Ένα νέο κεφάλαιο για την πορεία των έργων του μετρό της Θεσσαλονίκης ανοίγει η συμφωνία για τον σταθμό «Βενιζέλου», που τελικά επετεύχθη ανάμεσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την Αττικό Μετρό ΑΕ, όπως ανακοίνωσε σήμερα ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ, καθηγητής Γιάννης Μυλόπουλος, από το βήμα του Αναπτυξιακού Συνεδρίου του ΤΕΕ / Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας.
Η συμφωνία επήλθε στη βάση της τεχνικής λύσης που πρότεινε η εταιρεία, «σύμφωνη με την τελευταία απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και προβλέπει την κατασκευή του σταθμού στην ίδια θέση με τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά σε μεγαλύτερο βάθος, με ταυτόχρονη διατήρηση και ανάδειξη των ευρημάτων κατά χώρα».
Πρόκειται για μια συμφωνία που ανοίγει τον δρόμο για την ολοκλήρωση του συνόλου του έργου, για το οποίο στόχος είναι να παραδοθεί το πρώτο εξάμηνο του 2020, με πλήρη ανάπτυξη των εργασιών σε όλα τα μέτωπα της βασικής γραμμής, όπως τόνισε ο κ. Μυλόπουλος. Φαίνεται λοιπόν πως μπαίνει τέλος στις χρόνιες διαμάχες ανάμεσα στις τρεις πλευρές γύρω από την τύχη των αρχαιολογικών ευρημάτων, κυρίως στον κεντρικότερο σταθμό του έργου, τον σταθμό «Βενιζέλου», με την επιλογή της συνύπαρξης. Θέση που που εξ’ αρχής είχε εκφραστεί από το σύνολο των εκπροσώπων της πόλης.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ, «το κόστος των καθυστερήσεων και της πολύχρονης μη εκτέλεσης των έργων δεν επιτρέπει άλλα περιθώρια απραξίας, ζητώντας άμεση λύση». Αυτή τη στιγμή, τα έργα πολιτικού μηχανικού έχουν υλοποιηθεί σε ποσοστό 60%, ενώ οι αρχαιολογικές εργασίες έχουν υλοποιηθεί κατά 80%. Μετά από τέσσερα χρόνια μαρασμού, τα εργοτάξια του μετρό πήραν ξανά μπροστά τον περασμένο Μάρτιο. Ο πρώτος μετροπόντικας ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου και ο δεύτερος στις 23 Μαΐου 2016, ενώ οι σήραγγες ΤΜΒ έχουν διανοιχθεί κατά 80% περίπου με τα δύο μηχανήματα (μετροπόντικες), τα οποία θα έχουν ολοκληρώσει το έργο τους ως το τέλος του έτους, σύμφωνα με τον κ. Μυλόπουλο.
Αναφερόμενος στο έργο του μετρό Θεσσαλονίκης, επισήμανε ότι «η υπόθεση του μετρό Θεσσαλονίκης ενσαρκώνει μια αυτοκαταστροφική λογική που κυριάρχησε στην πόλη, αυτή του «διαίρει και βασίλευε». Ουσιαστικά, η ιστορία του απεικονίζει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την ιστορία της ίδιας της πόλης. Αποτυπώνει, δηλαδή τον τρόπο, με τον οποίο φιλόδοξες προσπάθειες σημαδεύτηκαν από βήματα οπισθοχώρησης, άρνηση και καθυστερήσεις, αντανακλώντας μια διχαστική κοινωνία».

«Στον αντίποδα, αυτό που χρειάζεται σήμερα μέσα στο ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο της χώρας είναι μια πανστρατιά παραγωγικών δυνάμεων και οικονομικών και κοινωνικών φορέων, που συντεταγμένα θα αξιοποιήσουν τις αναπτυξιακές ευκαιρίες και θα αντιστρέψουν τις συνθήκες ύφεσης, φτώχειας και ανεργίας, που πλήττουν την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας».