Πολυμελής σπείρα που ενέχεται σε μία ληστεία και σε αρκετές κλοπές – διαρρήξεις οικιών, χρηματοκιβωτίων εταιρειών και κοινωφελών ιδρυμάτων, καθώς και κλοπών πινακίδων κυκλοφορίας στον Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Βόλου. Ταυτοποιήθηκαν 13 μέλη της ενώ εμπλέκονται και άλλοι 10 συνεργοί τους, αγνώστων μέχρι στιγμής στοιχείων.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για συγκρότηση και ένταξη, κατά περίπτωση, σε εγκληματική οργάνωση, με διαρκή δράση και ιεραρχία στη δομή της, με σκοπό τη διάπραξη του αδικήματος των διακεκριμένων κλοπών και της ληστείας, με τη μορφή της ληστρικής κλοπής.
Εξιχνιάσθηκαν συνολικά μία περίπτωση ληστείας και 57 περιπτώσεις κλοπών – διαρρήξεων, ενώ η λεία των κλοπιμαίων, κυρίως χρημάτων και χρυσαφικών, ανέρχεται στις περίπου 350.000 ευρώ.
Όπως έγινε γνωστό πέντε μέλη της σπείρας, το ένα από τα οποία «αρχηγικό στέλεχος», είναι προφυλακισμένα σε φυλακές της χώρας, ενώ εκδόθηκαν ισάριθμα εντάλματα σύλληψης σε βάρος των υπολοίπων οκτώ ταυτοποιημένων μελών της.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., στο πλαίσιο της έρευνας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Βόλου εξακριβώθηκε ότι δέκα από τους δράστες, μαζί με έξι από τους άγνωστους συνεργούς τους, πριν από έναν χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 2013, είχαν συστήσει τη σπείρα.
Τα υπόλοιπα μέλη τους διευκόλυναν και τους υποβοηθούσαν στη διάπραξη των πράξεών τους παρέχοντας διάφορα μέσα και οχήματα που χρησιμοποιούνταν για την προσέγγιση και τη διαφυγή των δραστών από τα σημεία των κλοπών.
Αρχηγικό ρόλο στην οργάνωση είχε, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., ένας 60χρονος, έγκλειστος σε φυλακή της χώρας, ενώ οι υπόλοιποι είχαν διακριτούς ρόλους μεταξύ τους. Ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός χρησιμοποιούνταν και στον κατάλληλο ρόλο, π.χ. ως οδηγός του οχήματος, ως «τσιλιαδόρος», ως «μπουκαδόρος» κ.ά.
Ως προς τον τρόπο δράσης τους, τα μέλη της σπείρας, με σύνθεση τουλάχιστον τριών ατόμων, κατευθύνονταν από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης στη Μαγνησία, με αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού και πεπειραμένους οδηγούς. Κατά την άφιξή τους στην περιοχή προχωρούσαν σε αφαίρεση πινακίδων κυκλοφορίας από άλλα οχήματα, τις οποίες τοποθετούσαν στα οχήματά τους προκειμένου να μην είναι εφικτή η ταυτοποίησή τους.
Χρησιμοποιούσαν συνήθως δύο οχήματα, το ένα για τον εντοπισμό των στόχων και των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς και την αφαίρεση-τοποθέτηση των αφαιρεθέντων πινακίδων κυκλοφορίας και το άλλο για την επιβίβαση των δραστών των διαρρήξεων.
Όσον αφορά τους στόχους τους, επέλεγαν συνήθως οικίες που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους και σε σημείο που να διασφαλίζεται η εύκολη αποχώρησή τους, ενώ σπανιότερα, επέλεγαν ως στόχους εταιρείες ή κοινωφελή ιδρύματα που διατηρούσαν χρηματοκιβώτια. Στα σπίτια εισέρχονταν αφού παραβίαζαν με μεγάλα αιχμηρά αντικείμενα τις κύριες εισόδους ή τις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα.
Ο χρόνος άφιξής τους στην περιοχή δράσης, ήταν λίγο πριν από την τέλεση των διαρρήξεων, ενώ ο χρόνος αποχώρησής τους ήταν αμέσως μετά από αυτές και προσδιορίζεται κυρίως κατά τις απογευματινές με βραδινές ώρες, ώστε να υπάρχει μειωμένη κίνηση οχημάτων και πεζών.
Τα μέλη της σπείρας αφαιρούσαν κυρίως χρήματα και χρυσαφικά και σε λιγότερες περιπτώσεις φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα καθώς και ηλεκτρικά είδη.
Επιπλέον για τη μεταξύ τους επικοινωνία χρησιμοποιούσαν, προκειμένου να αποφύγουν το εντοπισμό τους, αποκλειστικά αριθμούς κινητών τηλεφώνων με στοιχεία άλλων ατόμων ή και ανύπαρκτων, τις οποίες άλλαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Από τη μέχρι στιγμής αστυνομική έρευνα εξιχνιάστηκαν μία ληστεία και 57 κλοπές-διαρρήξεις και συγκεκριμένα 38 περιπτώσεις διαρρήξεων-κλοπών οικιών, οκτώ κλοπές-διαρρήξεις χρηματοκιβωτίων εταιρειών και κοινωφελών ιδρυμάτων και έντεκα κλοπές πινακίδων κυκλοφορίας οχημάτων, που διαπράχθηκαν από τον Σεπτέμβριο του 2013 ως τον Φεβρουάριο του 2014 στην πόλη του Βόλου και στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους υποβλήθηκε στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου.