Στο κενό έπεσε η προσπάθεια υποδιευθυντή των ΤΕΕ Αθήνας , που ζητούσε να ακυρωθεί η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με την οποία τέθηκε σε οριστική απόλυση. Οι δικαστές του Γ. Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας είπαν όχι στην επιστροφή του για την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του, αφού στο παρελθόν βρέθηκε να έχει παραβιάσει τον Ποινικό Κώδικα.

Συγκεκριμένα, υποδιευθυντής ΤΕΕ της Αθήνας -εκμεταλλευόμενος την θέση του όπως αναφέρει η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- μεθόδευσε και πέτυχε να εξαφανίσει τόσο τις καταστάσεις δικαιολόγησης απουσιών του Α΄ και Β΄ τετραμήνου του διδακτικού έτους 2001-2002 του τμήματος κομμωτικής που είχε συντάξει ο υπεύθυνος καθηγητής του τμήματος, όσο και την κατάσταση απολυμένων του ίδιου σχολικού έτους του τμήματος κομμωτικής.

Μετά την εξαφάνιση των καταστάσεων αυτών, κατασκεύασε δύο νέες καταστάσεις δικαιολόγησης απουσιών του Α΄ και Β΄ τετραμήνου στις οποίες συμπεριέλαβε το όνομα της γυναίκας του.

Στις πλαστές αυτές καταστάσεις η γυναίκα του εμφανιζόταν ως φοιτήτρια που δικαιολογεί τις απουσίες της και τις αντικατέστησε με τις πραγματικές καταστάσεις που είχε παραδώσει ο υπεύθυνος καθηγητής.

Με τον τρόπο αυτό η γυναίκα του έλαβε απολυτήριο από το τμήμα κομμωτικής κατά τη σχολική περίοδο 2001-2002.

Στην συνέχεια με τελεσίδική απόφαση του Αρείου Πάγου ο υποδιευθυντής καταδικάστηκε σε φυλάκιση 22 μηνών για υπεξαγωγή εγγράφων κατ΄εξακολούθηση και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης κατ΄ εξακολούθηση.

Ακολούθησε, το δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο το οποίο του επέβαλε την πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης για τα αδικήματα «της παράβασης καθήκοντος κατά τον ποινικό νόμο και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής εντός υπηρεσίας».

Παρόλα αυτό ο υποδιευθυντής του ΤΕΕ προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ζητώντας να ακυρωθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης που του επιβλήθηκε, επικαλούμενος τυπικούς και όχι ουσιαστικούς λόγους, όπως είναι η νομιμότητα μαρτυρικών καταθέσεων για να εισπράξει το «όχι» των ανώτατων δικαστών.