Και ενώ όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα θα αποκτούσε, επιτέλους, αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, η νέα αιφνίδια αναβολή μιας εβδομάδας στην συζήτησή του, που επρόκειτο να ξεκινήσει μεθαύριο Τρίτη, στη Βουλή, ήρθε να προστεθεί στις προηγούμενες καθυστερήσεις. Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης, την Παρασκευή ελήφθη η απόφαση να κρατηθεί το νομοσχέδιο επειδή είχαν κατατεθεί πολλές τροπολογίες τις οποίες έπρεπε να επεξεργαστούν. Η όλη διαδικασία πισωγυρισμάτων δείχνει πόσο δύσκολο είναι στην Ελλάδα του 2014 να ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο έστω και αν είναι απλώς κατ’ όνομα αντιρατσιστικό αφού η κορυφαία αλλαγή που φέρνει στην υπάρχουσα ελληνική νομοθεσία είναι η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος και των πάσης φύσεως γενοκτονιών.
Την ώρα που στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα τα κυριότερα θύματα ρατσισμού είναι οι μετανάστες, το νομοσχέδιο έχει ως αιχμή του δόρατος ένα ιστορικο-συναισθηματικό ζήτημα: τις γενοκτονίες. Την ίδια στιγμή, ποινικοποιεί την προτροπή στη ρατσιστική βία, όχι όμως και την ίδια τη βία.
Το νομοσχέδιο δηλαδή ποινικοποιεί το έγκλημα της υποκίνησης που είναι έγκλημα λόγου. Αν όμως, για παράδειγμα, κάποιος κάψει ένα μαγαζί για λόγους φυλετικούς, το έγκλημα αυτό δεν θα μπορεί να αποτυπωθεί ως ρατσιστικό. Ο ένοχος θα διωχθεί για απλό εμπρησμό και μόνο στο τελικό στάδιο, όταν θα αποφασίζεται η ποινή του, θα προσμετρείται το ρατσιστικό κίνητρο.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο νόμος του 1979, τον οποίο «συμπληρώνει» το παρόν νομοσχέδιο, όριζε ακριβώς τα ίδια πράγματα: ποινικοποιούσε την προτροπή στη ρατσιστική βία και όχι την ίδια τη βία.

«Να οριστεί σαφώς το ρατσιστικό έγκλημα και η βία»
ζητάει μιλώντας στο «Βήμα» η Βασιλική Κατριβάνου, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και εισηγήτρια τής αξιωματικής αντιπολίτευσης επί του νομοσχεδίου, τονίζοντας όμως ότι «παρ’ όλο που η κυβέρνηση το είχε παγώσει τόσον καιρό, θεωρούμε θετικό το ότι έρχεται στην Ολομέλεια. Και για λόγους συμβολισμού αλλά και γιατί χρειαζόμαστε έναν αντιρατσιστικό νόμο». Το νομοσχέδιο αυτό όμως δεν ορίζει το ρατσιστικό έγκλημα «γιατί δεν υπάρχει πραγματική βούληση από την κυβέρνηση».
Ποιες επιπτώσεις έχει αυτό στην πράξη; Από τη στιγμή που δεν ορίζεται ένα έγκλημα ως ρατσιστικό, δεν εξετάζονται τα ρατσιστικά στοιχεία στη διάρκεια της προανάκρισης. «Αν οριζόταν ως ρατσιστικό, όλα θα ελέγχονταν με βάση αυτόν τον ορισμό, από την εξέταση των μαρτύρων ως τη διερεύνηση, ενώ τώρα αντιμετωπίζεται για παράδειγμα ως μια απλή δολοφονία. Μόνο στην επιμέτρηση της ποινής μπορεί να υπάρξει το ρατσιστικό κίνητρο. Με το νομοσχέδιο αυτό ούτε η Μανωλάδα ούτε ο Λουκμάν (σ.σ.: ο 27χρονος Πακιστανός που δολοφονήθηκε από δύο χρυσαυγίτες στα Πετράλωνα τον Ιανουάριο του 2013) θα εντάσσονταν από την αρχή στα ρατσιστικά εγκλήματα ώστε να διερευνηθούν ως τέτοια».
Ο έτερος εισηγητής του νομοσχεδίου, ο βουλευτής της ΝΔ Βασίλειος-Νικόλαος Υψηλάντης, το κρίνει ως «επαρκές» όσον αφορά τον σκοπό του «έτσι ώστε, συμπληρουμένης και της υπόλοιπης ισχύουσας νομοθεσίας, να αντιμετωπιστούν τα ρατσιστικά εγκλήματα» λέει στο «Βήμα». Θεωρεί ότι η διατύπωση του νομοσχεδίου «αντιμετωπίζει και την προτροπή αλλά και το αποτέλεσμα».
Μια ακόμη παράλειψη του νομοσχεδίου είναι ότι δεν προβλέπει την προστασία των θυμάτων και των μαρτύρων των ρατσιστικών εγκλημάτων. Με δεδομένο ότι στη σημερινή πραγματικότητα η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων είναι μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου συλλαμβάνεται το θύμα ακόμη και βγαίνοντας από το νοσοκομείο, πόσω μάλλον όταν πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα να καταγγείλει το έγκλημα εις βάρος του.
Μετά τον σάλο που είχε ξεσηκωθεί τον Μάρτιο για το περίφημο άρθρο 19 του Μεταναστευτικού Κώδικα (το οποίο προέβλεπε την απέλαση όσων κατήγγειλαν περιστατικά ρατσιστικής βίας που δεν θα αποδεικνύονταν τελικά από τις Αρχές), το άρθρο αυτό αποσύρθηκε συμπαρασύροντας ολόκληρο τον κώδικα που έκτοτε δεν έχει επανέλθει προς ψήφιση. Στις αρχές Ιουνίου εκδόθηκε μια κοινή υπουργική απόφαση η οποία προβλέπει ότι οι παράτυποι μετανάστες που είναι θύματα ή ουσιώδεις μάρτυρες θα παίρνουν ετήσια άδεια διαμονής εφόσον διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση ή ασκηθεί ποινική δίωξη.
Σε αυτή την υπουργική απόφαση, την οποία σημειωτέον μπορεί να καταργήσει αν το επιθυμεί ο επόμενος υπουργός Εσωτερικών, παραπέμπουν όσοι αντικρούουν τις επικρίσεις περί προστασίας θυμάτων. Νομικοί από οργανώσεις μεταναστών και προσφύγων ζητούν στο διάστημα μεταξύ της καταγγελίας και της άσκησης ποινικής δίωξης να αναστέλλεται απλώς η απόφαση κράτησης και απέλασης του θύματος. Το διάστημα αυτό μπορεί να κυμαίνεται από 48 ώρες ως λίγες ημέρες μέχρι να διερευνηθούν όλα τα στοιχεία –είναι δηλαδή διάστημα που δεν δικαιολογεί τις ψευδείς καταγγελίες με στόχο την παραμονή στην Ελλάδα αλλά αρκεί για να συλληφθεί το θύμα αν δεν έχει χαρτιά.

«Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν εξασφαλίζει την προστασία των θυμάτων από το πρώτο στάδιο της καταγγελίας»
συνεχίζει η κυρία Κατριβάνου. «Ποιος αντιρατσιστικός νόμος μπορεί να λειτουργήσει αν ο μετανάστης που πάει να καταγγείλει μπορεί να απελαθεί;».
Αντίθετα ο κ. Υψηλάντης λέει ότι «αν κάποιο πρόσωπο τελεί άλλο αδίκημα στη χώρα, δεν μπορούμε προσπαθώντας να διερευνήσουμε ένα έγκλημα να παραβλέψουμε το αδίκημα αυτό». Προσθέτει ότι όποιος επιθυμεί να καταγγείλει ένα ρατσιστικό έγκλημα αλλά φοβάται μήπως συλληφθεί «μπορεί να υποβάλει μήνυση διά πληρεξουσίου, για παράδειγμα ενός δικηγόρου».

ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Ολοκαύτωμα και γενοκτονίες
Η συμπερίληψη ή μη της γενοκτονίας των Ποντίων ονομαστικά στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο μονοπωλεί τη δημόσια συζήτηση τις τελευταίες ημέρες. Οι επικριτές της διάταξης αυτής θεωρούν ότι η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος και των γενοκτονιών ισοδυναμεί με ποινικοποίηση της ελευθερίας έκφρασης. «Είμαστε εναντίον οποιασδήποτε φρονηματικής δίωξης, ακόμη και για την περίπτωση του Ολοκαυτώματος που είναι το απεχθέστερο έγκλημα. Καταδικάζεις αλλά δεν ποινικοποιείς» λέει η κυρία Κατριβάνου. «Στη Γαλλία άλλωστε η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος δεν περιόρισε την απήχηση των ναζιστικών ιδεών».
Ο κ. Υψηλάντης λέει ότι «ένα συμβάν που ενοχλεί ομάδες οφείλουμε να μην το παραμερίσουμε. Το επιπλέον δεν βλάπτει».

ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ
Σύμφωνο για ομόφυλα ζευγάρια

Η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια είναι ο μεγάλος απών του νομοσχεδίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει μια ύστατη προσπάθεια να επαναφέρει μεθαύριο το ζήτημα ως τροπολογία, η οποία όμως δεν έχει πιθανότητες να περάσει.

«Πρόκειται για διοικητικό ρατσισμό που αποκλείει την πρόσβαση στην οικογενειακή ζωή για μια μερίδα του πληθυσμού»
λέει η κυρία Κατριβάνου. Εκτός του ότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το ζήτημα και έπεται και νέα καταδίκη, «δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους αυτούς σαν να είναι β’ κατηγορίας, χωρίς βασικά ασφαλιστικά, κληρονομικά και άλλα δικαιώματα».
Κατά τον κ. Υψηλάντη «το θέμα αυτό θα απασχολήσει αργά ή γρήγορα και τον έλληνα νομοθέτη με την πρέπουσα σοβαρότητα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ