«Η οικονομική κρίση έγινε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για το σύστημα υγείας της Ελλάδας. Η ύφεση και οι επακόλουθοι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν μετατρέψει τις μακροχρόνιες στρεβλώσεις σε σχεδόν κατάρρευση του συστήματος. Αλλά αυτή ακριβώς η κατάρρευση ήταν στα σκαριά εδώ και χρόνια» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής Βιμ φαν Λερμπέργκε, ανώτερος σύμβουλος του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και επικεφαλής του Προγράμματος Στήριξης των Μεταρρυθμίσεων στην Υγεία για την Ελλάδα. Παραδοσιακές στρεβλώσεις, όπως οι υπερτιμολογήσεις υλικών και η ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση, καθώς και το «φακελάκι», έχουν στοιχίσει ακριβά στην αποτελεσματικότητα και στη βιωσιμότητα του συστήματος, αλλά και στην τσέπη όλων μας.
Η χώρα μας δαπανά σήμερα 9,1% του ΑΕΠ στην Υγεία, συμπεριλαμβανομένων της κρατικής χρηματοδότησης, της χρηματοδότησης των ασφαλιστικών ταμείων και των άμεσων πληρωμών από τα νοικοκυριά, ποσοστό μεγαλύτερο από την Αυστρία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία, την Ισλανδία και την Ιρλανδία. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ανέρχεται σε 9,6%. «Σε σχέση με τον πλούτο τα πράγματα δεν φαίνονται και τόσο άσχημα, όμως σε απόλυτους όρους τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά» σχολιάζει ο καθηγητής. Συγκεκριμένα οι δαπάνες ακολούθησαν την καθοδική πορεία του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα σήμερα να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα συγκρίσιμα στοιχεία, για το 2011, ξοδεύονται 2.361 δολάρια ανά κάτοικο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP), ποσό ίδιο με την Πορτογαλία, που αντιστοιχεί μόλις στο 71% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
«Δεν ξέρεις τι θα πληρώσεις»


Τα χρήματα που κάθε πολίτης πληρώνει από την τσέπη του για υπηρεσίες περίθαλψης αποτελούν, σύμφωνα με τον σύμβουλο του ΠΟΥ, «το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα». Το μερίδιο των άμεσων δαπανών ανέρχεται στο 30,5%, ενώ χαρακτηριστικά στην ΕΕ μόνο δύο ακόμη χώρες, Λουξεμβούργο και Πορτογαλία, ξεπερνούν το 25%. «Αυτό σημαίνει ότι οι συνολικές πηγές χρηματοδότησης (pooled funding), που στηρίζονται στην αλληλεγγύη μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, είναι σχετικά λιγότερο σημαντικές από αυτό που πληρώνει καθένας από την τσέπη του. Και αυτός ο τρόπος δεν είναι μόνο ο πιο άδικος, είναι συγχρόνως ο πιο αναποτελεσματικός» εξηγεί ο δρ Λερμπέργκε.

«Η υπερβολική εξάρτηση από τις άμεσες πληρωμές γίνεται ακόμη χειρότερη από τον υψηλό επιπολασμό των «άτυπων πληρωμών»»
προσθέτει, φέρνοντας ως παράδειγμα πρόσφατη μελέτη που έδειξε ότι οι υπηρεσίες μητρότητας κοστίζουν άμεσα στον χρήστη κατά μέσον όρο 701 ευρώ –ποσό από μόνο του υψηλό -, οι γυναίκες όμως καταβάλλουν επιπλέον 848 ευρώ σε άτυπες πληρωμές, με απλά λόγια «φακελάκια», γρηγορόσημα κ.τ.λ.

«Οταν ξέρεις πως θα πρέπει να πληρώσεις πολλά, δίχως να ξέρεις πόσο πολλά, επειδή δεν υπάρχουν σαφείς κανόνες, αυτό λειτουργεί ως αποτρεπτικός παράγων για την έγκαιρη πρόσληψη ιατρικής φροντίδας, ιδιαίτερα για τους περισσότερους από 2 εκατ. ανασφάλιστους Ελληνες»
επισημαίνει, εξηγώντας πόσο μεγάλη είναι αυτή η παγίδα. Αν καθυστερείς να λάβεις την απαραίτητη φροντίδα, π.χ. για τον διαβήτη, όταν πια το αποφασίζεις, η ασθένεια μπορεί να παρουσιάζει επιπλοκές, όπως τύφλωση ή έλκος που απαιτεί ακρωτηριασμό. «Αυτό δεν σημαίνει μόνο μεγάλη ταλαιπωρία για τον ασθενή αλλά και μεγαλύτερο κόστος θεραπείας για τον ίδιο και για το κράτος».
Υπανάπτυκτη πρωτοβάθμια φροντίδα


Η δυσανάλογη δαπάνη για φάρμακα και το ρεκόρ καισαρικών τομών (πάνω από 60%) και αξονικών τομογραφιών (τέσσερις φορές πάνω από τη Βρετανία) αποτελούν μόνο κάποια αποτελέσματα του ως σήμερα τρόπου οργάνωσης του συστήματος υγείας. Στο μεταξύ η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, που βρίσκεται στον πυρήνα της αποστολής του ΠΟΥ, παραμένει υπανάπτυκτη. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ο αριθμός των οικογενειακών γιατρών στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 38% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ αυτός των χειρουργών τον ξεπερνά κατά 40%.
Οπως σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο δρ Λερμπέργκε, «δεν δίνεται το απαιτούμενο βάρος στην προαγωγή υγείας και στην πρόληψη. Η διαχείριση των προβλημάτων υγείας είναι κατακερματισμένη και χωρίς συνέχεια, η φροντίδα συχνά είναι ατελέσφορη και γενικά αδικαιολόγητα ακριβή». Εκτιμά πως η ύπαρξη πλέον μιας νομικής βάσης για την αναδιοργάνωση της περίθαλψης (Ν. 4238/2014) φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στη δημιουργία δικτύων οικογενειακών γιατρών ως πρώτου σημείου επαφής κοντά στον πολίτη.

«Αυτό, αν εφαρμοστεί, θα αφήσει την Ελλάδα να ξεκινήσει να κινείται μακριά από τον κατακερματισμό της περίθαλψης που τόσο επηρεάζει την ποιότητα»
λέει σχολιάζοντας τον νόμο, ο οποίος εκτιμά πως «έχει σχεδιάσει ένα σύστημα που χτίζεται γύρω από την οικογενειακή ιατρική προκειμένου να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, προχωρώντας συγχρόνως προς την καθολική κάλυψη, αφού κατέστησε εφικτή την πρόσβαση στους ανασφάλιστους. Συγχρόνως διαχώρισε τις ιδιότητες αγοραστή και παρόχου του ΕΟΠΥΥ, γεγονός που εξαλείφει μια περιοχή σύγκρουσης συμφερόντων».


Στόχος
Σε δύο χρόνια θα φανούν τα αποτελέσματα

«Η αναδιοργάνωση του συστήματος Υγείας είναι τώρα εφικτή, αλλά όχι αυτονόητη»
τονίζει ο δρ Βιμ φαν Λερμπέργκε, καθώς μπαίνοντας στον δεύτερο χρόνο του Προγράμματος υπάρχουν «μικρές λεπτομέρειες που χρειάζεται να επιλυθούν».
Η έλλειψη ειδικών για την υγεία της οικογένειας, για παράδειγμα, που θα ασχολούνται με έναν ασθενή συνολικά, με το ιστορικό, το κληρονομικό πλαίσιο, την πολυπλοκότητά του. «Πρόκειται για μια πραγματικά εξαιρετικά πολύπλοκη ειδικότητα, ιδιαίτερα για μια ταχέως γηράσκουσα κοινωνία όπου οι άνθρωποι έχουν πολλαπλά προβλήματα υγείας και η επισκόπηση εύκολα χάνεται».
Επίσης, η μείωση των άμεσων πληρωμών πρέπει σύντομα να περάσει από τη σφαίρα των προθέσεων στην πράξη. «Η μεταρρύθμιση είναι εύκολο να εκτραπεί, να μετριαστεί, να καθυστερήσει. Θα χρειαστούν περίπου δύο χρόνια ακόμη προτού το νέο σύστημα εδραιωθεί για τα καλά, η ποιότητα της περίθαλψης αρχίσει να βελτιώνεται και οι μεταρρυθμίσεις μεταφραστούν σε μη αναστρέψιμη πρόοδο» λέει ο δρ Λερμπέργκε.
Στην προσπάθεια αυτή, όπως εξηγεί, ο ΠΟΥ μπορεί να συνεισφέρει ενεργώντας συμβουλευτικά και διευκολύνοντας την ανταλλαγή εμπειριών και τη διάθεση χρήσιμων στοιχείων.

«Είμαστε χαρούμενοι αν μπορούμε να βοηθήσουμε να ωθήσετε το Εθνικό Σύστημα Υγείας προς την καθολική πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, με προστασία της κοινωνικής υγείας. Αλλά η Ελλάδα θα καθορίσει την κατεύθυνση και την ταχύτητα με την οποία θέλει να πάει προς τα εκεί. Εμείς μπορούμε μόνο να είμαστε ανυπόμονοι
» καταλήγει ο καθηγητής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ