Η ρητορική του υποψήφιου βουλευτή Α’ Αθηνών της Χρυσής Αυγής και μέλος της Κεντρικής της Επιτροπής Αλέξανδρου Πλωμαρίτη ήταν ικανή να προκαλέσει μίσος, βία και διακρίσεις. Αυτό αναφέρει η υπ’ αριθμ. 65738/2014 απόφαση του Η’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκε ο Αλ. Πλωμαρίτης για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου (927/1979).
Το στέλεχος της Χρυσής Αυγής είχε καταφερθεί εναντίον του κινηματογραφιστή Κωνσταντίνου Γεωργούση, ο οποίος κατέγραφε με την κάμερά του την προεκλογική εκστρατεία του νεοναζιστικού κόμματος στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα στις εκλογές του 2012. Το δικαστήριο δεν δέχτηκε τον ισχυρισμό του ότι ο Κ. Γεωργούσης τον κινηματογραφούσε δήθεν κρυφά –ο Ηλίας Κασιδιάρης μάλιστα είχε δώσει το στίγμα τότε κάνοντας λόγο για κατασκευασμένο βίντεο, με πλάνα που τραβήχτηκαν χωρίς να το γνωρίζουν οι συμμετέχοντες.
Είχε προκληθεί σάλος με την προβολή πλάνων του ντοκυμαντέρ στο βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι Channel 4 το 2013 και η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών κυρία Παναγιώτα Φάκου διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Ο Αλ. Πλωμαρίτης καταφερόταν με χυδαίες εκφράσεις κατά των μεταναστών («πρωτόγονοι», «υπάνθρωποι», «μιάσματα») ενώ στη φράση «Είμαστε έτοιμοι να ανοίξουμε τους φούρνους» που ακούστηκε σε ένα πλάνο, συμπλήρωσε ότι οι μετανάστες «μπορούν να γίνουν σαπούνια, αλλά όχι για ανθρώπους παρά μόνο για αμάξια ή πεζοδρόμια, επειδή αυτοί είναι χημικοί και μπορεί να βγάλουμε καμιά καντήλα».
Και συνέχισε στο ίδιο ύφος: «Το δέρμα των παράνομων μεταναστών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για λαμπατέρ και τα μαλλιά τους για μπεγλέρια».
Μάλιστα, το δικαστήριο όχι μόνο καταδίκασε τον Αλ. Πλωμαρίτη αλλά χωρίς να υπάρχει καν σχετική νομική αναγκαιότητα η απόφαση αναφέρει:
«Οι δε φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο καφενείο επί της οδού Πιπίνου, έστω και αν περιείχαν υπερβολή, καταδεικνύουν τις απόψεις του, κυρίως στην πρόσκληση δημόσια σε διάφορους άλλους να προβαίνουν στον ξυλοδαρμό, να απειλούν, να εξυβρίζουν, να τραυματίζουν με πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών διάφορους αλλοδαπούς, προκειμένου οι υπόλοιποι να πείθονται κατά τον τρόπο αυτό να εγκαταλείπουν το έδαφος της Εληνικής Επικράτειας, ήταν δε ικανές οι φράσεις του και οι λέξεις του να προκαλέσουν διακρίσεις, αφού κατά τα λεγόμενά του κατηγορούμενου αυτοί φέρονται ως όντα κατώτερα, μίσος, διότι φέρονται ότι καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο των Ελλήνων, και βία κυρίως κατά ομάδων και προσώπων με συγκεκριμένα φυλετικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε διάφορες εθνοτικές ομάδες προερχόμενες από τις περιοχές της νότιας και νοτιοδυτικής Ασίας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι έστω και αν αυτό δεν απαιτείται για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης της κρινόμενης πράξης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν 927/1979, οι διακρίσεις, το μίσος και η βία εκφράστηκαν ιδιαιτέρως, με έκνομες και ακραίες συμπεριφορές, συνιστάμενες σε ξυλοδαρμούς και ανθρωποκτονίες αλλοδαπών, που ερευνώνται ήδη από την Ελληνική Δικαιοσύνη».
Επιπλέον, η κρίση του δικαστή καθίσταται ακόμα πιο βαρύνουσα από το γεγονός ότι ο ίδιος σημειώνει ότι η εφαρμογή του ν. 927/1979 θα πρέπει να γίνεται συσταλτικά και αυστηρά, χωρίς να τιθεται σε κίνδυνο η ελευθερία της έκφρασης, αλλά πάντα σε συνάρτηση με την υποχρέωση της Πολιτείας για σεβασμό και προστασία της αξίας του ατόμου, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η φυλετική και εθνική καταγωγή του.