Περιορισμούς στην κίνηση των δεδομένων στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα της Ευρώπης προβλέπει το σχέδιο κανονισμού για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, το οποίο συμφωνήθηκε προ ημερών από το Συμβούλιο της ΕΕ και προωθείται στο Ευρωκοινοβούλιο.
Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της ΕΕ, το Συμβούλιο της ΕΕ δίνει το δικαίωμα στους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών να περιορίζουν την κίνηση στα δίκτυά τους εάν και εφόσον παρατηρείται συμφόρηση στην κυκλοφορία των δεδομένων.
Ακόμη, το Συμβούλιο πέρασε πρόβλεψη που δίνει το δικαίωμα στους παρόχους να εμποδίζουν την πρόσβαση σε εφαρμογή των εθνικών νόμων ή αποφάσεων δικαστηρίων.
«Παράθυρο» για Ίντερνετ δύο ταχυτήτων
Παράλληλα, διατύπωση ανοίγει ένα «παράθυρο» στην παροχή ίντερνετ δύο ταχυτήτων, σε μη «παραδοσιακές» τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, όπως π.χ. οι επικοινωνίες μεταξύ μηχανών (M2), που τα επόμενα χρόνια θα μπουν στην αιχμή του δόρατος όλων των μεγάλων παρόχων της Ευρώπης στο πλαίσιο του πολλά υποσχόμενου «διαδικτύου των πραγμάτων» (IoT).
Το σχέδιο του κανονισμού, όπως αναφέρει το Συμβούλιο, στοχεύει στον εναρμονισμό των κανόνων για τη διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης στο ανοιχτό διαδίκτυο, στη χρήση εφαρμογών και υπηρεσιών της επιλογής τους και στη θέσπιση κοινών κανόνων στη διαχείριση της κίνησης των δεδομένων «που δεν προστατεύουν μόνο τους τελικούς χρήστες, αλλά ταυτόχρονα εγγυώνται τη συνεχή λειτουργία του οικοσυστήματος του διαδικτύου ως μηχανής καινοτομίας».
Τα μέτρα, αναφέρεται, σέβονται την αρχή «της τεχνολογικής ουδετερότητας» δηλαδή δεν κάνουν διακρίσεις υπέρ της χρήσης ορισμένου τύπου τεχνολογίας. Ωστόσο, σημειώνεται, «ένας σημαντικός αριθμός τελικών χρηστών επηρεάζονται από πρακτικές διαχείρισης» της κυκλοφορίας των δεδομένων στα δίκτυα, «που εμποδίζουν ή επιβραδύνουν συγκεκριμένες εφαρμογές». Ως εκ τούτου, επισημαίνει, απαιτούνται κοινοί κανόνες πανευρωπαϊκά.
Ο κανονισμός, παράλληλα, ορίζει ότι για λόγους που βρίσκονται έξω από τον ελέγχο των παρόχων, ορισμένα τελικά σημεία του διαδικτύου «μπορεί να μην είναι πάντα προσβάσιμα, για παράδειγμα λόγω μέτρων που ελήφθησαν από δημόσιες αρχές».
Σύμφωνα με το νομικό κείμενο, ο τελικοί χρήστες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να συμφωνούν με τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο τιμές για συγκεκριμένους όγκους δεδομένων και ταχύτητες «ή σε άλλα τεχνικά και εμπορικά χαρακτηριστικά».
«Τέτοιες συμφωνίες, όπως επίσης και εμπορικές πρακτικές» δεν θα πρέπει να οδηγούν, δοθείσης της κλίμακάς τους, σε καταστάσεις όπου οι επιλογές των χρηστών πρακτικά θα μειώνονται, σημειώνεται.
Ωστόσο, ο κανονισμός προσθέτει ότι υπάρχει ζήτηση από τους παρόχους υπηρεσιών, εφαρμογών και περιεχομένου, αλλά και από τελικούς χρήστες για υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διαφορετικές από τις παραδοσιακές υπηρεσίες πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι οποίες στηρίζονται σε συγκεκριμένα επίπεδα ποιότητας.
Έτσι, εμπορικές συμφωνίες που θα συναφθούν σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα οι επικοινωνίες μεταξύ μηχανών (Μ2Μ).
Ταυτόχρονα, τέτοιες συμφωνίες θα πρέπει να επιτρέπουν σε παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών να διαχειρίζονται καλύτερα την κίνηση των δεδομένων και να εμποδίζουν τη συμφόρηση στα δίκτυα.
Οι χρήστες, αλλά και οι πάροχοι περιεχόμενου, εφαρμογών και υπηρεσιών θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι ελεύθεροι να συνάπτουν συμφωνίες με παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών για υπηρείες που απαιτούν συγκεκριμένα επίπεδα ποιότητας.
Ωστόσο, αυτές οι νέες υπηρεσίες δεν θα πρέπει να προσφέρονται ως αντικατάστατο των υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο και δεν θα πρέπει να επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα της πρόσβασης στο διαδίκτυο για τους άλλους χρήστες. Η εφαρμογή αυτών των κανονισμών θα ελέγχεται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, οι οποίοι καλούνται να εξετάσουν εάν θα δημιουργείται αρνητικός αντίκτυπος.
Διαχείριση κυκλοφορίας και απαγόρευση λόγω «μποτιλιαρίσματος»
Στο κείμενο σημειώνεται ότι η εύλογη διαχείριση της κυκλοφορίας των δεδομένων στο δίκτυο συνεισφέρει στην αποτελεσματική χρήση των δικτυακών πόρων και προστατεύει την ελευθερία των παρόχων πρόσβασης στο ίντερνετ να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τα όποια μέτρα διαχείρισης της κυκλοφορίας στο δίκτυο που θα εφαρμόζουν οι πάροχοι θα πρέπει να είναι διαφανή, συμμετρικά, να μην κάνουν διακρίσεις και να μη δημιουργούν αντι-ανταγωνιστικές συνθήκες. Ωστόσο, αυτή η απαίτηση δεν εμποδίζει τους παρόχους από το να εφαρμόζουν μέτρα διαχείρισης της κυκλοφορίας που λαμβάνουν υπόψη κάποια διαφορετική ποιότητα στην παροχή της υπηρεσίας.
Βέβαια, ο αποκλεισμός, η επιβράδυνση, η διακριτική μεταχείριση κτλ.έναντι ορισμένου περιεχομένου, εφαρμογής ή υπηρεσίας θα πρέπει να απαγορεύεται, σημειώνεται, υπό την αίρεση δικαιολογημένων και ορισμένων εξαιρέσεων.
Παράλληλα, όμως, ο κανονισμός αφήνει ανοιχτό το παράθυρο στους παρόχους να απαγορεύουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένο περιεχόμενο, εφαρμογές ή υπηρεσίες, βάσει του κοινοτικού ή του εθνικού δικαίου, δικαστικών αποφάσεων ή αποφάσεων των εθνικών αρχών.
Μία «λογική διαχείριση της κυκλοφορίας» θα πρέπει να επιτρέπει δράσεις για την προστασία της ακεραιότητας του δικτύου, όπως για παράδειγμα κυβερνοεπιθέσεις ή η αποφυγή συμφόρησης στο δίκτυο. «Κατ’ εξαίρεση», σημειώνεται, πιο περιοριστικά μέτρα που μπορούν να επηρεάσουν την πρόσβαση σε περιεχόμενο, εφαρμογές και υπηρεσίες «μπορεί να είναι απαραίτητα» για τον στόχο της παρεμπόδισης της συμφόρησης του δικτύου –κάτι που μπορεί να λαμβάνει χώρα «προσωρινά ή σε εξαιρετικές καταστάσεις».
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει καταστάσεις, ειδικά στα κινητά δίκτυα, όπου παρά τις προσπάθειες των παρόχων να διασφαλίσουν την πιο αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων τους και να αποτρέψουν τη συμφόρηση, η ζήτηση περιστασιακά ξεπερνά τη διαθέσιμη χωρητικότητα του δικτύου (μεγάλα αθλητικά γεγονότα, διαδηλώσεις κτλ.).
Ωστόσο, ο κανονισμός αποφεύγει να ορίσει τη νομιμότητα της πληροφορίας, του περιεχομένου, των εφαρμογών ή των υπηρεσιών κτλ., καθώς το Συμβούλιο παραπέμπει στο υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ, των κρατών-μελών κτλ.