Οι τίτλοι ιδιοκτησίας των δύο «ορφανών» Airbus Α340-300 της πάλαι ποτέ Ολυμπιακής Αεροπορίας, τα οποία έχουν μείνει απούλητα, θα μεταβιβαστούν από το υπουργείο Οικονομικών στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) το αμέσως επόμενο διάστημα.

Αυτό αναφέρουν στην ηλεκτρονική έκδοση του «Βήματος» κύκλοι του ΤΑΙΠΕΔ, οι οποίοι παραδέχονται ότι η επίλυση του προβλήματος ήταν πολύ δύσκολη, λόγω της δομής της διεθνούς σύμβασης leasing των αεροσκαφών. «Το θέμα βαίνει προς οριστική διευθέτηση» σημειώνουν.
Πρόκειται για το τελευταίο επεισόδιο της ιδιωτικοποίησης –παρωδία των τετρακινητήριων Airbus της κρατικής Ολυμπιακής, τα οποία είχε συμφωνήσει να αγοράσει η Αμερικανική Apollo Aviation έναντι 40 εκατ. δολαρίων, αλλά μετά κόπων και βασάνων το δημόσιο κατάφερε να της πουλήσει μόνο τα δύο για 20 εκατ. δολάρια.
Η κρατική Ολυμπιακή είχε συνάψει σύμβαση αγοράς (finance Lease) τεσσάρων Airbus A340 το 1997. Τα δύο πρώτα παραδόθηκαν τov Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1998 και τα υπόλοιπα τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1999.
Η εν λόγω σύμβαση αποτέλεσε συνέχεια και ολοκλήρωση της σύμβασης αγοράς αεροσκαφών, που είχε συναφθεί μεταξύ της κρατικής Ολυμπιακής και της Airbus στις 27 Μαρτίου του 1990, η οποία προέβλεπε την αγορά δύο αεροσκαφών A300-600, με option για δύο ακόμη αεροσκάφη.
Λίγες ημέρες πριν από την πτώση της κυβέρνησης του κ. Κ. Μητσοτάκη επήλθε τροποποίηση της σύμβασης και αποφασίστηκε η μελλοντική παραγγελία των A340-300, καθώς τα Α300 κρίθηκαν τελικά ακατάλληλα. Η σύμβαση αγοράς πέρασε από το Ελεγκτικό Συνέδριο το 1997, ενώ το δημόσιο παρέσχε την εγγυοδοσία του.
Η αγορά των αεροσκαφών αποτέλεσε νομική συνέπεια των δεσμεύσεων της Ο.Α. προς την Airbus από την συμφωνία του 1990, ενώ οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις ελήφθησαν υπόψη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κομισιόν με δύο αποφάσεις το 1994 και το 1998 προέβλεψε και ενέκρινε την χορήγηση εγγυοδοσίας, ύψους 378 εκατ. δολαρίων για την ανανέωση του στόλου της εταιρίας.
Με την λήξη της περιόδου αποπληρωμής των δανείων, τα αεροσκάφη θα περιέρχονταν στο δημόσιο, το οποίο κάλυψε με την εγγύησή του τις υποχρεώσεις της κρατικής Ολυμπιακής για τα Airbus, έως το ποσόν των 200 εκατ. ευρώ.
Οι εγγυήσεις, έπειτα από το «πράσινο φως» της Κομισιόν, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αρχικά έως το 1997 και εν συνεχεία έως το τέλος του 2000. Για την αγορά των αεροσκαφών η κρατική Ολυμπιακή σύνηψε δάνεια 10ετούς και 12ετούς διαρκείας, τα οποία εξυπηρετούσε με μηνιαίες πληρωμές τoκoχρεωλυσίωv.
Εκμισθωτής ήταν Κυπριακή εταιρία
Για κάποιο όμως λόγο, που δεν έχει ποτέ εξηγηθεί, εκμισθωτές των τεσσάρων αεροσκαφών εμφανίζονται δύο κυπριακές εταιρίες. Για τα δύο «ορφανά» Airbus η Ottinger Enterprises Limited, ενώ για τα δύο πωληθέντα πλέον η Observatory Enterprises.
Η έδρα των δύο εταιριών είναι το μέγαρο Τριανταφυλλίδη στην Λευκωσία. Πρόκειται για την έδρα του δικηγορικού οίκου του κ.Άντη Τριανταφυλλίδη, που ειδικεύεται στη δημιουργία εξωχώριων εταιριών, μια εκ των οποίων ήταν η Torcaso, γνωστή από την εμπλοκή της στις υποθέσεις του Βατοπαιδίου και των ακινήτων του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Παρόλο, μάλιστα, που όλα δείχνουν ότι πρόκειται για εταιρίες ειδικού σκοπού, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι ουδέποτε τα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Μεταφορών, αλλά ούτε και η Ολυμπιακή έχουν εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο επελέγη η χρήση Κυπριακών οντοτήτων.
Πολύπλοκες αποφάσεις
Σύμφωνα με τις υπουργικές αποφάσεις εγγυοδοσίας, η Airbus Finance Company παρείχε στην Ottinger δύο δάνεια για να χρηματοδοτήσει εκ μέρους του εκμισθωτή την απόκτηση των αεροσκαφών και την εκμίσθωσή τους από την κρατική Ολυμπιακή.
Και στις δύο αποφάσεις για τα επίμαχα Airbus σημειώνεται ότι συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί η ενδιάμεση χρηματοδότηση και να αναχρηματοδοτηθεί το σχήμα με μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση, την οποία συμφώνησε να χορηγήσει η RBC Dominion Securities, βάσει σχετικής σύμβασης μεταξύ της Ottinger και της Royal Bank of Canada.
Άλλη μία απόφαση εγγυοδοσίας είχε εκδοθεί το 1999 προς την Credit Lyonnais, που ήταν η δανειακή αντιπρόσωπος των τραπεζών, για την χρηματοδότηση των προκαταβολών της αγοράς των δύο πρώτων Airbus.
Το 2004 νομοθετική ρύθμιση έδωσε την δυνατότητα στο δημόσιο να υπεισέλθει στη θέση της Ολυμπιακής στις χρηματοδοτικέ μισθώσεις των τεσσάρων Airbus.
Το 2005 ο υπουργός τότε υπουργός Οικονομίας & Οικονομικών, κ. Γιώργος Αλογοσκούφης ενέκρινε και επικύρωσε 12 συμβάσεις που καταρτίστηκαν μεταξύ του δημόσιου και τρίτων για την υπεισέλευση του κράτους στη θέση της Ολυμπιακής Αεροπορίας για τις χρηματοδοτικές μισθώσεις που αυτή είχε καταρτίσει για τα δύο επίμαχα Airbus (280 & 292). Σημειωτέον ότι οι συμβάσεις είχαν υπογραφεί νωρίτερα από τους κ.κ. Μ.Λιάπη και Π.Δούκα στις 27 Απριλίου 2005.
Οι σύμβουλοι και οι εκμισθωτές
Παράλληλα, το 2005 με άλλη απόφαση των τότε υπουργών Οικονομίας και Μεταφορών ορίστηκαν νομικοί σύμβουλοι του δημοσίου, κατά την διαδικασία μεταβίβασης των άλλων δύο Airbus (235 και 239) από την Ολυμπιακή Αεροπορία στο δημόσιο τα νομικά γραφεία Denton Wilde Sapte Howrey και Simon Arnold & White.
Από τις συμβάσεις αποκατάστασης το δημόσιο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής ποσών στον καταπιστευματοδόχο και εκπρόσωπο της κοινοπραξίας των δανειστών Calyon, στον Βρετανικό Οργανισμό Εξαγωγικών Πιστώσεων, στην εταιρία δικηγόρων Κυριακής –Γεωργόπουλος, στην νομική εταιρία Clifford Chance, και στην εταιρία Antis Triantafyllides & Sons, που ήταν ο Νομικός Σύμβουλος Κυπριακού Δικαίου, που προέκυπτε από την αναδιάρθρωση, αλλά και ο διαχειριστής της εκμισθώτριας εταιρίας.
Η συγκεκριμένη απόφαση είναι η μοναδική που συνδέει την εταιρία Antis Triantafyllides & Sons με τα αεροσκάφη, καθώς εμφανίζονται ως διαχειριστές της εκμισθώτριας εταιρίας, δηλαδή της Observatory.
Πάντως, στοιχεία για την συγκεκριμένη εταιρία δεν υπάρχουν στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε αντίθεση με την Ottinger, οι μετοχές της οποίας εμφανζίεται να έχουν μεταβιβαστεί από το 2013, χωρίς να αναφέρεται το που.
Ένας λογαριασμός – φάντασμα
Στο μεταξύ, το 2005 το δημόσιο είχε αποφασίσει την σύσταση ειδικού, εκτός προϋπολογισμού, λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδας, ο οποίος το 2008 εξαιρέθηκε και από τον κανόνα των τριών υπογραφών. Ο λογαριασμός θα πιστωνόταν με τα μισθώματα που κατέβαλε η Ολυμπιακή στο δημόσιο από την υπεκμίσθωση των τεσσάρων αεροσκαφών και θα χρεωνόταν με τα ποσά για την εξόφληση των μισθωμάτων τους προς τις δανείστριες τράπεζες και την πληρωμή του των συμβούλων.
Σκοπός σύστασης του λογαριασμού, ο οποίος κινούνταν από το πρώην υπουργείο Μεταφορών, ήταν η αποπληρωμή του ανεξόφλητου υπολοίπου των χρηματοδοτήσεων. Μάλιστα, με νέα απόφαση το 2006 προβλέφθηκε να πιστώνονται στον λογαριασμό τα ποσά που κατέβαλε ο υπομισθωτής ως αποθεματικά συντήρησης.
Σύμφωνα με απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου του 2010, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για κρατικές ενισχύσεις στην κρατική Ολυμπιακή, παρόλο που κρατική εγγυοδοσία ήταν μέχρι του συνολικού ποσού των 200 εκατομμυρίων ευρώ, η συνολική χρηματοδότηση για την ανανέωση του στόλου της Ολυμπιακής υπερέβαινε τα 350 εκατομμύρια ευρώ.