Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σκόπευε η ομάδα των βαρυποινιτών του Κορυδαλλού να «ξεπλύνει» 10 εκατ. ευρώ από τα λύτρα της απαγωγής του εφοπλιστή κ. Περικλή Παναγόπουλου. Κεντρικό πρόσωπο στο μεγάλο «κόλπο» στο Ντουμπάι που αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής» ήταν ένας 50χρονος έμπορος καυσίμων από την Ελευσίνα με το ψευδώνυμο «Πόντιος». Μαζί με έναν έλληνα τραπεζίτη που εργαζόταν για λογαριασμό ελβετικής τράπεζας είχαν συναντήσεις στο αραβικό κράτος με έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν σε εμπόριο πετρελαίου στην περιοχή. Μάλιστα το όνομα ενός εκ των παρόντων στον Περσικό αναμείχθηκε, στην πρώτη φάση, με την υπόθεση διακίνησης δύο τόνων ηρωίνης με το πλοίο «Noor 1» το περασμένο καλοκαίρι.
Ο εφοπλιστής κ. Παναγόπουλος απήχθη το πρωί της 12ης Ιανουαρίου 2009 και 13 ημέρες μετά αφέθηκε ελεύθερος αφού καταβλήθηκαν λύτρα περίπου 30 εκατ. ευρώ. Οι αστυνομικοί κατάφεραν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς να οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης 20 άτομα της εγκληματικής οργάνωσης, εκ των οποίων κρίθηκαν ένοχοι οι 18. Μικρό μέρος των λύτρων (οι απαγωγείς τα ονόμαζαν συνθηματικά «σκάφη») εντοπίστηκε σε μαύρες σακούλες στην κατοχή ενός ιδιοκτήτη εταιρείας για χωματουργικά έργα.
Για πετρέλαιο στον Περσικό


Στο διαβιβαστικό έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. για την πρόσφατη δράση των 37 «νονών-βομβιστών», με κεντρικό ρόλο σε τουλάχιστον τρεις βαρυποινίτες, αναφερόταν πως ο αρχηγός της συμμορίας που απήγαγε τον κ. Παναγόπουλο είχε αναφέρει ότι «έχασα περίπου 4 εκατ. ευρώ από το μερίδιό μου μετά το σκάνδαλο που έγινε με το δικαστικό κύκλωμα στην Ιταλία», χωρίς πάντως να δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις σε ποιους ακριβώς τα είχε δώσει για «ξέπλυμα». Παράλληλα ένα άλλο μέρος «»ξεπλύθηκε» με τη βοήθεια ενός πιλότου από το Ντουμπάι».
Αυτές οι αναφορές μόνο τυχαίες δεν θεωρούνται από τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. Οσον αφορά την «επένδυση» στο Ντουμπάι, ένας έλληνας επιχειρηματίας με πολύχρονη παρουσία στο αραβικό εμιράτο –τώρα δραστηριοποιείται στη χώρα μας –ανέφερε ότι «μικρό χρονικό διάστημα μετά την απαγωγή Παναγόπουλου είχαν φθάσει εκεί ο προαναφερόμενος 50χρονος έμπορος πετρελαίου (σ.σ.: χωρίς ποινικό μητρώο, είχε κατηγορηθεί το 2012 από τις τελωνειακές αρχές για παράβαση σε βυτιοφόρο που ήταν συνιδιοκτήτης) μαζί με έναν τραπεζίτη που είχε «άτυπο» γραφείο στο Κολωνάκι και διεκπεραίωνε ειδικού τύπου επενδύσεις. Και αυτό προκειμένου να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, όπως έλεγαν, στον χώρο του πετρελαίου και κυρίως σε ορισμένες ξένες εταιρείες που ασχολούνταν με το σπάσιμο του «εμπάργκο» στο Ιράν και είχαν μεγάλα κέρδη. Εμειναν στο Ντουμπάι δυο-τρεις ημέρες και είχαν σειρά συναντήσεων, αποκαλύπτοντας τελικά ότι θα φέρουν 10 εκατ. «βρώμικα» ευρώ από τα λύτρα. Στόχος ήταν τα χρήματα, που δεν θα εντοπίζονταν προφανώς από τις αρχές του εμιράτου, να «ξεπλένονταν» μέσω του κύκλου των «επενδύσεων» στο ιρανικό πετρέλαιο. Αυτό που μνημονεύεται για πιλότο στο Ντουμπάι θεωρείται ότι ήταν μέρος του σχεδίου μεταφοράς της βαλίτσας με το ποσό: με πιλότο ξένης εταιρείας ο οποίος δεν θα ελεγχόταν στο αεροδρόμιο».
Αυτό το σχέδιο όμως φέρεται, σύμφωνα με τις ίδιες αναφορές και πληροφορίες που διαθέτει η ΕΛ.ΑΣ., ότι δεν ευοδώθηκε λόγω της επιφύλαξης επιχειρηματιών να εμπλακούν. Κατά πληροφορίες, ο 50χρονος λόγω ενασχόλησής του με το εμπόριο πετρελαίου είχε αναπτύξει σχέσεις με ποινικούς που είχαν κατηγορηθεί για λαθρεμπόριο στα δυτικά προάστια και έτσι ανέλαβε μέσω άλλων γνωριμιών να… καθαρίσει τα «σκάφη» της απαγωγής στο Ντουμπάι.
Ρότα για Ιταλία


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, σύμφωνα με τους αξιωματικούς, και το άλλο σκέλος στην αναφορά του διαβιβαστικού για αντίστοιχες «επενδύσεις» στην Ιταλία. Οι διωκτικές αρχές την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία είχαν πληροφορίες ότι μέλη συμμοριών δυτικών προαστίων που είχαν συνεργασία με αστυνομικούς προχωρούσαν σε εκτεταμένο λαθρεμπόριο τσιγάρων με ιταλούς λαθρεμπόρους. Διατηρούσαν επίσης σχετικές επαφές στην Αλβανία και στο Μαυροβούνιο.
Κατά τις ίδιες πηγές, το λαθρεμπόριο τσιγάρων ήταν το κύριο σημείο επαφής ελλήνων και ιταλών «μαφιόζων» με την εμπλοκή και Ρωσοποντίων που διαμένουν στα νότια προάστια. Μάλιστα οι αστυνομικοί υπενθύμιζαν ότι την περίοδο 2000-2002 σημειώθηκαν εγκληματικές επιθέσεις στην Αθήνα εναντίον μελών του παραρτήματος του Μπρίντιζι της μαφίας Sacra Corona Unita, με έδρα την Απουλία, που ασχολούνταν με το λαθρεμπόριο τσιγάρων. Εμπλοκή σε αυτές φέρεται ότι είχαν και έλληνες ποινικοί που δραστηριοποιούνται ακόμη και σήμερα.
Μετά την απαγωγή του κ. Παναγόπουλου, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, υπήρξε ροή πληροφοριών ότι «οι δράστες ψάχνουν να «ξεπλύνουν» τα λεφτά στην Ιταλία», ενώ στη συνέχεια ακούστηκε ότι «μέσω ενός Αλβανού που διαμένει στην Κέρκυρα είχαν αναπτύξει επαφές με ξένους μαφιόζους που έκαναν νομιμοποίηση εσόδων μέσω ακτοπλοϊκής εταιρείας της γειτονικής χώρας». Αυτό όμως έμεινε ασαφές και τώρα επαναδιερευνάται από την Ασφάλεια Αττικής. Μάλιστα η ΕΛ.ΑΣ. έστειλε τις τελευταίες ημέρες στην Ιταλία –σε μορφή CD και μέσω Europol –τη λίστα των προσημειωμένων χαρτονομισμάτων της απαγωγής. Στόχος είναι έτσι να βρεθούν τα ίχνη της συγκεκριμένης επένδυσης της ελληνοϊταλικής μαφίας.


Δικογραφία
Το πλοίο, ο «εφοπλιστής» και οι επτά εκβιασμοί

Στη δικογραφία αναφέρεται ότι η συμμορία ήθελε να αγοράσει ένα πλοίο αντί 1,2 εκατ. ευρώ. Οπως προκύπτει από πληροφορίες, αυτό θα προερχόταν από την Ιταλία και πωλητής θα ήταν άλλος επιχειρηματίας, κατηγορούμενος για την υπόθεση Τσοχατζόπουλου, με βάση τη Θεσσαλονίκη.
Πάντως σε ένα σημείο της κατάθεσης της 45χρονης συγγενούς βαρυποινίτη που αποτέλεσε την αφορμή για την εξάρθρωση του κυκλώματος είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. Εκεί που καταθέτει ότι «έδωσαν για «ξέπλυμα» μέρος των λύτρων σε εφοπλιστή στη Θεσσαλονίκη». Σημείωναν ότι και το 2009 σε απομαγνητοφωνημένους διαλόγους για την απαγωγή «υπήρχαν ορισμένες αναφορές για σχέσεις γυναικών-μελών του κυκλώματος με έναν εφοπλιστή, χωρίς συνέχεια. Πιθανολογούμε ότι αυτό που είπαν στη 45χρονη ήταν ψευδές και το συγκεκριμένο μέρος των λύτρων είχε κρύψει ιδιώτης στην Αθήνα που είναι συγγενής κατηγορουμένου».
Εν τω μεταξύ αξιωματικοί της Δίωξης Εκβιαστών έχουν θέσει στο «στόχαστρό» τους ομάδα τραπεζικών υπαλλήλων και αστυνομικών που φέρεται να πληροφορούσαν τους μαφιόζους για τις διευθύνσεις σπιτιών δικαστικών, επιχειρηματιών και άλλων ή τους προσέφεραν κάλυψη. Παράλληλα αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν μοναδική η περίπτωση των βομβιστικών επιθέσεων εναντίον του πρώην βουλευτή Γιάννη Σμπώκου. Νέες πληροφορίες σημειώνουν ότι άλλοι επτά, τουλάχιστον, επιχειρηματίες που βρίσκονται στη Στ’ Πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού είχαν υποκύψει στις εκβιάσεις κρατουμένων «νονών» και έδιναν τεράστια ποσά για να μη δεχθούν επιθέσεις οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ