Επί χρόνια κυκλοφορούσαν με Φεράρι, Πόρσε και άλλα πολυτελή αυτοκίνητα, ζούσαν σε επαύλεις με πισίνες και κανείς από την Πολιτεία δεν ερεύνησε το πώς τα απέκτησαν αν και δήλωναν άεργοι. Ο λόγος για τους Ρομά που αποτελούσαν το «διευθυντήριο» της πολυμελούς εγκληματικής οργάνωσης που δρούσε στα πρότυπα της μαφίας και έχοντας ως «ορμητήριο» τη δυτική Αττική σχεδίαζε και κατεύθυνε τις υποομάδες που δρούσαν τόσο στην Αττική όσο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και «χτυπούσαν» σπίτια και επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν από τη δεκαετία του ’90 είχε ξεκινήσει η παράνομη δραστηριότητα των υποομάδων και μάλιστα η επιχείρηση περνούσε από τον πατέρα στο γιο.

Πολύτιμοι «σύμμαχοί» τους στελέχη της ΕΛ.ΑΣ που τους έδιναν χρήσιμες πληροφορίες και εμπλέκονται στην υπόθεση και η «δράση» τους έχει μπει πλέον στο «μικροσκόπιο» της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων. Μια παράμετρος που εξετάζεται προσεκτικά είναι η επαφή που είχε ανώτερος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. με αρχηγικό μέλος της μαφίας λίγες ώρες πριν την αστυνομική επιχείρηση χωρίς να είναι σε θέση οι αστυνομικοί που χειρίζονται την υπόθεση να πουν εάν γνωστοποίησε το σχέδιο των συναδέλφων του ή όχι. Επιπροσθέτως αστυνομικοί κατηγορούνται για κατάχρηση εξουσίας και δωροδοκία ενώ υπάρχουν ενδείξεις για άλλους επτά.
«Μάθαμε από τον Έλληνα ότι είναι καλή δουλειά» έλεγαν στις τηλεφωνικές συνομιλίες τους και ως «Έλληνα» χαρακτήριζαν τον πληροφοριοδότη τους. Αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. σημείωναν ότι οι δράστες γνώριζαν που «χτυπούσαν» και πριν προχωρήσουν στη διάρρηξη έκαναν προεργασία.
Επιπλέον εν όψει δικών φρόντιζαν να βρίσκουν μάρτυρες υπεράσπισης και να μαθαίνουν ακόμη και τη σύνθεση δικαστηρίων λέγοντας να δώσουν ένα «ψαράκι» δηλαδή χρηματικό ποσό ύψους 1.000 ευρώ για τις «υπηρεσίες». Επίσης μια από τις φράσεις που χρησιμοποιούσαν για να προχωρήσουν σε διάρρηξη ήταν «πάμε για μπάλα 5Χ5».
Όπως ειπώθηκε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της υπόθεσης στο Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. «για την εξάρθρωση του εγκληματικού δικτύου, την Τρίτη 2 Νοεμβρίου, πραγματοποιήσαμε μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 1.000 Αστυνομικοί από διάφορες υπηρεσίες και 37 Δικαστικοί Λειτουργοί. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης: Συλλάβαμε σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές 41 μέλη του εγκληματικού δικτύου, πραγματοποιήσαμε περισσότερες από 60 έρευνες και κατασχέσαμε – μεταξύ άλλων -πάνω 600.000 ευρώ σε μετρητά, 120 κιλά ασημιού σε ράβδους, φύλλα χρυσού, χρυσές λίρες, πλήθος χρυσαφικών –κοσμημάτων μεγάλης αξίας και περισσότερα από 60 πολυτελή οχήματα. Από τη μορφολογία των υποθέσεων διαγράφεται ότι τα μέλη του εγκληματικού δικτύου εμπλέκονται σε εκατοντάδες περιπτώσεις ληστειών και διαρρήξεων, ενώ το οικονομικό όφελος που αποκόμισαν εκτιμάται ότι ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν συνδεθεί προανακριτικά με 300 περίπου υποθέσεις.»
Ανάμεσα στους συλληφθέντες, ηλικίας από 19 έως 66 ετών, είναι 38 έλληνες, 1 υπήκοος Συρίας, 1 υπήκοος Αλβανίας και 1 ομογενής από το Καζακστάν. Επιπλέον έχουν ταυτοποιηθεί άλλα 48 άτομα για τη συμμετοχή τους στις παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων, οι οποίοι και αναζητούνται για να συλληφθούν, μεταξύ των οποίων και τρεις αστυνομικοί.
Τα κλοπιμαία τα προωθούσαν σε συγκεκριμένους κλεπταποδόχους, οι οποίοι έχοντας αναπτύξει «κατάλληλο δίκτυο πελατών», τα διέθεταν στην αγορά, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό μεγάλα παράνομα οικονομικά οφέλη, που διαμοιράζονταν με τα μέλη της οργάνωσης.
Με τον τρόπο αυτό, τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων είχαν καταφέρει να διατηρούν στη κατοχή τους, για ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα κλοπιμαία, ώστε να μην είναι δυνατή η διασύνδεσή τους με τις κλοπές που είχαν διαπράξει, σε περίπτωση αστυνομικού ελέγχου.
Κομβικό ρόλο στο τομέα των πληροφοριών για τους στόχους αλλά και τη διάθεση των κλεμμένων κοσμημάτων σε γνωστό κοσμηματοπωλείο στο Κολωνάκι έπαιζε γνωστός επιχειρηματίας.
Κατά την παρουσίαση της υπόθεσης τονίστηκε επίσης ότι «χρησιμοποιούσαν κατάλληλο εξοπλισμό κατά τη διάπραξη των κλοπών όπως γάντια και αυτοσχέδιες κουκούλες, με σκοπό το δυσχερή εντοπισμό αποτυπωμάτων και βιολογικού υλικού. Παραλάμβαναν τον εξοπλισμό τους (κινητά τηλέφωνα, διαρρηκτικά εργαλεία, κουκούλες, γάντια κ.λπ.) από ειδικά διαμορφωμένους χώρους, πριν από την τέλεση των διαρρήξεων. Επικοινωνούσαν μεταξύ τους με συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενεργοποιημένες με στοιχεία άλλων ατόμων ( ghost phones ), ενώ συνομιλούσαν μεταξύ τους με κωδικοποιημένες εκφράσεις και σύνθετη ορολογία. Χρησιμοποιούσαν «στόλο» οχημάτων μεγάλης ιπποδύναμης, τα οποία τα μεταβίβαζαν σε ανυποψίαστα ή και ανύπαρκτα άτομα. Επιπλέον, για το δυσχερή εντοπισμό των οχημάτων τους, αφαιρούσαν πινακίδες κυκλοφορίας από άλλα οχήματα και τις τοποθετούσαν στα δικά τους, φροντίζοντας να αλλάζουν συνεχώς τα χαρακτηριστικά τους με τη χρήση μεμβρανών διαφορετικού χρώματος.
Επέλεγαν για την οδήγηση των οχημάτων τους έμπειρους οδηγούς, οι οποίοι λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα αντιπαρακολούθησης (για παράδειγμα πραγματοποίηση ελιγμών, αυξομείωση ταχύτητας κ.λπ.). Επίσης, σε περιπτώσεις εντοπισμού τους από αστυνομικούς, ακολουθούσε πάντα καταδίωξη και δεν δίσταζαν ακόμα και να εμβολίσουν τα αστυνομικά οχήματα.» Μάλιστα σε μια περίπτωση χρησιμοποίησαν πυροσβεστήρα για να περιορίσουν την όραση αστυνομικών της ΔΙ.ΑΣ.
Επιπλέον από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι «οι δράστες επιδίδονταν συστηματικά σε βανδαλισμούς των οικιών, προκαλώντας σε αυτές και στον εξοπλισμό τους μεγάλες υλικές ζημιές. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις άφηναν ακόμα και τις βρύσες ανοικτές προκειμένου να πλημμυρίσουν τις οικίες.»
Επιπροσθέτως σχετικά με τη δράση μιας εκ των εγκληματικών οργανώσεων επισημάνθηκε ότι «προκύπτει ότι τα μέλη της προέβαιναν σε αποπροσανατολιστικά τηλεφωνήματα στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης, καταγγέλλοντας ψευδή περιστατικά σε σημεία, τα οποία απείχαν γεωγραφικά από την περιοχή δράσης τους.»

Ακόμη τα μέλη της δεύτερης εγκληματικής οργάνωσης σημειώθηκε ότι «κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ότι χρησιμοποιούσε ως «επιχειρησιακά» οχήματα, συνηθισμένα μικρά αυτοκίνητα πόλης, ώστε να μην προκαλούν την προσοχή των διωκτικών Αρχών και των πολιτών».