καλυφθεί στον φορέα προέλευσης οι θέσεις του κλάδου στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος σε ποσοστό 65% για τους δήμους που έχουν πληθυσμό λιγότερο των 90.000 κατοίκων, ενώ για τους υπόλοιπους τίθεται ως γενικός κανόνας το 50%.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο άρθρο 4 αναφέρεται ότι «για τη διενέργεια μετάταξης ή απόσπασης το ποσοστό κάλυψης των θέσεων στον φορέα προέλευσης του κλάδου στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος, κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων για τη διαδικασία επιλογής, πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) ή εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) στους ΟΤΑ α’ βαθμού που έχουν πληθυσμό μικρότερο από ενενήντα χιλιάδες (90.000) κατοίκους. Επίσης, πρέπει ο αιτών υπάλληλος να μην είναι ο μοναδικός που υπηρετεί στον οικείο κλάδο, εκτός αν στο οργανόγραμμα του φορέα προβλέπεται μόνο μία θέση του εν λόγω κλάδου. Ειδικά για τη μετάταξη υπαλλήλου από ΟΤΑ α’ βαθμού απαιτείται επιπλέον η γνώμη του αρμόδιου για τον διορισμό οργάνου».
Αυτή η ρύθμιση δεν βρίσκει σύμφωνη την Κεντρική Ενωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) που θεωρεί μικρό το ποσοστό κάλυψης θέσεων (50%) δήμων με πληθυσμό άνω των 90.000 κατοίκων για να μπορεί να μετακινηθεί υπάλληλός τους. Κατά την εκτίμησή της η διάταξη αυτή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να οδηγήσει στην εκπόνηση πλασματικών Οργανισμούς Εσωτερικής Υπηρεσίας των ΟΤΑ. Επίσης επισείει τον κίνδυνο αποψίλωσης των δήμων λόγω της πρόβλεψης ότι «για τη μετάταξη υπαλλήλου από ΟΤΑ α’ βαθμού απαιτείται επιπλέον η γνώμη του αρμόδιου για τον διορισμό οργάνου» και καλεί να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη (όχι η απλή γνώμη).


Ρύθμιση και για συνέντευξη

Ρύθμιση που δεν υπήρχε σε προηγούμενη εκδοχή του σχεδίου για την κινητικότητα αφορά τη συνέντευξη για την επιλογή των υπαλλήλων που αιτούνται μετάταξη. Στο άρθρο 7 («Διαδικασία αξιολόγησης υποψηφίων από την υπηρεσία υποδοχής και έκδοση απόφασης») ορίζεται ότι:
«Για την αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνεται υπόψη η συνάφεια των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους με την προκηρυσσόμενη θέση, οι εκθέσεις αξιολόγησης, η εμπειρία στην άσκηση αντίστοιχων καθηκόντων και κάθε στοιχείο από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου που καταδεικνύει την καταλληλότητα για τη συγκεκριμένη θέση. Για την πληρέστερη αξιολόγηση των υποψηφίων για τις προκηρυσσόμενες θέσεις κλάδων/ειδικοτήτων ΠΕ και ΤΕ κατηγοριών διενεργείται συνέντευξη μεταξύ των τριών (3) επικρατέστερων. Συνέντευξη δύναται να διενεργείται και για θέσεις κλάδων/ειδικοτήτων ΔΕ και ΥΕ κατηγοριών. Το πρακτικό επιλογής είναι ειδικά αιτιολογημένο, περιλαμβάνει συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων και εισήγηση για τον υποψήφιο που πληροί τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την προκηρυσσόμενη θέση, καθώς και καθορισμό τουλάχιστον τριών (3) επιλαχόντων, εφόσον υπάρχουν».


Απόσυρση άρθρου

Εμπλοκή υπήρξε με το άρθρο 41 με τίτλο «Ρυθμίσεις για την οργανωτική δομή του Εθνικού Τυπογραφείου» το οποίο απέσυρε η κυρία Γεροβασίλη ύστερα από σφοδρές αντιδράσεις των εργαζομένων στο Εθνικό Τυπογραφείο. Η υπουργός εξήγησε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ότι θα συνεχιστεί ο διάλογος με τους εργαζομένους και θα επανακατατεθεί η διάταξη για τις αναδιαρθρώσεις των οργανικών μονάδων του Εθνικού Τυπογραφείου.
Η ρύθμιση προέβλεπε τη συγχώνευση διευθύνσεων Προεκτύπωσης και Φωτοστοιχειοθεσίας, και την κατάργηση τμημάτων, όπως επίσης τη συγχώνευση διευθύνσεων Εκτυπώσεων – Βιβλιοδεσίας. Παράλληλα, όριζε ότι καταργείται μια Διεύθυνση Προώθησης Εκδόσεων, ενώ συγχωνεύονται σε μία Διεύθυνση πλήθος τμημάτων που αφορούν την πώληση Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, συνδρομητών, πληροφοριών δημοσιευμένων και Αρχείου ΦΕΚ. Επίσης, δημιουργείται με συγχώνευση Τμήμα Προγραμματισμού Λοιπών Εργασιών και Προώθησης Εκδόσεων.
Στο άρθρο υπήρχε αντικατάσταση παλαιότερων ρυθμίσεων για τους προϊσταμένους με επανακαθορισμό των κλάδων από τους οποίους θα προέρχονται ανάλογα με τη Διεύθυνση και τα Τμήματα των Διευθύνσεων. Τέλος, οριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι θα προστεθούν δύο θέσεις Κλάδου ΠΕ2 Πληροφορικής και μία θέση Κλάδου ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων και ότι καταργούνται τέσσερις κενές θέσεις Κλάδου ΥΕ4 Εργατών Γενικών Καθηκόντων.

HeliosPlus