Ναρκωτικά, φάρμακα, καφεΐνη και πολλές άλλες συνθετικές οργανικές ουσίες «ξεφεύγουν» από τους βιολογικούς καθαρισμούς και καταλήγουν σε λίμνες και ποτάμια της χώρας. Το υδάτινο οικοσύστημα, το οποίο σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, έχει καταντήσει «υπόνομος» αστικών, βιομηχανικών και γεωργικών αποβλήτων, «εμπλουτίζεται» πλέον και από τα επεξεργασμένα λύματα.
Ερευνητές των Πανεπιστημίων Αιγαίου και Αθηνών, αφού πήραν δείγματα επεξεργασμένων λυμάτων και τα ανέλυσαν για πλήθος οργανικών μικρορύπων, εκτίμησαν την επικινδυνότητα από την παρουσία των συγκεκριμένων ουσιών σε 25 ελληνικά ποτάμια που δέχονται επεξεργασμένα λύματα.
Οι βιολογικοί καθαρισμοί δεν μπορούν να απομακρύνουν επαρκώς οργανικές ενώσεις που περιέχονται στα αστικά λύματα, όπως φαρμακευτικές και ναρκωτικές ουσίες, καφεΐνη, συνθετικά γλυκαντικά, χημικά υπολείμματα από οδοντόκρεμες, απορρυπαντικά και καλλυντικά, ενώσεις που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή υφασμάτων και αντικολλητικών μαγειρικών σκευών. Ετσι, όλα αυτά καταλήγουν στους υδάτινους αποδέκτες, όπως προέκυψε από την κοινή μελέτη επιστημονικών ομάδων του Τμήματος Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ερευνητές τον επίκουρο καθηγητή κ. Αθανάσιο Στασινάκη, τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Νικόλαο Θωμαΐδη, την υποψήφια διδάκτορα κυρία Βασιλική Θωμαΐδη, την υποψήφια διδάκτορα κυρία Βιόλα Μπορόβα και άλλους υποψήφιους διδάκτορες του Εργαστηρίου Αναλυτικής Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ποιοι κινδυνεύουν


Οπως προέκυψε από τα ευρήματα της έρευνας, έχουν ανιχνευθεί 175 αναδυόμενοι ρύποι σε συγκεντρώσεις που κυμαίνονται μεταξύ λίγων ng/L (νανογραμμαρίων ανά λίτρο) ως μερικών μg/L (μικρογραμμαρίων ανά λίτρο).
Τα επίπεδα συγκεντρώσεών τους είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων παρόμοια με αυτά που έχουν αναφερθεί σε αντίστοιχες μελέτες στο εξωτερικό. Μεταξύ των ουσιών που ανιχνεύθηκαν με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις περιλαμβάνονται ουσίες όπως η καφεΐνη (13.900 ng/L), η οποία, εκτός από τα ροφήματα, περιέχεται και σε ορισμένα φάρμακα, η αντιφλεγμονώδης ουσία δικλοφενάκη (7.003 ng/L), η εφεδρίνη (3.442 ng/L), η παυσίπονη ουσία παρακεταμόλη (7.400 g/L), το σαλικυλικό οξύ (14.600 ng/L), που αποτελεί βασικό συστατικό της ασπιρίνης, το αντιεπιληπτικό βαλπροϊκό οξύ (17.292 ng/L), η τρικλοζάνη (6.680 ng/L), που χρησιμοποιείται ευρέως σε σαπούνια, οδοντόπαστες και άλλα προϊόντα, η εννεϋλοφαινόλη, που προέρχεται από τη χρήση απορρυπαντικών (6.015 ng/L), η μεθυλο-βενζοτριαζόλη (5.773 ng/L), οι συνθετικές γλυκαντικές ουσίες ακεσουλφάμη (27.200 ng/L) και σουκραλόζη (26.700 ng/L), το σιλοξάνιο D5 (6.020 ng/L) κ.ά. Παράλληλα εξετάστηκε το ζήτημα του κινδύνου από τους αναδυόμενους ρύπους για τα ποτάμια της χώρας που δέχονται επεξεργασμένα αστικά λύματα.
Επιβάρυνση σε ψάρια


Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους αρκετές από τις συγκεκριμένες ουσίες θεωρούνται αρκετά ανθεκτικές παραμένοντας στο υδάτινο περιβάλλον για μεγάλο διάστημα. Ειδικότερα βρέθηκε ότι για το 16% των ουσιών ο χρόνος ημιζωής τους (διάστημα που απαιτείται ώστε οι συγκεντρώσεις να μειωθούν στο μισό) ξεπερνούσε τις 180 ημέρες, ενώ για το 68% έφτανε τις 60 ημέρες.
Η εκτίμηση του κινδύνου από τη διάθεση σε ελληνικά ποτάμια επεξεργασμένων λυμάτων τα οποία περιέχουν τις συγκεκριμένες ουσίες έδειξε ότι για τουλάχιστον 22 ουσίες απαιτείται μεγαλύτερη διερεύνηση, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα κινδύνου για συγκεκριμένα υδρόβια είδη (άλγη, ασπόνδυλα ή ψάρια). Οι αναδυόμενοι μικρορύποι που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη απειλή είναι οι ενδοκρινικοί διαταράκτες. Η έκθεση σε αυτές τις χημικές ενώσεις έχει δείξει (βάσει παλαιότερων μελετών) ότι επηρεάζει το ενδοκρινικό σύστημα διαφόρων οργανισμών, επιδρώντας ακόμη και στο φύλο των ειδών. Εχουν καταγραφεί ενδοκρινικές διαταραχές με αλλαγή φύλου σε μαλάκια και σε ψάρια.

«Μεταξύ των ουσιών που φαίνεται να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πιθανή επικινδυνότητα είναι οι εννεϋλοφαινόλες και η τρικλοζάνη»
αναφέρει ο κ. Στασινάκης. Σύμφωνα με τον καθηγητή, μεγαλύτερος κίνδυνος για τους υδρόβιους οργανισμούς φαίνεται να υπάρχει σε μικρά ποτάμια όπου η αραίωση των επεξεργασμένων αποβλήτων είναι περιορισμένη.


Τοξικολογική επίδραση
Στο μικροσκόπιο τα κατάλοιπα

Σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι αναγκαία η περαιτέρω διερεύνηση της έκθεσης του οικοσυστήματος σε αυτές τις ουσίες, καθώς και η μελέτη της χρόνιας τοξικολογικής επίδρασης κυρίως των φαρμακευτικών ουσιών στους υδρόβιους οργανισμούς.
Στην Ελβετία ήδη παρακολουθούνται τακτικά οι συγκεντρώσεις ορισμένων αναδυόμενων οργανικών μικρορύπων στα επεξεργασμένα λύματα και στα ποτάμια, ενώ οι Αρχές της χώρας προχωρούν σε αναβάθμιση των υφισταμένων Μονάδων Επεξεργασίας Λυμάτων μέσω εφαρμογής τριτοβάθμιας επεξεργασίας ώστε να απομακρύνονται ικανοποιητικά και οι συγκεκριμένες ουσίες.
Οι ελληνικές Μονάδες Επεξεργασίας Λυμάτων –όταν και όπου λειτουργούν –ακολουθούν την ευρωπαϊκή νομοθεσία και εφαρμόζουν δευτεροβάθμια βιολογική επεξεργασία. Εχουν σχεδιαστεί για να απομακρύνουν τους βασικούς ρύπους –ΒΟD5 (βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο), COD (χημικά απαιτούμενο οξυγόνο), TSS (ολικά αιωρούμενα στερεά), άζωτο (N) και φώσφορο (P). Στις υποχρεώσεις τους δεν περιλαμβάνεται η απομάκρυνση αναδυόμενων ρύπων, βαρέων μετάλλων ή άλλων ουσιών. Ωστόσο στην πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 2000/60/ΕΚ και 2008/105/ΕΚ όσον αφορά τις ουσίες προτεραιότητας στον τομέα της πολιτικής των υδάτων έχουν συμπεριληφθεί και ορισμένοι αναδυόμενοι ρύποι, όπως η εννεϋλοφαινόλη, το υπερφθοροκτανοσουλφονικό οξύ και τα παράγωγά του (βρίσκονται σε αντικολλητικά σκεύη), η οιστραδιόλη και η αιθινυλοιστραδιόλη (οιστρογονικές ουσίες που ανήκουν στους ενδοκρινικούς διαταράκτες) και η δικλοφενάκη, ουσία που περιέχεται σε αντιφλεγμονώδη σκευάσματα.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hazardous Materials) [283 (2015) 740-747].

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ