Ο μόνος δρόμος για μια μακρόπνοη και υγιή πρόοδο της ελληνικής οικονομίας διέρχεται μέσα από τον οικολογικό μετασχηματισμό της. Αυτό ανέδειξαν οι ομιλητές στην ημερίδα του WWF Ελλάς για μια «Ζωντανή Ελληνική Οικονομία», η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στην Αθήνα.

Επικεντρώθηκαν στη σημασία της αναγνώρισης του φυσικού κεφαλαίου ως θεμέλιου της οικονομίας και στην ανάγκη βιώσιμης αξιοποίησής του ως ενός βασικό πυλώνα μιας ζωντανής ελληνικής οικονομίας. Όπως υπογράμμισε η κυρία Ιόλη Χριστοπούλου, από το WWF, μιλώντας με τη …σκληρή γλώσσα των αριθμών, κατά τη δεκαετία 2000 –2010 το κόστος από την απώλεια των χερσαίων οικοσυστημάτων αντιστοιχούσε στο 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Munich Re, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες ασφαλίσεων στον κόσμο, αν ο ρυθμός των φυσικών καταστροφών συνεχιστεί με ρυθμό ίδιο με εκείνον που καταγράφηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, το 2060 το κόστος των αποζημιώσεων θα υπερβεί το σύνολο του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Πολλοί κλάδοι της οικονομίας εξαρτώνται από τη βιοποικιλότητα και τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων. Περίπου το ήμισυ των υλικών στη φαρμακοβιομηχανία προέρχονται από φυσικούς πόρους, πολλά προϊόντα της βιοτεχνολογίας προκύπτουν από φυσικούς γενετικούς πόρους (ένζυμα, μικροοργανισμούς), όπως και το σύνολο των γεωργικών σπόρων, των τροφίμων, τα φυτικά συμπληρώματα και είδη προσωπικής φροντίδας. Το 47% των νέων φαρμάκων και εμβολίων που έχουν κυκλοφορήσει το διάστημα 1981 –2010 έχουν φυσική βάση.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αγορά των επίσημα διακινουμένων αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών εκτιμάται σε 1,1 δις ευρώ. Έχει υπολογιστεί ότι η συνολική ετήσια αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται από τα οικοσυστήματα του πλανήτη ανέρχεται σε τουλάχιστον 26 τρις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Είναι ευκαιρία σήμερα, μέσα από τη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας και τα κοινωνικά προβλήματα που αναδείχθηκαν απ΄ αυτή, να προκύψει, όπως επεσήμανε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας κ. Ευτύχης Σαρτζετάκης, ένας επαναπροσδιορισμός της αναπτυξιακής πορείας της χώρας, με στόχο την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Από την πλευρά του ο κ. Κωνσταντίνος Μενουδάκος, επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στη βεβαιότητα ως προς τις χρήσεις γης, η οποία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που μπορούν να προωθήσουν αναπτυξιακές πολιτικές. Η βεβαιότητα αυτή, σύμφωνα με τον επίτιμο πρόεδρο του ΣτΕ, προϋποθέτει σαφή χωροταξικό σχεδιασμό. «Δεν είμαι βέβαιος ότι η προϋπόθεση αυτή έχει εκπληρωθεί παρά το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία έχουν εγκριθεί χωροταξικά σχέδια διαφόρων επιπέδων ή νομικά κείμενα υποκατάστατα χωροταξικών σχεδίων. Στη χώρα μας από τον αστερισμό της παντελούς έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού έχουμε περιέλθει, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, στον αστερισμό του χωροταξικού πληθωρισμού με αλληλοδιάδοχες και αλληλοεπικαλυπτόμενες, πολλές φορές αντιφατικές, χωροταξικές ρυθμίσεις που περιέχονται σε διαφορετικών επιπέδων και κατηγοριών χωροταξικά σχέδια και εμφανίζονται με διάφορες ονομασίες. Το καθεστώς αυτό ακαταστασίας του χωροταξικού σχεδιασμού έχει ως αποτέλεσμα να διατηρούνται αμφιβολίες ως προς τις επιτρεπόμενες χρήσεις σε πολλές περιπτώσεις», επεσήμανε ο κ. Μενουδάκος.
Ο επίτιμος πρόεδρος του ΣτΕ μίλησε για την ανασφάλεια δικαίου –τροχοπέδη μιας ζωντανής οικονομίας -, η οποία εντοπίζεται στη νομοθεσία, στη διοίκηση και στη δικαστική επίλυση των αμφισβητήσεων που σχετίζεται με τη λειτουργία των δικαστηρίων.
Στη νομοθεσία γενικότερα παρατηρείται αβεβαιότητα δικαίου, απόρροια όχι τόσο ελλείψεων της νομοθεσίας όσο κακής νομοθεσίας. «Πολλές φορές υπάρχει πληθωρισμός νομοθετικών ρυθμίσεων με αποτέλεσμα να ανακύπτουν αμφισβητήσεις ως προς τον εφαρμοστέο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα. Η νομοθετική υπερρύθμιση καταλήγει πάντα σε απορύθμιση. Η νομοθεσία στη χώρα μας έχει μεγάλη κινητικότητα. Μεταβάλλεται σε πυκνά χρονικά διαστήματα και ακατάστατα, χωρίς δηλαδή οι εισαγόμενες νέες ρυθμίσεις να εντάσσονται αρμονικά στο ισχύον νομικό πλαίσιο, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ως ισχύουσες, παραλλήλως, περισσότερες διατάξεις, αλληλοεπικαλυπτόμενες και συχνά συγκρουόμενες», υπογράμμισε ο κ. Μενουδάκος.
Κι ενώ η νομοθεσία είναι πληθωρική και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό περιττών διατάξεων, σύμφωνα με τον τέως πρόεδρο του ΣτΕ, ελλείπουν νομοθετήματα βασικά για την ανάπτυξη επενδυτικών και οικονομικών εν γένει δραστηριοτήτων. Ο κ. Μενουδάκος αναφέρθηκε στην έλλειψη δασολογίου και οριοθέτησης του αιγιαλού και της παραλίας που έχουν ως συνέπεια να παραμείνει μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειες σε μια γκρίζα ζώνη, για την οποία οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες εξαρτώνται από υποκειμενικές κρίσεις και αποσπασματικές αποφάσεις των αρμοδίων υπηρεσιών. Επεσήμανε ακόμη την έλλειψη κτηματολογίου που δημιουργεί ασάφεια ως προς το ιδιοκτησιακό των ακινήτων, αποτελεί εμπόδιο στη χρησιμοποίησή τους για παραγωγικούς σκοπούς και αποτελεί τη ρίζα δημιουργίας δικαστικών διενέξεων.
Όσον αφορά την εισαγωγή νέων διαδικασιών που επιδιώκουν την εξασφάλιση της νομιμότητας, ο κ. Μενουδάκος δεν θεωρεί ότι η επαύξηση των μηχανισμών ελέγχου εξασφαλίζει την εντιμότητα στις συναλλαγές της διοίκησης με τους διοικούμενους. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «δυστυχώς η εμπειρία έχει δείξει ότι σκοτεινές διαδρομές μπορούν να χαράσσονται και μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα ελέγχου. Οι πολύπλοκες διοικητικές διαδικασίες δεν καθιστούν αδύνατες τις αθέμιτες συναλλαγές».