Άντρες, παντρεμένοι με δύο παιδιά, ηλικίας 34 με 54 ετών. Αυτό είναι το προφίλ της πλειονότητας των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται σε αγροτικές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Οι περισσότεροι είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (43,8%) και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (31,3%), αναδεικνύοντας, σύμφωνα με έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), ότι η επιχειρηματικότητα είναι επιλογή των πιο μορφωμένων ατόμων στις αγροτικές περιοχές.
Γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά) και χειρίζονται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή στην καθημερινότητά τους. Η πλειονότητα κατάγεται από τον τόπο στον οποίο εγκατέστησε την επιχείρηση και παρόλο που έλειψε από αυτόν για διάφορους λόγους (σπουδές, εργασία), επέστρεψε για να επενδύσει επιχειρηματικά.
Ωστόσο, σημαντικό είναι και το ποσοστό των γυναικών (37,1%) που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στον αγροτικό τομέα.
Η σχέση επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής στον αγροτικό χώρο βρέθηκε στο επίκεντρο έρευνας που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Αγροτικής Οικονομίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2016. Η έρευνα, με τίτλο «Εμπειρική προσέγγιση της διαδραστικής σχέσης μεταξύ επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής στον αγροτικό χώρο», πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής από την κυρία Χαρισία Βλάχου, με επιβλέπουσα την καθηγήτρια του Τομέα Αγροτικής Οικονομίας του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ, κυρία Όλγα Ιακωβίδου.

Η κρίση δεν αποτέλεσε εμπόδιο
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η επιχειρηματικότητα στον αγροτικό χώρο αναπτύσσεται από άτομα που αναγνωρίζουν «επιχειρηματικές ευκαιρίες», δημιουργώντας μικρού μεγέθους επιχειρήσεις. Η ταυτότητα των επιχειρήσεων έδειξε ότι οι περισσότερες δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία (56,6%), γεγονός που φανερώνει πως η οικονομική κρίση δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στις αγροτικές περιοχές.
Το αντικείμενο των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται, κυρίως, στον τομέα του χονδρικού και λιανικού εμπορίου (35,4%), ενώ αρκετές δραστηριοποιούνται και στον τομέα της εστίασης και των καταλυμάτων (27,1%). Πρόκειται για μικρού μεγέθους επιχειρήσεις, στις οποίες επικρατεί η αυτοαπασχόληση του επιχειρηματία (65,8%), ενώ ελάχιστες δημιουργούν από μία έως τρεις θέσεις εργασίας (26,3%) και εμφανίζουν, συνήθως, μικρούς τζίρους.
Πελάτες των επιχειρήσεων είναι κάτοικοι της ευρύτερης αγροτικής περιοχής όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση, ενώ οι προμηθευτές τους είναι από διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
Τα κίνητρα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης των ατόμων στον αγροτικό χώρο είναι διάφορα, με ισχυρότερα την επιθυμία για «κοινωνικο – οικονομική επίτευξη» και την αναγνώριση «επιχειρηματικών ευκαιριών». Συνεπώς, η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στις αγροτικές περιοχές δεν είναι αποτέλεσμα «ανάγκης», αλλά «ευκαιρίας», ανατρέποντας, σύμφωνα με την έρευνα, τη μέχρι σήμερα άποψη ότι οι περιοχές αυτές στερούνται επενδυτικών ευκαιριών.
Αν και οι «ισχυροί δεσμοί» των επιχειρηματιών με τον τόπο καταγωγής τους κυρίαρχα, οδηγούν την εγκατάσταση της επιχείρησής τους σε περιοχές όπου βρίσκονται οι «ρίζες» τους, ωστόσο και η «ποιότητα ζωής» αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες εγκατάστασης των επιχειρήσεων στον αγροτικό χώρο.
Φαίνεται πως το τρίπτυχο άνθρωποι (συγγενείς και φίλοι), περιβάλλον (καθαρή ατμόσφαιρα και ελκυστικό περιβάλλον) και τεχνολογία (δίκτυο τηλεφωνίας και διαδίκτυο) είναι ικανό να προσελκύσει την εγκατάσταση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Προτάσεις των ερευνητών
Για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, προκύπτει ότι είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός δράσεων ταυτόχρονης ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ποιότητας ζωής μέσω:
•Προγραμμάτων σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπου ο πρώτος (τοπικοί φορείς) θα υποστηρίζει τις ανάγκες της επιχειρηματικότητας και ο δεύτερος (οι επιχειρήσεις) ανταποδοτικά θα κάνει χρήση τοπικών πόρων και θα παρέχει τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες.
•Κινήτρων προσέλκυσης εγκατάστασης επιχειρήσεων στον αγροτικό χώρο, όπως χαμηλών ασφαλιστικών εισφορών για μεγάλο χρονικό διάστημα (για παράδειγμα μια δεκαετία), αλλά και φορολόγησης των επιχειρήσεων, κυρίως από την τοπική αυτοδιοίκηση και λιγότερο από την κεντρική διοίκηση, με ανταποδοτικό χαρακτήρα στους κατοίκους του τόπου.
•Προγραμμάτων υποστήριξης συνεργιών μεταξύ των εγκατεστημένων στις αγροτικές περιοχές επιχειρήσεων, με σκοπό τη μείωση των δαπανών τους και την ανάπτυξη αμοιβαίων ωφελειών.
•Προγραμμάτων ανάπτυξης επιχειρηματικής κουλτούρας στον αγροτικό πληθυσμό και ενδυνάμωση της τοπικής κοινωνικής συνοχής, ώστε να υποστηριχθούν οι τοπικά εγκατεστημένες επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία της έρευνας συγκεντρώθηκαν με τη χρήση ερωτηματολογίου που συμπληρώθηκε σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις με 240 επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν εγκατεστημένες τις επιχειρήσεις τους στις αγροτικές περιοχές της περιφερειακής ενότητας Σερρών και δραστηριοποιούνται στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής.