Μικρές νίκες, δέκα τον αριθμό, έναντι του Δημοσίου κατήγαγε στα αστικά δικαστήρια τον Ιούλιο η Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, οι οποίες και δεν αποκλείεται να επηρεάσουν το ποινικό σκέλος του σκανδάλου ανταλλαγής ακινήτων –φιλέτων, με τη λίμνη Βιστωνίδα και παραλίμνιες εκτάσεις, που στην παρούσα φάση εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο.

Τις αποφάσεις εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, απορρίπτοντας τις αγωγές του Δημοσίου κατά της Μονής, με τις οποίες το Δημόσιο ζητούσε να του επιστραφούν ακίνητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, τα οποία και είχαν ανταλλαγεί έναντι παραλίμνιων εκτάσεων της Βιστωνίδας. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα ακυρότητας των ανταλλαγών, ενώ απέρριψε παράλληλα και το αίτημα του Δημοσίου κατά της Μονής για ηθική βλάβη.
Παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο αποφεύγει να αγγίξει το καυτό θέμα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της λίμνης και των παραλίμνιων εκτάσεων, παραπέμποντας αντίστοιχα στα δικαστήρια της Αθήνας (αποτελεί όρο στα συμβόλαια ανταλλαγής) και της Ροδόπης, είναι εντούτοις κρίσιμο ότι πλήττει σοβαρά επιχειρήματα της δημόσιας συζήτησης γύρω από τις «ιερές» ανταλλαγές.
«Το δικαστήριο δέχεται ότι τα κοινόχρηστα πράγματα, όπως η λίμνη Βιστωνίδα, είναι δεκτικά κυριότητας, και παρόλο που κατά κανόνα ανήκουν στο Δημόσιο, μπορεί να ανήκουν ακόμη και σε ιδιώτη, όταν αυτό ορίζεται από τον νόμο. Υπογραμμίζει, με άλλα λόγια, ότι η λίμνη δεν αποκλείεται να είναι αντικείμενο ιδιωτικής κυριότητας, ακόμη και αν είναι κοινόχρηστη», τονίζουν μιλώντας προς «Το Βήμα», οι συνήγοροι της Μονής κ. Λάμπρος Κιτσαράς, αναπληρωτής καθηγητής Νομικής στο Δημοκρίτειο, και κ. Σπύρος Τσαντίνης, επίκουρος καθηγητής Νομικής στο Δημοκρίτειο.
Οι ίδιοι προσθέτουν ότι το δικαστήριο δεν δέχεται ότι υπάρχει απόκλιση στις αξίες των ακινήτων που αντηλλάγησαν και μάλιστα τέτοια που να καθιστά άκυρη την ανταλλαγή, ενώ εκτιμά ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάποια άλλη ενέργεια των μοναχών με την οποία προκλήθηκε στο Δημόσιο εσφαλμένη εντύπωση για την εκτίμηση των ακινήτων.
Τονίζεται συγκεκριμένα στην απόφαση, ότι δεν υπάρχει «φανερή δυσαναλογία μεταξύ των εκατέρωθεν παροχών στην επίδικη σύμβαση, εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη (…) δήλωσαν ρητώς και μάλιστα κατόπιν σχετικής εκτίμησης του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών ότι τα προς ανταλλαγή ακίνητα είναι ισάξια, λαμβανομένης υπόψη και της σχετικής καταβολής χρηματικού ποσού εκ μέρους της Μονής για την εξίσωση των παροχών».
Το δικαστήριο επίσης δέχεται ότι τα συγκεκριμένα συμβόλαια ανταλλαγής (2195/2005 και 2335/2006), είναι καθ’ όλα νόμιμα και ότι δεν υπήρξε παράνομη συναλλαγή. Επομένως, δεν μπορεί να υπήρχε ξέπλυμα χρήματος από παράνομη πράξη. Αντιθέτως κρίθηκε ότι όλες οι διαδικασίες διενεργήθηκαν με βάση την εδική νομοθεσία του Αγίου Όρους, με ενημέρωση της Ιεράς Κοινότητας, της Ιεράς Επιστασίας και του Δημοσίου (ΚΕΔ).
«Είναι προφανές ότι οι δικαστές κατακεραυνώνουν το Δημόσιο, με εκφράσεις απαξιωτικές, όπως αυτή με την οποία του αποδίδουν «έντεχνη διασπορά ενώπιον διαφόρων δικαστηρίων του αυτού και πραγματικού ιστορικού που δεν διευκολύνει τη διεξαγωγή της δίκης», προσθέτουν οι καθηγητές.