Αίτηση εξαιρέσεως της προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου από την πειθαρχική διαδικασία που διεξάγεται σε βάρος της, κατέθεσε η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη_ ευρύτερα γνωστή από την καταγγελία της σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου για παρεμβάσεις στο έργο της, ως προς τη δικογραφία για τα δάνεια της Λαϊκής Τράπεζας –υπόθεση Ανδρέα Βγενόπουλου.

Η εισαγγελέας διατυπώνει αμφιβολίες για την αμεροληψία της κυρίας Θάνου, και της ζητεί να διαβιβάσει στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ευτέρπη Κουτζαμάνη, λόγω αρμοδιότητος, την αίτησή της, απέχοντας από κάθε σχετική πράξη, μέχρι την οριστική κρίση από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Η ίδια διατυπώνει βαριές κατηγορίες σε βάρος του αναπληρωτή υπουργού χαρακτηρίζοντάς τον «θρασύ και συκοφάντη» ενώ απειλεί με προσφυγή σε βάρος του στη Δικαιοσύνη. Η κυρία Τσατάνη απαντά στα ερωτήματα που της είχε θέσει η πρόεδρος του Αρείου Πάγου παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να θεωρεί αόριστη την κλήτευσή της.
Η κυρία Τσατάνη εκτιμά ότι η κυρία Θάνου θα έπρεπε να έχει ήδη δηλώσει αποχή από την πειθαρχική διαδικασία, καθώς διατηρεί «ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται».
Και στοιχειοθετεί την ιδιαίτερη σχέση, τονίζοντας καταρχάς ότι η κυρία Θάνου έχει διατελέσει υπηρεσιακή Πρωθυπουργός κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015, ως εκ τούτου υπηρεσιακή προϊσταμένη του τότε διατελέσαντος υπηρεσιακού Υπουργού Δικαιοσύνης, κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, ο οποίος «έχει εχθρότητα» προς το πρόσωπό της. Η εισαγγελέας κάνει λόγο για στενότατη συνεργασία Θάνου –Παπαγγελόπουλου, και για ιδιαίτερη υπηρεσιακή σχέση τους.
Σημεία –κλειδιά, σύμφωνα με την κυρία Τσατάνη, είναι πλείστες όσες δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, στη Βουλή, οι οποίες και μαρτυρούν δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ Θάνου –Παπαγγελόπουλου, καταστρατηγώντας κάθε έννοια μυστικότητας της πειθαρχικής διαδικασίας.
Οι κυπριακές αρχές και η «ωμή παρέμβαση»
Η εισαγγελέας εκτιμά ότι η ιδιότητα της υπηρεσιακής Πρωθυπουργού, συνδέει την κυρία Θάνου και με τον κ. Γενικό Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και τον υπουργό Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνιστώντας σοβαρό κώλυμα για τη συμμετοχή της στο πειθαρχικό.
Εκφράζοντας τον προβληματισμό της για το «πανομοιότυπο» κειμένων που έχουν συντάξει οι δυο κύπριοι αξιωματούχοι τους οποίους θεωρεί «παραπλανημένους», η κυρία Τσατάνη κάνει λόγο για «αντικειμενική αναλήθεια» σε αμφότερες τις επιστολές τους, μεταξύ άλλων για δήθεν συμφωνηθέντα μεταξύ των εισαγγελικών αρχών Ελλάδος και Κύπρου. Η ίδια διερωτάται έντονα για το πώς οι κυπριακές αρχές εμφανίζονται να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα για την έρευνα στην υπόθεση Βγενόπουλου, ενώ παράλληλα εντοπίζει «ωμή παρέμβαση» εκ μέρους τους στα της ελληνικής Δικαιοσύνης, υπό μορφή υπόδειξης στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως.
Η εισαγγελέας θυμίζει ότι η υφιστάμενη πειθαρχική διαδικασία είναι η δεύτερη κατά σειρά που διενεργείται σε βάρος της (σσ : η πρώτη, που είχε επίσης επιληφθεί η κυρία Θάνου, αφορούσε τον ρόλο της κυρίας Τσατάνη στις εκλογές για την ανάδειξη προϊσταμένου στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών), στηλιτεύει το γεγονός ότι η κυρία Θάνου της έχει παραδώσει ελλιπή τη δικογραφία (σσ: απουσιάζει η έκθεση ένορκης εξέτασης του κ. Αγγελή, τον Φεβρουάριο), ενώ κάνει λόγο για μεροληπτική εξέταση μαρτύρων, στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, με ερωτήσεις που προκαταλαμβάνουν τις απαντήσεις.
Τσατάνη: «συκοφάντης» ο Παπαγγελόπουλος
Η κυρία Τσατάνη αμφισβητεί ευθέως το αληθές των αναφορών Παπαγγελόπουλου ως προς τη συνάντησή τους, όπως αυτή εξιστορείται στην επιστολή του αναπληρωτή υπουργού προς τον πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, ενώ δεν διστάζει να κάνει λόγο ακόμη και για φαντασιοπληξίες, «στην αγωνιώδη προσπάθειά του να καλύψει το πανθομολογούμενο ατόπημά του να παρέμβει ενεργά στη Δικαιοσύνη».
Μεταξύ άλλων, διαψεύδει ότι δήθεν, σχεδόν κλαίγοντας, του ζήτησε τη βοήθειά του, αλλά και την όποια αναφορά από μέρους της σε δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στο πλαίσιο των οποίων θα έπρεπε να δηλώσει αποχή καθώς ο σύζυγος και η κόρη της ήταν υποψήφιοι βουλευτές της Ν. Δ.
«Σκοπός του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης είναι όμως να με συκοφαντήσει, ότι δήθεν χειρίσθηκα δικογραφίες που αφορούσαν στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, στις οποίες έπρεπε να δηλώσω αποχή τάχα. Δεν εξειδικεύει όμως σε ποίες δικογραφίες ώφειλα να δηλώσω αποχή, ώστε ναδημιουργεί άμεσα, με τον τρόπο αυτόν, για το πρόσωπό μου, την εικόνα ενός διεφθαρμένου εισαγγελικού λειτουργού, που δεν διστάζει να εξυπηρετήσει συμφέροντα, δολίως υπ΄ αυτού συνδυαζομένης της οικογενειακής μου κατάστασης», σημειώνει χαρακτηριστικά η εισαγγελέας.
Η ίδια επισημαίνει μάλιστα ότι ουδέποτε αναφέρθηκε σε φόβο της για τυχόν άσκηση πειθαρχικής δίωξης, δεν είχε λόγο εξάλλου να φοβάται – τονίζει -, καθώς είχε προηγηθεί η διάταξη του κ. Νικόλαου Παντελή, αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με βάση την οποία αποφαίνεται ότι καλώς περιήλθε στα χέρια της η υπόθεση για τα δάνεια της Λαϊκής.
«Με βάση τη συνταγματική επιταγή της διακρίσεως των εξουσιών, δεν επιτρέπεται σε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας να παρεμβαίνει με «νομικές απόψεις», όπως συνομολογεί ο κ. Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, υποδεικνύων ότι δεν έπρεπε να ζητήσω τη δικογραφία από την Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς ή ότι δήθεν έπρεπε να κάνω δήλωση αποχής για υποθέσεις που είχαν σχέση με στελέχη της Νέας Δημοκρατίας», τονίζει η εισαγγελέας.
Και προσθέτει : «διερωτώμαι, για ποίον λόγο τότε δεν αναφέρει τελικά, σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αναφέρθηκε, στην τελικώς διατυπωθείσα δημοσίως, στη Βουλή των Ελλήνων, δήλωσή του της 27.11.2015, δηλαδή μερικές εβδομάδες μετά τις ανεπίσημες διαδόσεις του περί δικαστικού πραξικοπήματος ; Γιατί δεν αναφέρεται ευθέως σε ποιο δικαστικό πραξικόπημα αφορούσε η δήλωσή του αυτή της 27.11.2015;».
Επιφυλασσόμενη παντός νομίμου δικαιώματος της, για τις «αναληθείς και προσβλητικές διατυπώσεις» Παπαγγελόπουλου, η κυρία Τσατάνη επιμένει ότι ο αναπληρωτής υπουργός επικαλέστηκε τη γνώση του, «περί προγραμματισμένης άσκησης ποινικής δίωξης σε περίοδο διενεργούμενης, ακόμη, προκαταρκτικής εξετάσεως από την Εισαγγελία Διαφθοράς.Αυτή η γνώση είναι επιλήψιμη, είναι παραβίαση απορρήτου, είναι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη».
Ερωτήματα και παραλείψεις
Η κυρία Τσατάνη σημειώνει ότι τα ερωτήματα που της έθεσε η κυρία Θάνου προδίδουν παραλείψεις της, καθώς βασίζονται σε έγγραφα που δεν της έχουν παραδοθεί, και εκτιμά ότι οι απαντήσεις πρέπει να τεθούν στην κρίση άλλου, αμερόληπτου, δικαστικού λειτουργού.
Η κυρία Τσατάνη απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, το πώς περιήλθε η δικογραφία Βγενόπουλου στα χέρια της, λέει μεταξύ άλλων τα εξής : «παρά το γεγονός, ότι έχει διενεργηθεί επ΄ αυτού προηγουμένη έρευνα και έχει ήδη αποφανθεί ο κ. Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εν γνώσει σας, με το υπ΄αριθμ. 5594/2015 έγγραφό του, αναφέρεσθε στην αναφορά του κ. Ι. Αγγελή, Εισαγγελέως Εφετών, και στις δικογραφίες που χειρίζονταν οι Εισαγγελείς των εγκλημάτων κατά της Διαφθοράς».
«Εν αναφορά προς το δεύτερο ερώτημά σας, εάν δηλαδή «ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση, με την υπ΄αριθμ. 1/2016 διάταξή μας, των δικογραφιών την ίδια ημερομηνία (22-2-2016), κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η ενώπιον της 10ηςτακτικής ανακρίτριας εμφάνιση του επιχειρηματία», αντιλαμβάνεσθε ότι η αναληθής αναφορά, τόσο του κ. Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και του κ. Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις από 24-2-2016 επιστολές τους προς Υμάς και τον κ. Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης αντίστοιχα,δενείναι συμπτωματική, και επιφυλάσσομαι τόσο για το ερώτημά σας, όσο και για την εν λόγω αναφορά», σημειώνει η εισαγγελέας.
«Όσο για το τρίτο ερώτημά σας, εάν συμμετείχα κατά τη συνδιάσκεψη τηςEurojust, μεταξύ των Ελληνικών και Κυπριακών Αρχών τον Ιούλιο του 2015, και «εάν υπήρξε συμφωνία –συνεννόηση, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστελαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό. Εάν στην πράξη αρχειοθέτησης υπ΄αριθμ. 1/2016 έχετε συμπεριλάβει και το εν λόγω αδίκημα της δωροδοκίας του Κύπριου Τραπεζίτη και εάν τηρήθηκε η ως άνω συμφωνία, δηλαδή εάν σας είχαν, εν τω μεταξύ, αποσταλεί από τις Κυπριακές αρχές τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία».
Συμπληρώνει η εισαγγελέας: «Κατ΄ αρχάς παρακαλώ να δείτε με προσοχή, πώς εκτίθεται το κύρος της Προέδρου του Αρείου Πάγου, διενεργούσης την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση, όταν για το ανωτέρω ερώτημα, του οποίου έλαβα, τυπικώς, γνώση σήμερα, από εσάς, έχει ήδη λάβει γνώση το πανελλήνιο, από την ομιλία του κ. Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Δημητρίου Παπαγγελόπουλου, στη Βουλή:«…Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου; Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα.»
«Στον φυσικό Δικαστή, που θα κρίνει, μετά την έκδοση αποφάσεως επί της παρούσης αιτήσεως εξαιρέσεως, απαντώ, ότι κατά τη συνάντηση του Ιουλίου 2015, δεν υπήρξε «συμφωνία –συνεννόηση» με δεσμευτικό χαρακτήρα μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων, σύμφωνα με την οποία, όσες εκ των ως άνω υποθέσεων διερευνούνταν από τις Κυπριακές ανακριτικές αρχές και βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο ερευνών, όπως η υπόθεση της δωροδοκίας του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, θα συνέχιζε να διερευνάται από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες μετά την περαίωση της έρευνάς τους, θα απέστειλαν προς τις Ελληνικές αρχές το πόρισμά τους και το αποδεικτικό υλικό».
Η «θρυαλλίδα»
Σύμφωνα πάντα με την κυρία Τσατάνη, θρυαλλίδα έγινε το «βαναύσως προσβλητικό» ερώτημα που της απηύθυνε η πρόεδρος, ως προς το εάν ήταν συμπτωματική η αρχειοθέτηση της υπόθεσης Βγενόπουλου την ίδια ημερομηνία κατά την οποία ήταν προκαθορισμένη η εμφάνιση του επιχειρηματία ενώπιον της 10ης τακτικής ανακρίτριας.
Στο συγκεκριμένο σημείο, μάλιστα, η κυρία Τσατάνη δεν διστάζει να περάσει στην αντεπίθεση, τονίζοντας ότι η αναφορά σε «συμπτώσεις» την παραπέμπουν στη σύσκεψη που συγκλήθηκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης μία ημέρα μετά την κοινοποίηση της αναφοράς της (σε βάρος Παπαγγελόπουλου) στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, και ενώ η τελευταία δεν την είχε διαβιβάσει –ως όφειλε – στα αρμόδια όργανα. Η εισαγγελέας επισημαίνει με νόημα ότι από τη σύσκεψη απουσίαζαν εισαγγελικοί λειτουργοί, και δη η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, ενώ συμμετείχαν και η κυρία Θάνου, και ο κ. Παπαγγελόπουλος.
Η εισαγγελέας θυμίζει, δε, στην πρόεδρο ότι το πρωϊνό της ίδιας ημέρας (της σύσκεψης), της ζήτησε τη διάταξη με την οποία αρχειοθετήθηκε η υπόθεση Βγενόπουλου, υπογραμμίζοντας τόσο το γεγονός ότι βάσει του νόμου δεν είχε δικαίωμα να τη ζητήσει, όσο και το ότι αμέσως μετά διατύπωσε σχετικό αίτημα προς την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών.
Χαρακτηριστικά, αναφέρει η κυρία Τσατάνη: «Ευλόγως γεννάται το ερώτημα: Εκ συμπτώσεως υπεβλήθη το αίτημα τούτο, καθ΄ όσον ακολουθεί η σύσκεψη την ίδια ημέρα, εις το Υπουργείο Δικαιοσύνης; Εκ συμπτώσεως, άραγε, αποστέλλουν την ίδια ημέρα, δηλαδή την 24-2-2016, τόσο ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Κώστας Κληρίδης, όσο και ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ιωνάς Νικολάου, πανομοιότυπου περιεχομένου έγγραφο, βάσει του οποίου αποφασίσατε τη διενέργεια εις βάρος μου, προσωπικώς παρ΄ Υμών, της προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας, καίτοι ως γνωστόν, ο κ. Γενικός Εισαγγελέας της Κύπρου, αντί επικοινωνίας προς τούτο με την προϊσταμένη μου αρχή, την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απέστειλε εις Υμάς το έγγραφο των αιτιάσεών του;».