Δεκαεπτά άτομα, τα περισσότερα εκ των οποίων μέλη Γνωμοδοτικής Επιτροπής Περιφέρειας της Βόρειας Ελλάδας, περιλαμβάνονται σε δικογραφία της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας και κατηγορούνται για τα -κατά περίπτωση- αδικήματα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Δημοσίου, της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία και της παράβασης του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου, καθώς και της συνέργειας σε απιστία και της απάτης από κοινού.

Η σχετική έρευνα έγινε στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης με στόχο τη διακρίβωση τέλεσης αξιόποινων πράξεων σε βάρος του Δημοσίου από τον πρόεδρο, την εισηγήτρια και 13 μέλη της Γνωμοδοτικής Επιτροπής σε Περιφέρεια της Βόρειας Ελλάδας.
Η συγκεκριμένη Επιτροπή ασκούσε έργο, στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τις ενισχύσεις ιδιωτικών επενδύσεων για την οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας (Ν. 2601/1998).
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, αποτέλεσμα της έρευνας ήταν να σχηματιστεί σχετική ποινική δικογραφία, που περιλαμβάνει τα 15 πρόσωπα της Επιτροπής, ηλικίας από 55 έως 77 ετών και αφορά στα αδικήματα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Δημοσίου, της απιστίας σχετικής με την υπηρεσία και της παράβασης του νόμου για τους καταχραστές του Δημοσίου.
Επιπλέον, στη δικογραφία περιλαμβάνονται δύο ιδιώτες -πρόεδροι ΔΣ και διευθύνοντες σύμβουλοι Ανώνυμης Εταιρείας- για συνέργεια στο αδίκημα της απιστίας και απάτη από κοινού.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., κατά την πολύμηνη αστυνομική έρευνα, καθώς και από την επεξεργασία των στοιχείων διαπιστώθηκαν πράξεις – παραλείψεις της ως άνω Γνωμοδοτικής Επιτροπής, κατά την έγκριση μεταβίβασης μετοχών της συγκεκριμένης Ανώνυμης Εταιρείας .
Μάλιστα, εξακριβώθηκε οικονομική ζημία του Δημοσίου, από τη μη έγκυρη μεταβίβαση μετοχών της εταιρείας και τη μη επιστροφή της επιχορήγησης, συνολικού ποσού 1.294.493,92 ευρώ, που έλαβε με επιδότηση, στο πλαίσιο αναπτυξιακού προγράμματος που προέρχονταν από συγχρηματοδότηση του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει τις 210.000 ευρώ.
Ως προς το ιστορικό της υπόθεσης, διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω εταιρεία υπήχθη σε Επενδυτικά Προγράμματα του Ν. 2601/1998, λαμβάνοντας επιχορήγηση 853.658 ευρώ το 2000 (με ποσοστό συγχρηματοδότησης 75%) και 434.662 ευρώ το 2001 (με ποσοστό συγχρηματοδότησης 80%), αναλαμβάνοντας παράλληλα την υποχρέωση η επένδυση αυτή να λειτουργεί πραγματικά για πέντε χρόνια, από την πιστοποίηση έναρξης παραγωγικής λειτουργίας της και να απασχολεί πραγματικά τριάντα εργαζόμενους.
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 2004, η ίδια εταιρεία υπέβαλε αίτηση, η οποία προσκομίστηκε και υπεγράφη από 63χρονο ομογενή, στην Περιφέρεια, με σκοπό την έγκριση μεταβίβασης του 75% του μετοχικού της κεφαλαίου σε 57χρονο ιδιώτη.
Όπως προέκυψε, ο πρόεδρος, η εισηγήτρια και τα 13 μέλη της προαναφερθείσας Γνωμοδοτικής Επιτροπής (λόγω αρμοδιότητας), εισηγήθηκαν, ενέκριναν και δεν έλεγξαν τη νομιμότητα της μεταβίβασης του 75% των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας. Το αποτέλεσμα ήταν η εταιρεία να περιέλθει σε αφερέγγυα πρόσωπα και να μην επιστραφεί η ληφθείσα επιχορήγηση, προκαλώντας οικονομική ζημία στο Ελληνικό Δημόσιο.
Επομένως, προέκυψε παράβαση των όρων, συμφώνα με τους οποίους, η παραπάνω επιχείρηση υπήχθη σε καθεστώς επιδότησης, καθώς δεν φρόντισε να τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπει η νομοθεσία για τις ενισχυόμενες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ. «η ενισχυθείσα επιχείρηση και κατ’ επέκταση η επένδυση, κατά το χρόνο μεταβίβασης των μετοχών, δεν λειτουργούσε, ο μηχανολογικός εξοπλισμός, ειδικές εγκαταστάσεις και λοιπός εξοπλισμός βρισκόταν εγκατεστημένος στο χώρο της επιχείρησης σε πλήρη αδράνεια, δεν υπήρχε κάποιος εργαζόμενος στο χώρο της, ο φερόμενος ως στρατηγικός επενδυτής, 57χρονος, δεν διέθετε αντίστοιχη επαγγελματική εμπειρία, ούτε ήταν οικονομικά φερέγγυος για τη συνέχιση της επένδυσης».
Μάλιστα με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το 2007 η ανωτέρω μεταβίβαση μετοχών θεωρήθηκε άκυρη, καθώς δεν είχαν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις, δεδομένου ότι η μεταβίβαση δεν δηλώθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ και δεν καταβλήθηκε ο φόρος, που αναλογεί επί του ποσού της μεταβίβασης (800.003 ευρώ).
Η σχηματισθείσα δικογραφία υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και εκδόθηκε παραπεμπτικό βούλευμα για τα συγκεκριμένα αδικήματα.