Σε δύσβατα μονοπάτια θα πρέπει να βαδίσει η ηγεσία του υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας αν θέλει να επιτύχει μείωση των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος. Ο υπουργός κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης έχει πολλάκις αναφέρει ότι υπάρχει δυνατότητα για περιορισμό του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας από 20% ως και 40% ώστε να επιτευχθεί μείωση στο τελικό κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Μάλιστα κατά την πρόσφατη περιοδεία του στην Κοζάνη ανακοίνωσε ότι υπάρχει σχέδιο της κυβέρνησης για μείωση των τιμολογίων της ΔΕΗ και είναι έτοιμη τροπολογία για την ακύρωση της αύξησης που είχε εισηγηθεί η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η οποία θα κατατεθεί στο πρώτο νομοσχέδιο που θα πάει στη Βουλή.
Ωστόσο όλες οι πλευρές αναγνωρίζουν ότι οι πιθανότητες να επιτευχθεί ο στόχος δεν είναι πολλές και απαιτούνται γενναίες παρεμβάσεις στην αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, οικονομική ανασυγκρότηση της ΔΕΗ, εκσυγχρονισμός της επιχείρησης και στοχευμένο επενδυτικό πλάνο.
Τα βάρη της ΔΕΗ είναι σήμερα τεράστια και περιορίζουν την οικονομική ευελιξία της. Το πρόβλημα ρευστότητας επιδεινώνεται από μια διευρυνόμενη «τρύπα» περίπου 2 δισ. ευρώ από ληξιπρόθεσμες οφειλές, εκ των οποίων περί τα 180 εκατ. ευρώ χρωστούν το Δημόσιο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, ενώ παράλληλα για την ηλεκτροδότηση των νησιών η «αιμορραγία» υπολογίζεται σε 800 εκατ. ευρώ ετησίως. Ακόμη, σε περίπου 90 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος της επιχείρησης τον χρόνο από τα 500.000 κοινωνικά τιμολόγια.
Την ίδια ώρα η εταιρεία οφείλει ως το 2020 να υλοποιήσει ένα σχέδιο υποχρεωτικής αναβάθμισης οκτώ μονάδων της, κόστους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Στο επενδυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνεται η κατασκευή της μονάδας 5 του ατμοηλεκτρικού σταθμού Πτολεμαΐδας («Πτολεμαΐδα V») προϋπολογισμού 1,4 δισ. ευρώ.
Το κόστος των ρύπων


Η ΔΕΗ έχει επιπλέον την υποχρέωση ετήσιας καταβολής εκατομμυρίων ευρώ για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών. Η δαπάνη αυτή μάλιστα για το 2013 ανήλθε σε 187,5 εκατ. ευρώ, για το 2014 όμως είναι σημαντικά αυξημένη. Και αυτό διότι η τιμή του δικαιώματος αυξήθηκε από 4,42 ευρώ σε περίπου 7 ευρώ ανά τόνο μεσοσταθμικά. Μάλιστα η Κομισιόν στο ενεργειακό πακέτο του 2030 που συμφωνήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Οκτωβρίου συμπεριέλαβε μια δομική ανασυγκρότηση του συστήματος. Σύμφωνα με διάφορα σενάρια εφαρμογής του νέου μηχανισμού, η τιμή του δικαιώματος μπορεί να πολλαπλασιαστεί.
Υψηλό οικονομικό, αλλά και περιβαλλοντικό κόστος για τη ΔΕΗ αποτελούν επίσης οι εκπομπές διοξειδίου του θείου (SO2), οξειδίων του αζώτου (NOX) και αιωρούμενων σωματιδίων. Τα χρονικά περιθώρια συμμόρφωσης των λιγνιτικών μονάδων με τη νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία ως προς τις εκπομπές των συγκεκριμένων ρύπων στενεύουν (συμμόρφωση το αργότερο ως την 1η Ιουλίου 2020).
Οπως αναφέρει ο υπεύθυνος θεμάτων ενέργειας τουWWFΕλλάς κ. ΝίκοςΜάντζαρης, το λεγόμενο «εξωτερικό κόστος» του λιγνίτη για την Ελλάδα αποτιμήθηκε από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος και έδειξε ότι αν εφαρμοστούν οι βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές στις θερμικές μονάδες καύσης για μείωση των εκπομπών ΝΟx και SO2, το οικονομικό όφελος κυμαίνεται από 800 εκατ. ευρώ ως 2,3 δισ. ευρώ ετησίως. «Ηδη η ΔΕΗ βρίσκεται πίσω στο χρονοδιάγραμμα των αναβαθμίσεων που η Ελλάδα συμφώνησε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Μεταβατικού Εθνικού Σχεδίου Μείωσης Εκπομπών ως το 2020. Δεν είναι μόνο ζήτημα συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά προστασίας της δημόσιας υγείας» σημειώνει.
Για να συμμορφωθούν όμως οι μονάδες, απαιτούνται αναβαθμίσεις ιδιαιτέρως δαπανηρές, ειδικά για την αποθείωση. Η Ελλάδα, υπό την πίεση των νέων ευρωπαϊκών ορίων, έβαλε έξι μονάδες σε καθεστώς περιορισμένων ωρών λειτουργίας και τελική απόσυρση μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια και για τις άλλες οκτώ δεσμεύθηκε ότι θα πιάσουν τα ευρωπαϊκά όρια εκπομπών ως τις 30.6.2020.
Το κόστος μόνο για την υγρή αποθείωση της μονάδας «Αγ. Δημητρίου 5», σύμφωνα με την προκήρυξη του έργου το 2012 (ακυρώθηκε αλλά δεν έχει επαναπροκηρυχθεί), είναι 79 εκατ. ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Για τις υπόλοιπες τέσσερις μονάδες του Αγίου Δημητρίου η ΔΕΗ έχει υποσχεθεί ξηρή αποθείωση, η οποία είναι εξαιρετικά φθηνότερη αλλά, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, όχι τόσο αποτελεσματική μέθοδος. Για τη μείωση εκπομπών ΝΟx έχουν προκηρυχθεί έργα για τον «Αγ. Δημήτριο 5» με κόστος 9 εκατ. ευρώ και για τους «Αγιο Δημήτριο Ι» και «ΙΙ» συνολικού κόστους 29,5 εκατ. ευρώ.


Εκκρεμεί η διασύνδεση του νησιωτικού δικτύου
Το κόστος του πετρελαίου και τα νησιά

Η ΔΕΗ, όπως αναφέρουν στελέχη της επιχείρησης, έχει ήδη μειώσει στο ελάχιστο το κόστος παραγωγής της. «Το κόστος της λιγνιτικής κιλοβατώρας είναι από τα φθηνότερα στην ΕΕ. Δεν είναι εύκολο να μειωθεί και άλλο το κόστος παραγωγής, διότι θα επιβαρυνθεί η εταιρεία» τονίζουν. Οσον αφορά το μισθολογικό κόστος, σημειώνουν ότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί και οι μισθοί καθορίζονται με τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Πάντως πρόσφατη μελέτη της Ernst & Young για λογαριασμό της ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) έδειξε ότι μπορεί να υπάρξει μείωση στο κόστος λειτουργίας και παραγωγής κυρίως στις λιγνιτικές μονάδες, η οποία δύναται να φθάσει σε 230 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο αντιπρόεδρος τηςΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κ. Κώστας Κουτσοδήμας, το κόστος παραγωγής θα μπορούσε να περιοριστεί αν ολοκληρωνόταν το έργο διασύνδεσης αρχικά των Κυκλάδων με το ηπειρωτικό δίκτυο ηλεκτροδότησης. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, «για να γίνει αυτό θα πρέπει τα τοπικά και πολιτικά συμφέροντα σε διάφορα νησιά, όπως σε Νάξο και Μύκονο, να επιτρέψουν στη ΔΕΗ να ολοκληρώσει το έργο της διασύνδεσης».
Με τη διασύνδεση θα τεθούν σε εφεδρεία οι υφιστάμενες ρυπογόνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής των νησιών, οι οποίες έχουν ιδιαιτέρως αυξημένο κόστος λειτουργίας, καθώς «καίνε» πετρέλαιο, για τη μεταφορά του οποίου μάλιστα μισθώνονται δεξαμενόπλοια. Πάντως όλα είναι σχετικά. Σήμερα η πτώση της τιμής του πετρελαίου μπορεί να έφερε μια εξοικονόμηση, αυτή όμως είναι προσωρινή.
Το κόστος προκειμένου να μην υπάρχουν διαφορές μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιωτικών περιοχών «επιδοτείται» από τους καταναλωτές, μέσω των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) στα τιμολόγια ρεύματος και υπολογίζεται σε περίπου 800 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ