Με στόχο την αλλαγή του αγροδιατροφικού παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ξεκίνησε μια νέα πρωτοβουλία της Greenpeace, με τη στήριξη του Ιδρύματος Νιάρχου.
Το πρόγραμμα «Εκπαίδευση αγροτών στα ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά» αναλαμβάνει να υποστηρίξει τους αγρότες που θέλουν να επενδύσουν σε βιώσιμες αγροτικές πρακτικές, όπως είναι η καλλιέργεια ελληνικών κτηνοτροφικών φυτών για ζωοτροφές χωρίς γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.
Ήδη το πρόγραμμα έχει ήδη προκαλέσει το ενδιαφέρον πρωτοπόρων παραγωγών, αποδεικνύοντας ότι οι αγρότες χρειάζονται σήμερα ουσιαστικά κίνητρα και συγκεκριμένα μέτρα στήριξης από το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας ώστε να μπορούν να επενδύσουν στην καλλιέργεια ελληνικών κτηνοτροφικών φυτών.
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ξεκίνησε από τα Δερβενοχώρια Βοιωτίας, με επίκεντρο την καλλιέργεια κτηνοτροφικού κουκιού και θα συνεχιστεί στη Βόρεια Ελλάδα. Στην πρώτη ημερίδα που ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο συμμετείχαν περίπου 20 αγρότες, οι οποίοι εκπροσωπούσαν μεγαλύτερες ομάδες παραγωγών.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει δωρεάν εκπαιδευτικές ημερίδες και διανομή εγχειριδίων καλλιέργειας. Απευθύνεται σε παραγωγούς που ενδιαφέρονται να εξοικειωθούν με τα χαρακτηριστικά και τις καλλιεργητικές απαιτήσεις του κτηνοτροφικού κουκιού, του ρεβιθιού, του μπιζελιού και του λούπινου.
Στη διάρκεια των ημερίδων οι παραγωγοί έχουν την ευκαιρία να μεταφέρουν την εμπειρία τους και να έρθουν σε επαφή με ειδικευμένους γεωπόνους, οι οποίοι προτείνουν βιώσιμες γεωργικές πρακτικές, όπως αμειψισπορά για φυσική λίπανση (εναλλαγή των καλλιεργειών με κτηνοτροφικά φυτά) και επιφανειακή καλλιέργεια για φυσική αντιμετώπιση της αυτοφυούς βλάστησης (αγριόχορτα).
Παράλληλα, η Greenpeace διανέμει δωρεάν σπόρο κτηνοτροφικών φυτών στους καλλιεργητές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Ήδη οι πρώτες καλλιέργειες των αγροτών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα ετοιμάζονται να ανθοφορήσουν.
Η εφαρμογή βιώσιμων γεωργικών πρακτικών ωφελεί όχι μόνο το περιβάλλον, τη γεωργία και τη διατροφή, αλλά και την εθνική οικονομία. Η χώρα μας αν και παράγει ποιοτικές και ασφαλείς πρώτες ύλες για ζωοτροφές, η ελληνική κτηνοτροφία στηρίζεται σήμερα σε εισαγωγές πρώτων υλών, οι οποίες κοστίζουν στην εθνική οικονομία περί τα 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Οι συγκεκριμένες εισαγωγές, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση, «αφορούν κυρίως στη σόγια, η οποία είναι συχνά μεταλλαγμένη». Η βιώσιμη γεωργία δεν εξαρτάται από «μεταλλαγμένα» και χημικά φυτοφάρμακα και εξασφαλίζει το παρόν και το μέλλον της γεωργίας προστατεύοντας το έδαφος, το νερό, το κλίμα και τη βιοποικιλότητα του πλανήτη.
Η πρωτοβουλία της Greenpeace στοχεύει στην ενδυνάμωση των πρωτοπόρων αγροτών που έχουν ήδη προχωρήσει στα πρώτα βήματα εφαρμογής αντίστοιχων βιώσιμων πρακτικών και στη μεταφορά της σχετικής εμπειρίας σε μεγαλύτερη κλίμακα.
«Οι αγρότες είναι οι πρώτοι που έχουν βιώσει τα αδιέξοδα του αγροτικού μοντέλου που επικρατεί σήμερα, τους κινδύνους των μεταλλαγμένων, την εξάρτηση από επικίνδυνα φυτοφάρμακα και λιπάσματα και το υψηλό κόστος παραγωγής που συνεπάγονται. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους, συναντάμε το τεράστιο ενδιαφέρον παραγωγών που θέλουν να στραφούν στα ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά». τονίζει η υπεύθυνη της εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία, κυρία Έλενα Δανάλη. Και προσθέτει: «Η εφαρμογή βιώσιμων γεωργικών πρακτικών και η στροφή της Ελλάδας σε βιώσιμη γεωργία είναι η μόνη λύση που μπορεί να δώσει ανάσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αγροτικός κλάδος και η εθνική οικονομία. Σήμερα κάνουμε το πρώτο βήμα, οι παραγωγοί όμως θα χρειαστούν τώρα τεχνογνωσία και μέτρα ενίσχυσης».