Για αδικαιολόγητες επιθέσεις της κυβέρνησης κατά της Δικαιοσύνης με αφορμή της χθεσινή απόφαση του ΣτΕ κάνει λόγο η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων, τονίζοντας ότι βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα.

«Κατηγορήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο για τις αποφάσεις του στα Μνημόνια, το «κούρεμα» των ομολόγων, τη διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων, σα να είναι αυτό που νομοθετεί και όχι οι μέχρι σήμερα Κυβερνήσεις που επέβαλαν τα δυσβάσταχτα για την κοινωνία μέτρα», αναφέρουν στην ανακοίνωση και προσθέτουν:

«Επιρρίπτεται ευθύνη στο Δικαστήριο διότι δεν υπολόγισε τις συνέπειες που προκαλεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του συγκεκριμένου νόμου και γιατί παρεμποδίζει με την απόφασή του την άσκηση της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης. Βασική και θεμελιώδης υποχρέωση των Δικαστών είναι να κρίνουν τις υποθέσεις με βάση το Σύνταγμα χωρίς να υπολογίζουν σκοπιμότητες και πολιτικές επιδιώξεις».

«Μία Δικαιοσύνη με άλλη κατεύθυνση θα ήταν πολύ επικίνδυνη για τη Δημοκρατία μας και για το Κράτος Δικαίου. Ο οικονομικός σχεδιασμός και ο τρόπος εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων για τη λειτουργία των κρατικών δομών είναι ευθύνη της Κυβέρνησης, ενώ καθήκον δικό μας είναι η διαφύλαξη της Συνταγματικής νομιμότητας. Στη Δημοκρατία δε νοείται κανενός είδους αντιπαλότητα μεταξύ των εξουσιών. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών προϋποθέτει κατανόηση του διακριτού ρόλου της κάθε εξουσίας και εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας χειραγώγησης της μιας από την άλλη», καταλήγουν χαρακτηριστικά.

Η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ

Με ανακοίνωσή της η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ επισημαίνει ότι αποστολή του δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με αφορμή τις κυβερνητικές δηλώσεις μετά την χθεσινή απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο Παππά, για την έκδοση αδειών των τηλεοπτικών σταθμών, αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή της, ότι αποστολή του ΣτΕ είναι «ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και δι’ αυτής ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων».
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της Ένωσης των μελών του ΣτΕ αναφέρει:

«Επ’ ευκαιρία πολιτικών δηλώσεων για το θεσμικό ρόλο του Συμβουλίου της Επικρατείας υπενθυμίζονται τα εξής αυτονόητα σε μια δημοκρατική πολιτεία:

1) Το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήκει στη δικαστική λειτουργία, η οποία, κατά το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, πηγάζει από το λαό και ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

2) Η κατά το Σύνταγμα αποστολή του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ο έλεγχος νομιμότητας των διοικητικών πράξεων και δι’ αυτής ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, κατόπιν αιτημάτων παροχής δικαστικής προστασίας.

3) Το Συμβούλιο της Επικρατείας εκπληρώνει την αποστολή αυτή, στη μακρόχρονη ιστορία του, ως θεματοφύλακας του Κράτους Δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τηρώντας τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, απαρτιζόμενο από λειτουργούς που διακρίνονται
για την υψηλή επιστημονική κατάρτιση και το ελεύθερο και ανεξάρτητο φρόνημά τους.

4) Κατά συνέπεια, δημόσιος λόγος που αναφέρεται στην αποστολή και το ρόλο του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ανωτέρω και να εκφέρεται με γνώση της εν γένει οργάνωσης και λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και των θεσμών επιδεικνύοντας τη δέουσα αυτοσυγκράτηση».

Η Ενωση διοικητικών Δικαστών

Και η Ενωση Διοικητικών Δικαστών εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει:
«Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, οργανικό στοιχείο κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, προβλέπεται και κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα της χώρας μας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει αναμφισβήτητα στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Συνέχεται όμως κατ΄ανάγκην, και σύμφωνα με την ως άνω αρχή, με τον συνταγματικό έλεγχο που είναι αρμοδιότητα της Δικαστικής Λειτουργίας. Η αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της Δικαιοσύνης με αφορμή και την απόφασή του Συμβουλίου της Επικρατείας, με απαξιωτικές κριτικές από εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας δεν συνάδουν με την συνταγματική τάξη και τις αρχές στις οποίες στηρίζεται το Κράτος δικαίου και δεν είναι ούτε συνταγματικά προβλεπόμενες ούτε θεσμικά ανεκτές».