Οκτώ παιδιά και τρεις γυναίκες ζητούν δικαιοσύνη –δια μέσου των συγγενών τους που επέζησαν από το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι τον Ιανουάριο. Ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν τις ανακολουθίες στην απόφαση του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά να θέσει την υπόθεση στο αρχείο και δεσμεύονται ότι θα προσφύγουν στα διεθνή δικαστήρια για να αποδοθούν οι ευθύνες για τον χαμό των 11 ανθρώπων (οι περισσότεροι κάτω των 10 ετών). Από το σήμα για διάσωση που στάλθηκε μετά τη βύθιση της βάρκας ως τις καταθέσεις που δόθηκαν χωρίς διερμηνέα, η υπόθεση έχει πολλές «τρύπες» που εκθέτουν την Ελλάδα.
Η έρευνα του Ναυτοδικείου δεν διενεργήθηκε όπως θα έπρεπε αλλά και η κατάληξή της δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά, κατήγγειλαν σε συνέντευξη Τύπου την Πέμπτη το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών και η Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών. Το πρώτο ερωτηματικό που πρέπει να απαντηθεί είναι γιατί, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, όταν το Λιμενικό εντόπισε ακυβέρνητη τη βάρκα με τους 26 πρόσφυγες, κυρίως από το Αφγανιστάν, στα ανοιχτά του Φαρμακονησίου δεν έστειλε σήμα όπως όφειλε στο Ενιαίο Κέντρο Έρευνας και Διάσωσης αλλά στη Διεύθυνση Προστασίας Θαλάσσιων Συνόρων που έχει μόνο αρμοδιότητες αστυνόμευσης.
«Πρώτη υποχρέωση οποιουδήποτε βρίσκεται στη θάλασσα, είτε είναι καπετάνιος, είτε πλήρωμα, είτε λιμενικός, είναι να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή. Γιατί δεν ενεργοποιήθηκε εγκαίρως ο μηχανισμός έρευνας και διάσωσης;» αναρωτιούνται οι νομικοί των οργανώσεων αυτών. Η προφανής απάντηση είναι ότι το Λιμενικό δεν κλήθηκε να διασώσει τους πρόσφυγες αλλά να τους επαναπροωθήσει στην Τουρκία.
Ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου έκρινε τη δικογραφία «νομικά αβάσιμη» θεωρώντας ντε φάκτο ότι «επαναπροωθήσεις δεν γίνονται στην Ελλάδα». Συνεπώς, κατά το σκεπτικό του, εφόσον ο ισχυρισμός των διασωθέντων για την επαναπροώθησή τους στην Τουρκία είναι αβάσιμος, καταρρίπτεται και το υπόλοιπο περιεχόμενο των καταθέσεών τους.
Άλλο σόλοικο σημείο είναι ότι ο εισαγγελέας ουδέποτε δέχθηκε να αρθεί το απόρρητο των τηλεφωνικών επικοινωνιών -επαγγελματικά και προσωπικά τηλέφωνα- των αντρών του Λιμενικού. Επίσης, το Λιμενικό ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει κανένας αποθηκευτικός μηχανισμός των σημάτων, των στιγμάτων και όλων των επικοινωνιών και ενεργειών που έγιναν το μοιραίο βράδυ της 20ής Ιανουαρίου. Στη σημερινή ηλεκτρονική εποχή, σύμφωνα με το Λιμενικό, κανένα ραντάρ, καμία θερμική κάμερα και κανένα όργανο επικοινωνίας δεν κρατάει τίποτα στη μνήμη του.
Ο εισαγγελέας παράβλεψε τις πάμπολλες αντιφάσεις των Λιμενικών για τον χρόνο εντοπισμού της ακυβέρνητης βάρκας και το σημείο όπου εντοπίστηκε. «Το Βήμα» έχει στη διάθεσή του έντυπο σήμα του Λιμενικού τη μοιραία νύχτα και την «ορθή επανάληψή» του όπου «διορθώνονται» η ώρα και το στίγμα της βάρκας για να ταιριάξουν με τις μαρτυρίες των αντρών του Λιμενικού και όχι των διασωθέντων προσφύγων.
Ετσι, με βάση την «ορθή επανάληψη», μέσα σε 13 μόλις λεπτά (και όχι μιάμιση ώρα όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των διασωθέντων αλλά και των ίδιων των λιμενικών) το σκάφος του Λιμενικού εντόπισε τη βάρκα, την πλεύρισε, δυο άντρες επιβιβάστηκαν σε αυτή, την έδεσαν με σκοινί, τη ρυμούλκησαν επί 10 λεπτά, έσπασε το σκοινί, την ξαναπλεύρισε, την ξανάδεσαν, την ξαναρυμούλκυσαν για άλλα 5 λεπτά, ανατράπηκε η βάρκα, έκοψαν το σκοινί που την έδενε στο σκάφος του Λιμενικού (αφήνοντάς τη να βυθιστεί) και περισυνέλεξαν τους διασωθέντες.
Ένα ακόμη σημείο που προκαλεί πολλά ερωτηματικά είναι ότι ο εισαγγελέας αξιολογεί ως βάσιμες τις πρώτες μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσαν οι διασωθέντες στη Λέρο και βασίζει την απόφασή του σε αυτές. Αρκετές σελίδες παρακάτω στην ίδια απόφαση αναφέρει ότι λιμενικοί παρενέβαιναν στις απαντήσεις των διασωθέντων στη διάρκεια της κατάθεσης στη Λέρο, δεν υπήρχαν κατάλληλοι διερμηνείς -ο ένας από τους δύο ήταν Πακιστανός που δεν μιλούσε ούτε ελληνικά ούτε την αφγανική διάλεκτο των διασωθέντων οι οποίοι δεν μιλούν αγγλικά-, δεν καταγράφηκε ολόκληρο το περιεχόμενο των καταθέσεων και οι μάρτυρες δεν μπόρεσαν να διαβάσουν τις καταθέσεις τους πριν τις υπογράψουν.
Τέλος, προκαλεί απορία γιατί ενώ το σκάφος του Λιμενικού ήταν 14 μέτρων και 1.500 ίππων έκοψε το σκοινί αφήνοντας την οκτώ μέτρων βάρκα των προσφύγων στο έλεός της επειδή έπαθε βλάβη η μία από τις μηχανές του. Σύμφωνα με ειδικούς, μόλις 180 ίπποι θα ήταν αρκετοί για τη ρυμούλκηση της βάρκας που μπορούσε κάλλιστα να συνεχιστεί και με μία μηχανή.
«Η συγκάλυψη είναι τεράστια» είπε η Γιάννα Κούρτοβικ από το Δίκτυο Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών. «Υπάρχουν ευθύνες των αντρών του Λιμενικού και των εντολέων τους. Στόχος μας είναι να βρούμε τους εντολείς».
Ενας από τους διασωθέντες, ο Εχανουλά Σαφί που έχασε τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά τους στο ναυάγιο, είπε εκπροσωπώντας και τους υπόλοιπους (τον Φαντά Μοχάμεντ Αζίζι που έχασε τη σύζυγο και τα τρία μικρότερα παιδιά του ενώ επέζησαν οι δύο έφηβοι γιοι του και τον Σαμπούρ Αζίζι που έχασε τη σύζυγο και το παιδί τους): «Ζητάμε να ξανανοίξει ο φάκελος και να αποδοθεί δικαιοσύνη». Οι πέντε διασωθέντες φιλοξενούνται σε ξενώνα του Δήμου Αθηναίων (οι υπόλοιποι 10 που δεν έχασαν συγγενείς τους έχουν ήδη φύγει, παράτυπα, προς Ευρώπη). Οι πέντε παραμένουν στην Ελλάδα με εξάμηνη αναβολή της εντολής απέλασής τους που μπορεί να ανανεωθεί. Το καθεστώς αυτό όμως δεν τους προστατεύει από τις παρενοχλήσεις των αστυνομικών και, κυρίως, δεν τους παρέχει κανένα δικαίωμα στην υγεία, στη στέγαση και στην εκπαίδευση (για τα δύο παιδιά).