Η Ιωάννα Μπαρτσίδη είναι 23 ετών και αφού έδωσε εξετάσεις κατάφερε να περάσει στην Ecole Normale Supérieure του Παρισιού, μια από τις πλέον φημισμένες πανεπιστημιακές σχολές στον κόσμο, προκειμένου να κάνει το μεταπτυχιακό της.
Η Ιωάννα γεννήθηκε το 1993 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου εισήχθη πρώτη (2011) και αποφοίτησε επίσης πρώτη σε σειρά κατάταξης (2015). Το 2012 ίδρυσε μαζί με άλλους τρεις φοιτητές τη Φοιτητική Πρωτοβουλία για τη Διεπιστημονικότητα στο ΑΠΘ. Από το 2014 ζει στο Βερολίνο, όπου εργάζεται παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ξένων γλωσσών. Τα ενδιαφέροντά της εστιάζονται στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία, με έμφαση στον γερμανικό ιδεαλισμό και τη γαλλική σκέψη του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, καθώς και στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.
Οπως εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα», «η Διεθνής Επιλογή (Sélection Internationale) είναι ένας τρόπος εισόδου μη γάλλων φοιτητών στην Ecole Normale Supérieure. Κάθε χρόνο γίνονται δεκτοί 20-25 φοιτητές, 10 στις ανθρωπιστικές και 10 ή 15 στις θετικές επιστήμες».
Η Ιωάννα εξηγεί ότι οι φοιτητές αυτοί επιλέγονται μέσα από μια πολύ αυστηρή διαδικασία, για να κάνουν το μεταπτυχιακό τους στην ENS, καθώς και να προετοιμάσουν το δίπλωμα της ENS (DENS). Για τρία έτη οι επιτυχόντες λαμβάνουν υποτροφία και έχουν δικαίωμα να διαμένουν στα κτίρια της σχολής.
Η επιλογή γίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση, περίπου 800-600 άτομα από όλον τον κόσμο καταθέτουν τον φάκελό τους (βιογραφικό, πανεπιστημιακούς βαθμούς, πρότζεκτ έρευνας που πρέπει να περιλαμβάνει κάποια πρωτότυπη ιδέα κ.λπ.). Από αυτούς ένας μικρός αριθμός (εφέτος 37 άτομα) επιλέγεται για να προσέλθει στο Παρίσι και να δώσει εξετάσεις.
«Εξεταζόμαστε τόσο προφορικά όσο και γραπτά. Η εξεταστική διαδικασία διαρκεί περίπου δέκα ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων διαμένουμε μέσα στη σχολή. Αυτό είναι εξαντλητικό και υπάρχει πολύ άγχος και ανταγωνισμός, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια πολύτιμη εμπειρία. Γνωρίζεις και συνομιλείς με φοιτητές από όλον τον κόσμο. Δίνουμε γραπτά στην ειδικότητά μας, γαλλική γλώσσα και μια ειδική εξέταση με τον τίτλο étude de documents (μελέτη αρχείων), όπου πρέπει να συνθέσουμε επτά διαφορετικά επιστημονικά και λογοτεχνικά κείμενα, φωτογραφίες, εικόνες, στατιστικά στοιχεία κ.λπ. με βάση έναν θεματικό άξονα. Η γραπτή αυτή εξέταση είναι η πιο σημαντική και ίσως η πιο δύσκολη: απαιτεί κριτική σκέψη, γενικές γνώσεις και σφαιρική μόρφωση, δημιουργικότητα και αρκετά ευρύ πολιτιστικό υπόβαθρο» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η Ιωάννα θεωρεί ότι οι εξετάσεις αυτές τής ήταν πρωτόγνωρες επειδή «ενώ τέτοιου είδους ασκήσεις είναι τυπικές για το γαλλικό ή το ιταλικό εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει στην Ελλάδα, ούτε στο λύκειο ούτε στο πανεπιστήμιο. Παρ’ όλα αυτά, εν τέλει έγραψα έναν αρκετά υψηλό βαθμό: θεωρώ ότι η μεγάλη εξοικείωσή μου με την αρχαιοελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό, καθώς και οι γνώσεις από άλλους κλάδους (Ιστορία της τέχνης, λογοτεχνία κ.λπ.) που απέκτησα στη Φιλοσοφική Σχολή με βοήθησαν πολύ. Στη συνέχεια εξεταζόμαστε επίσης και προφορικά στην ειδικότητά μας και τέλος δίνουμε μια συνέντευξη, όπου η κριτική επιτροπή εκτιμά γενικά τον χαρακτήρα, τα κίνητρά μας και τα ερευνητικά ενδιαφέροντά μας, κατά πόσο το προφίλ μας ταιριάζει στη σχολή κ.λπ.».
Σε αυτή τη συνέντευξη βαθμολογήθηκε με 19 στα 20, κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή της. «Δεν μου φάνηκε δύσκολη ή αγχωτική: ήταν μια χαλαρή και πολύ ευχάριστη συζήτηση με τους καθηγητές, κατά την οποία κλήθηκα να περιγράψω το πρότζεκτ μου και να εξηγήσω γιατί το διάλεξα» επισημαίνει.
Οπως σημειώνει η Ιωάννα, «εκτός από αυτό, μιλήσαμε και για διάφορα άλλα ενδιαφέροντα και ενασχολήσεις μου. Οι εξεταστές ενδιαφέρθηκαν να μάθουν ακόμη και για την εθελοντική μου ενασχόληση με το προσφυγικό ζήτημα και με ρώτησαν πώς συνδέεται η προσφυγική και η ευρωπαϊκή κρίση με το φιλοσοφικό μου πρότζεκτ. Ουσιαστικά, πρέπει κανείς να δείξει πρωτοτυπία και πάθος για το αντικείμενό του, αλλά και διάθεση για σκληρή δουλειά και πειθαρχία. Η ENS είναι μια σχολή που συνδυάζει ελεύθερο πνεύμα με αυστηρή μεθοδικότητα».
Στις γραπτές εξετάσεις έχει κανείς δικαίωμα επιλέξει μία από συνολικά έξι ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ τα προφορικά διεξάγονται στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Καθώς τα ελληνικά δεν είναι μία από τις έξι αυτές γλώσσες, η Ιωάννα επέλεξε να συντάξει τα κείμενά της στα αγγλικά και να απαντήσει στα γαλλικά στις συνεντεύξεις.
«Η γλώσσα δεν είναι πρόβλημα για μένα, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι η ρύθμιση αυτή δημιουργεί κάποια ανισότητα, αφού ορισμένοι εξεταζόμενοι μπορούν να εκφραστούν στη μητρική τους γλώσσα και κάποιοι όχι. Αυτό με αποθάρρυνε στην αρχή και με έκανε να σκεφτώ ότι προέρχομαι από μια μικρή χώρα, με μικρότερη εκπροσώπηση στην Ευρώπη, και άρα έχω λιγότερες ευκαιρίες. Κάτι που συνετέλεσε επίσης σε αυτό το αίσθημα είναι ότι στις εξετάσεις συμμετείχαν φοιτητές από κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα και πανεπιστήμια όλου του κόσμου, όπως το Κολούμπια και το Κέιμπριτζ ή το Collegio Superiore της Bologna που έχει προνομιακή σχέση με την ENS. Εν τέλει, όμως, τα εμπόδια ξεπεράστηκαν! Η καλή γνώση τριών ξένων γλωσσών (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) εκτιμήθηκε πολύ από την επιτροπή, καθώς και ο διεπιστημονικός χαρακτήρας του προφίλ μου, αλλά μέτρησαν και οι δράσεις που αναλάβαμε με δική μας πρωτοβουλία με άλλους φοιτητές, όπως η ίδρυση της Φοιτητικής Πρωτοβουλίας για τη Διεπιστημονικότητα στο ΑΠΘ το 2012» τονίζει.
Το ότι τα κατάφερε, παρά τις δυσκολίες, της έδωσε ελπίδα, «με έκανε να πιστέψω ότι η πραγματοποίηση των ονείρων δεν είναι ανέφικτη. Μπόρεσα να επανεκτιμήσω όχι μόνο τις προσωπικές μου δυνάμεις, αλλά κυρίως την αξία του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, τα εφόδια που δίνει στους φοιτητές του, την εξαιρετική δουλειά και τον καθημερινό αγώνα του ενάντια στις αντίξοες συνθήκες. Πολλές φορές, στην Ελλάδα νιώθει κανείς ότι είναι μόνος, ότι δεν έχει πρόσβαση σε υποδομές, πόρους και τα απαραίτητα μέσα για την έρευνα και τη διδασκαλία. Αυτό μας κάνει καμιά φορά να χάνουμε το κουράγιο μας, αλλά συνολικά νιώθω περήφανη που προέρχομαι από το ΑΠΘ, παρά το γεγονός ότι περνά δύσκολες στιγμές αυτή την περίοδο. Στην Ελλάδα η εκπαίδευση είναι δημοκρατική και εξισωτική, χωρίς αυτό να εμποδίζει τους Ελληνες να αριστεύουν διεθνώς. Συνηθίζουμε να αντιπαραβάλλουμε αυτά τα δύο, αλλά νομίζω πως κατά βάθος η πραγματική και ουσιαστική αριστεία συνδέεται στενά με τη δημοκρατία και την ισότητα» καταλήγει.

HeliosPlus