Την εποχή που η επικράτηση των ψυχικών ασθενειών αυξάνεται κατακόρυφα στη χώρα μας, που μόνο ένας στους τέσσερις Ελληνες που πάσχουν από μια σοβαρή ψυχοπαθολογική ασθένεια έχει τη δυνατότητα για θεραπεία, την ίδια στιγμή περικόπτονται δραματικά οι πόροι στον χώρο της ψυχικής υγείας.
Σε μια περίοδο που η οικονομική αβεβαιότητα και ανασφάλεια, που πλήττει ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, δημιουργεί το υπόβαθρο για ραγδαία αύξηση και των ψυχικών ασθενειών, η Πολιτεία αδυνατεί να αντιληφθεί τη σημασία της πρόληψης.
Τον Απρίλιο του 2013 υπεγράφη στις Βρυξέλλες μνημόνιο συνεργασίας, το σύμφωνο Αντόρ, μεταξύ του τότε υπουργού Υγείας κ. Ανδρέα Λυκουρέντζου και του επιτρόπου Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Λάζλο Αντόρ. Στο συγκεκριμένο μνημόνιο προβλέπεται, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης στην ψυχική υγεία που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’90, το κλείσιμο και των υπόλοιπων τριών δημόσιων ψυχιατρείων ως το τέλος του 2015.
Παρά τα μεγάλα βήματα αποασυλοποίησης που έγιναν με τη δημιουργία 412 ξενώνων σε όλη τη χώρα, αυτή τη στιγμή οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνέχιση του προγράμματος. Πέρα όμως από τις ευθύνες του κράτους υπάρχουν και ευθύνες της ίδιας της ψυχιατρικής κοινότητας που μεγάλο μέρος της έμεινε αδιάφορο ή και εχθρικό απέναντι σε αυτή την προσπάθεια.
Η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέας κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου και ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, επιστημονικός διευθυντής ΕΠΑΨΥ κ. Στυλιανός Στυλιανίδης με αφορμή και την παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας, 10 Οκτωβρίου, καταθέτουν τις απόψεις τους για τη μεταρρύθμιση στην ψυχική υγεία, την αποασυλοποίηση, τις παρενέργειες της κρίσης στον ψυχισμό του ατόμου αλλά αναφέρονται και στις δομές που λειτούργησαν, παρά τα προβλήματα, οι οποίες δείχνουν ότι υπάρχει και άλλος δρόμος που μπορεί να οδηγήσει τον πάσχοντα μακριά από τα σκοτεινά μονοπάτια χωρίς να τον στιγματίζει.

Ποιο είναι το όριο μεταξύ του ψυχικά υγιούς και του ψυχικά ασθενούς;



Φωτεινή Τσαλίκογλου
: «Δέχομαι αυτό που έλεγε ο Φρόιντ ότι δεν υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή. Το κριτήριο που μας διαφοροποιεί είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό. Δηλαδή οι ίδιοι μηχανισμοί διέπουν το λεγόμενο υγιές και το λεγόμενο παθολογικό. Εκείνο που διαφέρει είναι το θέμα του ποσοστού, του βαθμού απόκλισης».

Στυλιανός Στυλιανίδης:
«Επειτα από 35-40 χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, περίπου ξέρω τι είναι παθολογία, δεν ξέρω τι είναι ψυχική υγεία. Και οι ψυχίατροι δεν έχουν μάθει να προάγουν την ψυχική υγεία, έχουν μάθει να επιδιορθώνουν, κατά την έννοια του Φουκό, την αρρώστια. Ο Σαρτρ έλεγε το εξής: «Το σημαντικό δεν είναι αυτό που γίνεται στον άνθρωπο, αλλά τι το κάνει ο ίδιος αυτό που γίνεται». Που σημαίνει ότι η ψυχιατρική έχει χάσει από τη ματιά της την ικανότητα να αφουγκράζεται την υποκειμενική οδύνη η οποία συναρθρώνεται συστηματικά, πολύπλοκα, καθημερινά, με την κοινή πραγματικότητα».

Τσαλίκογλου:
«Εδώ ακριβώς εστιάζεται το μεγάλο στοίχημα: πώς να ξεφύγεις από αυτή την κατίσχυση του καθαρά ιατρικού βλέμματος που συρρικνώνει τον πλούτο της εμπειρίας του ψυχικά πάσχοντος, χωρίς όμως να φτάσεις στο άλλο άκρο, στην παγίδα της ρομαντικοποίησης της τρέλας, της άρνησης της οδύνης ή στην εξιδανίκευση. Να ξεφύγεις δηλαδή από αυτές τις δύο παγίδες. Από τη μία η ιατρικοποίηση και από την άλλη η εξιδανίκευση. Γιατί ακόμη και αν έχει διαγνωστεί ως ψυχικά άρρωστο το άτομο, παραμένει υποκείμενο και όχι αντικείμενο της διαταραχής του».

Στυλιανίδης:
«Αν ως ψυχίατροι-θεραπευτές είμαστε ανίκανοι να μπούμε έστω και ελάχιστα στη θέση του άλλου, στο βίωμα της οδύνης του, χωρίς ολοκληρωτικά να βουτηχτούμε, να εμποτιστούμε με αυτό, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε θεραπευτική εργασία. Απλώς λειτουργούμε σαν εξαρτήματα μιας τεράστιας μηχανής, αγνοώντας εκείνο που ονομάζουμε «βιωμένη εμπειρία» και από τους δύο ανθρώπους –τον γιατρό και τον ασθενή -, οι οποίοι συναντώνται σε έναν χώρο μια δεδομένη στιγμή. Και αυτός ο χώρος δεν είναι απαραίτητα το ψυχιατρικό άσυλο».
Για να αποφευχθεί η βαρβαρότητα του ασύλου έχουν ξεκινήσει προσπάθειες αποσυλοποίησης, βασικός άξονας της οποίας είναι η τομεοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής Υγείας. Τι γίνεται στην κατεύθυνση αυτή;

Στυλιανίδης
: «Εδώ και έναν χρόνο στο κέντρο ημέρας της ΕΠΑΨΥ, στο Μαρούσι, έχουμε συγκροτήσει μια ομάδα δράσης κατοίκων βάσει ενός αγγλικού μοντέλου, που πραγματοποιεί άμεση παρέμβαση σε ασθενείς που δεν έχουν ακολουθήσει «ψυχιατρική καριέρα». Σε ασθενείς που έγινε αυτή η συστηματική παρέμβαση μέσα από ένα ολιστικό μοντέλο φροντίδας και παράλληλα εξατομικευμένο, με τη συνεργασία της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος είχαμε μείωση των νοσηλειών σε ποσοστό 92% με 95%. Αυτοί οι ασθενείς δεν χρειάστηκαν, μέσα από υποτροπή, να επανεισαχθούν σε ψυχιατρικό νοσοκομείο ούτε στο ψυχιατρικό τμήμα γενικού νοσοκομείου. Αντιμετωπίστηκε η κρίση στο σπίτι. Αλλά με τη συνεχή παρουσία της ψυχιατρικής φροντίδας, μέσα στην οικογένεια. Αρα, μια άλλη ψυχιατρική είναι δυνατή. Γιατί εδώ μπερδεύουμε τις δομές, την οργάνωση των υπηρεσιών με την ουσία της θεραπευτικής πράξης και την εφαρμογή ενός εξατομικευμένου σχεδίου φροντίδας και αποκατάστασης».
Τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι τα χρόνια της κρίσης σοβαρά ασθενείς εγκαταλείπουν τη θεραπεία τους. Μήπως η ψυχική υγεία έχει γίνει πολυτέλεια;

Στυλιανίδης:
«Υπάρχει μια εγγενής αντίφαση σε αυτό που ρωτάτε. Πρώτον, την εποχή που η επικράτηση των ψυχικών διαταραχών αυξάνεται κατακόρυφα, την εποχή που η κατάθλιψη στην Ελλάδα υπερβαίνει το 13,1%, και έχουμε δεδομένα μέσα από επιδημιολογική έρευνα ότι μόνο 1 στους 4 Ελληνες που πάσχουν από μια σοβαρή ψυχοπαθολογία έχει δυνατότητα για θεραπεία, το κράτος επιβάλλει τις τραγικότερες περικοπές στον προϋπολογισμό, στους πόρους και την αποδυνάμωση του συνόλου των υπηρεσιών της ψυχικής υγείας. Αρα, η απάντηση που έχω να σας δώσω είναι μια κραυγή όχι καταγγελίας μόνο, αλλά και απελπισίας, και ίσως και μια πρόταση ότι με λιγότερους πόρους μπορούμε να κάνουμε μια άλλου τύπου παρέμβαση στην κοινότητα για να αντιμετωπίσουμε πραγματικά την οδύνη των ανθρώπων».

Τσαλίκογλου:
«Η αντίφαση είναι ότι το ίδιο το σύστημα που δημιουργεί αυτή την οδύνη καλείται τώρα να θεραπεύσει αυτό που το ίδιο προκάλεσε. Είναι σαν να θέλουμε μια ακατάσχετη αιμορραγία να τη θεραπεύσουμε με αραχνοΰφαντες γάζες».

Στυλιανίδης
: «Για να γίνει η μεταρρύθμιση, για να μειωθεί, όπως λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το χάσμα μεταξύ αναγκών και απαντήσεων, χρειάζονται πέντε πράγματα: πόροι, συναίνεση, ύπαρξη πολιτικής βούλησης, εκπαιδευμένο προσωπικό και ηθικά κριτήρια, προκειμένου να γίνει αυτή η παρέμβαση. Δεν έχουμε τίποτε από τα πέντε στην Ελλάδα. Αρα, το success story της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης είναι μια φούσκα η οποία θα σκάσει με τη μορφή ανθρωπιστικής κρίσης στα μάτια μας τους επόμενους μήνες».
Ως αντίλογο θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, μέσω του προγράμματος ΨΥΧΑΡΓΩΣ, έχει δώσει τα τρία τελευταία χρόνια περίπου 100 εκατ. ευρώ στην Ελλάδα ώστε να δημιουργηθούν οι δομές και ως το 2016 να κλείσουν τα ψυχιατρικά ιδρύματα, να αρχίσει η αποασυλοποίηση.

Στυλιανίδης
: «Εχει αρχίσει. Εχουν ήδη κλείσει πέντε ψυχιατρικά νοσοκομεία, αλλά χωρίς τις αντίστοιχες περιφερειακές δομές».
Τότε γιατί δεν λειτούργησε το πρόγραμμα; Κλείνοντας το Δρομοκαΐτειο και το Δαφνί λέγεται ότι το «πρόβλημα» θα μετατεθεί στην οικογένεια και στον δρόμο…

Στυλιανίδης
: «Η ευθύνη είναι κυρίως της ελληνικής πολιτείας. Παρά τις επανειλημμένες παρεμβάσεις εξωτερικών αξιολογητών, του ΠΟΥ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ξένων οργανισμών, ποτέ δεν υπήρξε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σε επίπεδο υπουργών Υγείας, εκείνη η πολιτική βούληση που θα μπορούσε να επιβάλει τα απολύτως αναγκαία για να λειτουργήσει αυτή η μεταρρύθμιση. Ποια είναι αυτά; Πόροι, συνεχής αξιολόγηση, λογοδοσία και διαρκής παρακολούθηση των έργων. Ολο αυτό το τεράστιο πρόγραμμα εν μέρει είχε επιτυχίες στον βαθμό που έκλεισαν κάποια άσυλα, έγιναν δομές στην κοινότητα, δεν είμαστε εκεί που ήμασταν το 1988, έφτασε πια αυτό το σύστημα να διαπραγματεύεται –προκειμένου να απορροφηθούν τα υπόλοιπα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης –το κλείσιμο των υπολοίπων ψυχιατρείων με έναν τρόπο στον αντίποδα της πραγματικής ουσίας του αποϊδρυματισμού».

Τσαλίκογλου:
«Εγώ δεν ξέρω ποιος φταίει, μια και είμαι έξω από όλα αυτά, το μόνο που ξέρω και είμαι ξεκάθαρη είναι ότι ο μόνος που δεν φταίει είναι ο ψυχικά ασθενής, χάριν του οποίου, υποτίθεται, έγιναν όλα αυτά. Κινδυνεύει να γίνει ένα πεταμένο κορμί ή ένα προς αξιοποίηση εμπόρευμα».

Στυλιανίδης
: «Η ίδια η ψυχιατρική κοινότητα, η κοινότητα των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, η μεγάλη πλειοψηφία των ψυχιάτρων και της ψυχιατρικής κοινότητας, έμειναν αδιάφοροι, μια εχθρική μειοψηφία, βαθιά αδιάφορη και παγερή απέναντι σε ό,τι διαδραματίζονταν».
Χρειάζονταν παραπάνω χρήματα;

Στυλιανίδης
: «Πολύ παραπάνω. Τετραπλάσια. Διότι αν δεν επενδύσεις στην Υγεία, τότε διαχειρίζεσαι την αρρώστια. Τετραπλάσιοι πόροι αλλά με την αντίστοιχη βούληση και τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οπου έγιναν πετυχημένες μεταρρυθμίσεις έτσι έγιναν. Η απορροφητικότητα των ευρωπαϊκών κονδυλίων στον χώρο της ψυχικής υγείας ήταν η υψηλότερη δυνατή σε σύγκριση με άλλους τομείς στους οποίους πήραμε ευρωπαϊκά χρήματα».
Οι ξενώνες λειτούργησαν;

Στυλιανίδης
: «412 ξενώνες σε όλη την Ελλάδα».

Τσαλίκογλου
: «Θα ήθελα να πω κάτι εδώ για το παράδοξο να επιστρέφουμε στην αρχική λειτουργία του ασύλου. Το άσυλο μέσα από τη θεραπευτική του λειτουργία είναι γέννημα του διαφωτισμού. Με τα ιδεώδη του διαφωτισμού για την προστασία της ελευθερίας του ατόμου εμφανίζεται σαν ένας χώρος-καταφύγιο, θαλπωρής και περίθαλψης. Στη συνέχεια το άσυλο πήρε την αρνητική χροιά που γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά και φθάνουμε τώρα, εν όψει των όρων με τους οποίους που γίνεται αυτή η αποασυλοποίηση να φαντάζει θελκτική η παλαιά και λησμονημένη μορφή του. Αυτό είναι το παράδοξο και η ειρωνεία της ιστορίας. Να απομακρυνόμαστε και να νοσταλγούμε την αρχική λειτουργία της έννοιας του ασύλου ως καταφύγιο, το οποίο παύει μεν να υπάρχει χωρίς όμως να αντικαθίσταται από την άλλη δομή που θα μπορούσε μέσα στην κοινότητα να προσφέρει το καταφύγιο, την περίθαλψη και τη θεραπεία».

Στυλιανίδης
: «Εχει όμως αποδειχθεί ότι και στην Ελλάδα υπήρξαν ενδιάμεσες δομές, οικοτροφεία, ξενώνες, θεραπευτικά διαμερίσματα, ένταξη ασθενών σε κοινωνικούς θεσμούς».
Εχετε ένα προσωπικό παράδειγμα. Το Νταού Πεντέλης. Πώς λειτούργησε;

Στυλιανίδης
: «Υπήρξα διοικητής στο Νταού Πεντέλης από το 2001 ως το 2004. Οι αντιστάσεις για τον μετασχηματισμό του ασύλου, που ήταν η Λέρος των παιδιών και των εφήβων στην Αττική, ήταν πολλαπλές. Αντιστάσεις από το προσωπικό, από το διοικητικό προσωπικό, το ιατρικό, το θεραπευτικό και τρομερές αντιστάσεις από την κοινότητα μιας και υπήρχε μία οργανωμένη διαπλοκή Δήμου Ραφήνας με πολλαπλά συμφέροντα και άτυπα δίκτυα για την τροφοδοσία του Ιδρύματος».
Δεν φτάνει δηλαδή η ψυχική καταπόνηση των ασθενών, έχουν και εμπορική αξία…

Στυλιανίδης:
«Απολύτως. Θυμάμαι χαρακτηριστικά και αναρωτιέμαι τι είδους αποϊδρυματισμός είναι αυτός που επαγγέλλεται το υπουργείο Υγείας όταν δημιουργείται ένας ξενώνας αυτιστικών στην κοινότητα και αυτή τη στιγμή, για οικονομικούς λόγους, μεταφέρονται τα 12 αυτιστικά παιδιά στον χώρο που κάναμε όλη αυτή την προσπάθεια να τα προετοιμάσουμε για να βγουν. Αυτό είναι καρικατούρα, είναι ο ψυχικός θάνατος αυτών των ατόμων».
Φτάνουμε λοιπόν στο 2015-16 που κλείνουν και τα τελευταία ψυχιατρικά ιδρύματα. Παράλληλα παύει και η χρηματοδότηση. Αυτές οι δομές που έχουν γίνει πώς θα λειτουργήσουν;

Στυλιανίδης:
«Αυτό το ερώτημα θα πρέπει να το θέσετε στο υπουργείο Υγείας. Οταν υποβάλαμε το σχέδιο αναθεώρησης του ΨΥΧΑΡΓΩΣ με τον καθηγητή Μαυρέα, πριν δύο χρόνια, είχαμε θέσει οκτώ προϋποθέσεις για να κλείσουν τα τρία εναπομείναντα ψυχιατρικά νοσοκομεία. Μία από αυτές τις προϋποθέσεις ήταν η πλήρης ανάπτυξη των κοινοτικών δομών σε όλα τα επίπεδα, η ανάπτυξη των ψυχιατρικών τμημάτων στα γενικά νοσοκομεία. Δεν πρέπει να κλείσουν τα ψυχιατρικά νοσοκομεία εάν δεν υπάρξουν αυτές οι προϋποθέσεις».
Δηλαδή, 30 χρόνια μετά είμαστε εκεί από όπου ξεκινήσαμε;

Στυλιανίδης
: «Θα έλεγα πως όχι. Μάθαμε πάρα πολλά αλλά νομίζω ότι η σημερινή κυβέρνηση αρνείται να μάθει κάτι από την ιστορία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα. Κλείνουν τα μάτια γιατί νομίζω ότι, πολύ απλά, εκτελούν εντολές. Δεν κάνουν μεταρρύθμιση. Κατ’ εξοχήν το πρόβλημα είναι πολιτικό. Βεβαίως είναι ψυχιατρικό και κοινοτικό».

Τσαλίκογλου
: «Θα έλεγα ότι αυτό το δίλημμα, του να πρέπει να παραμείνουν ανοικτά τα ψυχιατρεία ενώ γνωρίζουμε τον τρόπο λειτουργίας τους, παραπέμπει στο διπλό αδιέξοδο που είναι και κεντρικό σύμπτωμα της σχιζοφρένειας. Είναι ένα εντελώς σχιζοφρενικό δίλημμα. Πολύ περισσότερο που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο φαινόμενο αστεγοποίησης».

Στυλιανίδης
: «Εδώ να πούμε ότι υπερτονίζουμε κάτι. Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος της ανθρωπιστικής κρίσης υπάρχει όμως και ο κίνδυνος των νέων χρόνιων ασθενών. Μια τέτοια κρίση, χωρίς δομές, χωρίς απαντήσεις, παράγει με εντυπωσιακά υψηλή ταχύτητα νέους ασθενείς οι οποίοι και αυτοί θα μείνουν στα αζήτητα. Στην ουσία, η απόσταση μεταξύ αναγκών και απαντήσεων από το σύστημα παραμένει δραματικά μεγάλη. Θα μιλήσω με οικονομικούς όρους μια και όπως φαίνεται είναι ο λόγος που σήμερα ακούγεται περισσότερο από όλους. Ξέρετε πόσο στοιχίζει, διά βίου, ένας ασθενής που πάσχει από σχιζοφρένεια; Πέντε φορές περισσότερο απ’ ό,τι στοιχίζει ο καρδιοπαθής που έχει κάνει τρία μπαϊπάς. Ξέρετε πόσο στοιχίζει στο δημόσιο σύστημα Υγείας ένας μη θεραπευόμενος καταληπτικός χρόνιος ασθενής; Τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές πάνω από εκείνον που νοσηλεύεται για τρέχουσα πάθηση σε μια παθολογική κλινική. Ολο αυτό δεν είναι κόστος; Δεν είναι λοιπόν μια απόλυτη τυφλότητα να μην μπορούμε να αντιμετωπίσουμε συνολικά σαν σύστημα αυτή την τεράστια πρόκληση; Λύσεις υπάρχουν, τεχνικές υπάρχουν, θεραπείες υπάρχουν, δεν υπάρχει ούτε πολιτική βούληση ούτε συναίνεση για να αντιμετωπίσουμε το ανθρωπιστικό ζήτημα της νεοφιλελεύθερης βίας».
«Για να καταφέρεις να σταθείς στα πόδια σου, πρέπει να υπάρχει κάτι να πιστέψεις»

Η κρίση μάς έφερε μπροστά και σε μια νέα πραγματικότητα. Σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις έχουμε αύξηση στις αυτοκτονίες, στα άτομα που πάσχουν από κατάθλιψη. Παράλληλα έχει εγκατασταθεί το καθεστώς αβεβαιότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως σε προβληματικές εταιρείες περισσότερα φαινόμενα ψυχικών διαταραχών παρατηρήθηκαν σε αυτούς που έμειναν και εργάζονταν παρά σε εκείνους που είχαν απολυθεί.


Τσαλίκογλου
: «Βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό που έχω ονομάσει ως σύνδρομο ανεργίας, που δεν πλήττει μόνο τους ανέργους. Να σημειώσω εδώ ότι το 40% έως 50% των ανέργων, ένας στους δύο, έχουν κάποια μορφή ψυχολογικής διαταραχής και δεν είναι να απορεί κανείς γιατί στην εργασιοκεντρική εποχή που ζούμε το να έχεις ένα επάγγελμα δεν σημαίνει να έχεις μόνο τα προς το ζην, σημαίνει να έχεις μία ταυτότητα, μία αξιοπρέπεια, ένα στάτους απέναντι στον εαυτό σου, στην οικογένειά σου, στο βλέμμα του άλλου. Η ανασφάλεια λοιπόν δεν πλήττει μόνον αυτούς που χάνουν την εργασία τους αλλά και τους νυν εργαζομένους οι οποίοι ταυτίζονται με τους απολυμένους και ζουν σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Ούτε ακριβώς εργαζόμενοι, γιατί αυτό που έχουν σήμερα φοβούνται ότι δεν θα το έχουν αύριο ενώ αν και εργαζόμενοι, δεν έχουν κανένα από τα εχέγγυα του εργαζομένου. Δεν έχουν σύμβαση, δεν καλύπτονται από κάποια αίσθηση ασφάλειας και είναι όλα ανοιχτά στην πιο ρευστή των ρευστών εποχή. Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για την επόμενη στιγμή. Ούτε ακριβώς απολυμένοι ώστε να έχουν την ταυτότητα του απολυμένου και να δουν πώς θα τη διαχειριστούν. Αυτή η χρεοκοπία της βεβαιότητας συνοδεύεται ταυτόχρονα και από μια χρεοκοπία στο θέμα της ψυχικής υγείας».

Στυλιανίδης
: «Συμφωνώντας με αυτή την παρατήρηση θα έλεγα στην εποχή μας, που την ονομάζουμε εποχή της κρίσης αλλά προοίμιο υπήρξε εδώ και μία δεκαπενταετία τουλάχιστον, ακόμη και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν να αντιμετωπίσουν την οικονομική επισφάλεια, την κοινωνική επισφάλεια και τη διαχείριση μιας αβεβαιότητας που δεν έχει κανένα σημείο αναφοράς που να τους επιτρέπει να επενδύσουν στο μέλλον. Η επένδυση στο μέλλον είναι προστατευτικός παράγοντας για την ψυχική τους υγεία. Η απο-επένδυση από τη μελλοντική προοπτική είναι ένας παράγοντας που ευθραυστοποιεί τον ψυχισμό των ατόμων και μειώνει, πολλές φορές δραματικά μέσα σε συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, την ανθεκτικότητα».

Τσαλίκογλου
: «Και κάτι ακόμη. Σήμερα οι άνθρωποι απολύονται ως απαξιωμένοι. Υπάρχει όλη αυτή η τεχνική της απαξίωσης και της συλλογικής ενοχοποίησης. Αυτοί που θα φύγουν δεν είναι μόνο οι πλεονάζοντες. Αυτός ο αυτοστιγματισμός είναι ό,τι χειρότερο. Οδηγεί σε μίσος, οργή και απελπισία. Κρύβει ένα γιγαντιαίο ποσοστό μίσους και οργής. Και πού θα στραφεί αυτή η οργή; Θα τη στρέψει απέναντι στον άλλον ή σε διάφορους επιλεκτικά κατασκευασμένους εχθρούς ή απέναντι στον εαυτό του. Δηλαδή αυτά τα δύο άκρα όπου θα στραφεί ο θεμιτός, πρέπει να πούμε, θυμός είναι και τα δύο καταστροφικά».

Στυλιανίδης
: «Οταν μια πραγματικότητα είναι τόσο απειλητική, που συνδέεται με το αίσθημα της ακύρωσης και της απώλειας της αξιοπρέπειας, και της απώλειας της αυτοεκτίμησης, έχει ως αποτέλεσμα να βάζει το άτομο σε μια διαδικασία αποτυχίας, ταπείνωσης, εσωτερίκευσης της ντροπής και διάβρωσης της ταυτότητάς του. Η οποία ήταν δεδομένη πριν από 15-20 χρόνια. Οταν η ταυτότητα υπονομεύεται και το άτομο βιώνει μια ναρκισσιστική ευθραυστότητα έχει δύο επιλογές. Το είπε η Φωτεινή. Είτε να στραφεί εναντίον του εαυτού του (κατάθλιψη, απόσυρση, παθητικότητα κ.λπ.) είτε να προστρέξει σε αμυντικούς μηχανισμούς, κατά τη γνώμη μου αρχαϊκούς, πρωτόγονους, αναπλήρωσης αυτής της αιμορραγίας που του προσφέρουν ένα αναγκαίο μύθευμα. Ενα ιδεώδες. Βλέπε Χρυσή Αυγή. Βλέπε ναζισμός».
Γιατί ενώ ο άνθρωπος βιώνει όλη αυτή την πίεση δεν αντιδρά; Η συλλογική αντίδραση δεν είναι ανάλογη με τη βίαιη υφαρπαγή της αξιοπρέπειας και της ελπίδας. Οι νέοι, στην πλειοψηφία τους, θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους γιατί δεν αντέχουν και οι μεγάλοι μαζεύουν τα κομμάτια τους.

Τσαλίκογλου
: «Οταν ο βαθμός της απογοήτευσης, της διάψευσης και της ανημποριάς ξεπερνά ένα όριο, όλα χάνουν το νόημά τους, δεν βρίσκεις νόημα, αποεπενδύεις ακόμα και αυτά που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν να κάνεις την υπέρβαση. Υπάρχει μια πολύ σημαντική έρευνα που έγινε για την Κατοχή και συγκεκριμένα για την ψυχοπαθολογία της πείνας, η οποία κατέδειξε πως όσοι εντάχθηκαν σε συλλογικότητες, όσοι πίστεψαν ότι υπάρχει άλλη μέρα, οργανώθηκαν και δεν δέχθηκαν παθητικά τον κατακτητή, αυτοί όχι μόνον δεν αρρώστησαν, όχι μόνον δεν σκέφτηκαν να αυτοκτονήσουν, όχι μόνο δεν είχαν καταθλίψεις αλλά είχαν πιστέψει σε μία προοπτική, είχαν ελπίδα και αυτό τους εμψύχωνε και μεταμόρφωνε την ανημποριά σε δύναμη. Ηταν το αντίδοτο στην απόγνωση. Για να μπορέσει να γίνει αυτό σήμερα πρέπει να νοηματοδοτήσεις, να υπάρχει κάτι να πιστέψεις. Για ποιον λόγο σήμερα εμφανίζεται αυτή η αποεπένδυση; Πιστεύω ότι αυτό αποτελεί τη λόγχη, το δόρυ και το κύριο αντικείμενο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Οι νεοφιλελεύθεροι τι κάνουν; Δεν αρκούνται στην εξαθλίωση, αλλά πείθουν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, ότι εκείνοι που το υφίστανται φταίνε, ότι είναι άχρηστοι και ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε». Από τη στιγμή που αυτό το ιδεολόγημα έχει περάσει, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παντού, αποδεικνύεται πόσο οι ιδεολογικές αυτές τακτικές της άρχουσας κοινωνίας σήμερα είναι ακόμη πιο διαλυτικές από ό,τι είναι αυτή καθεαυτή η ανθρωπιστική κρίση. Ανθρωπιστικές κρίσεις είχαμε και στο παρελθόν, ανθρωπιστικές κρίσεις είχαμε και στην Κατοχή, ανθρωπιστικές κρίσεις υπήρχαν επί χούντας, αυτές όμως χαλύβδωναν το φρόνημα. Θα έλεγα ότι ακόμα πιο σημαντικό διακύβευμα κι ακόμα πιο επίμαχο αίτημα από το ξεπέρασμα της κρίσης είναι ο πόλεμος ενάντια σε αυτή την καταθλιπτική και κατακλυσμική επιβολή όλων των μορφών της ΤΙΝΑ (σ.σ.: there is no alternative, δεν υπάρχει εναλλακτική λύση). Δεν υπάρχει άλλη λύση στην Παιδεία, δεν υπάρχει άλλη λύση στην Υγεία, έρχονται και μας βομβαρδίζουν με αυτούς τους μονοδρόμους τους φοβερούς και το χειρότερο είναι ότι έχει πεισθεί ο κόσμος».

Στυλιανίδης
: «Δύο ακόμα παρατηρήσεις. Η κατασκευή του φόβου, της ενοχής που είπε η Φωτεινή, μέσα από την κυρίαρχη αυτή ιδεολογία συναντά και ένα άλλο κομμάτι και έναν άλλον μηχανισμό που είναι η εσωτερίκευση στον ψυχισμό του κάθε πολίτη του χρέους. Οταν το χρέος εσωτερικεύεται σαν οντότητα, εγώ χρωστάω, τότε εγώ παθητικοποιούμαι, μένω σιωπηλός, δεν έχω δικαίωμα να μιλήσω γιατί δεν είμαι πια αξιοπρεπής. Και εδώ έρχεται η κουβέντα που λέγαμε πριν για την ΤΙΝΑ, το θατσερικό δόγμα. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί μόνο μια αντίληψη και μια ιδεολογία για την οικονομία αλλά διαβρώνει όλες τις σφαίρες τις ατομικής, ψυχικής και κοινωνικής ζωής.
Η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να αντέξει δημιουργικά και να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της γιατί ήταν μια κοινωνία σε αποσύνθεση, απολύτως διαβρωμένη από όλα αυτά τα φαινόμενα που περιγράψαμε πριν. Εδώ έχουμε έναν πλήρη φαύλο κύκλο. Αυτή η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, αυτή η διάβρωση του κοινωνικού ιστού παράγει παθητικοποίηση η οποία με τη σειρά της παράγει ψυχική διαταραχή, προσβάλλει την ψυχική υγεία η οποία με τη σειρά της καταστρέφει τον κοινωνικό δεσμό.
Και για να επανέλθουμε στην ψυχιατρική πρέπει να εφεύρουμε σε εποχές κρίσεις και το οφείλουμε αυτή τη στιγμή, μια νέου τύπου ψυχιατρική προσέγγιση που να αγγίζει το σύνολο αυτής της πολυπλοκότητας και όχι μόνο τη φτώχεια και κάποια στιγμή την απανθρωπιά του βιοϊατρικού μοντέλου».

Τσαλίκογλου
: «Και να επενδύσουμε σ’ αυτό που δεν γνωρίζουμε. Το ήδη γνωστό και τραυματίζει και κακοποιεί. Μια ελπίδα μένει, σε αυτό που ήδη δεν γνωρίζεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ