Ενα νέο είδος καταστήματος ξεφυτρώνει εδώ και περίπου δύο χρόνια στην Αθήνα και στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Πολλά δεν έχουν καν επωνυμία αλλά μοιάζουν να ανήκουν όλα στην αλυσίδα «Hot dog» και δίπλα φιγουράρει μια τιμή, π.χ. 0,80 λεπτά –σε κάθε περίπτωση μικρότερη του ενός ευρώ.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυτό μόδα, με δεδομένη κάποια στιγμή ημερομηνία λήξης, όπως λόγου χάρη τα καταστήματα frozen yoghurt. Με μια διαφοροποίηση. Εδώ το προϊόν που πωλείται έστω ως κράχτης σε πολύ χαμηλή τιμή είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί γεύμα. Παρατηρώντας τα κανείς προσεκτικά, διαπιστώνει ότι τα περισσότερα από τα σημεία πώλησης των hot dog είναι φανερό ότι δεν συνοδεύονται από κάποια ιδιαίτερη επένδυση. Επίσης πολλοί από τους ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων οδηγήθηκαν σε αυτή τη λύση όχι από διερεύνηση των δυνατοτήτων της συγκεκριμένης αγοράς, αλλά απλώς επειδή αναζητούσαν μια επαγγελματική διέξοδο.
Από τα φέσια στο «cash»


Ο –ας τον πούμε –Γιάννης είναι ένας από τους ανθρώπους-σύμβολα αυτής της ιστορίας. Το μαγαζί με την ταμπέλα «Hot dog 0,70» λειτουργεί εδώ και μερικούς μήνες στο Περιστέρι δίπλα σε άλλα καταστήματα με παρόμοια ταμπέλα και παρόμοια λογική. Ο ίδιος δουλεύει ως ηλεκτρολόγος, όμως αποφάσισε να στραφεί στον τομέα της γρήγορης και φθηνής εστίασης.
Οι λόγοι μάλλον ευκόλως εξηγήσιμοι. «Ως ηλεκτρολόγος είχα πολλές υποχρεώσεις προς το κράτος και ταυτόχρονα πολλά φέσια από τους πελάτες. Ως τώρα δεν είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος, περίμενα ένα κάπως καλύτερο ξεκίνημα. Ακόμα και έτσι όμως σε ένα τέτοιο κατάστημα θα πληρωθείς λίγα χρήματα αλλά μετρητοίς και επί τόπου. Αλλωστε ξέρω και άλλους ανθρώπους που προχώρησαν σε αυτή την απόφαση πιο πολύ ως αναγκαστική διέξοδο παρά ως επιλογή» λέει.
Την ώρα που εξελίσσεται η συζήτηση στο κατάστημα μπαινοβγαίνει κόσμος. Φοιτητές, μετανάστες, ακόμα και οικογένειες κάθονται και απολαμβάνουν ένα πρόχειρο γεύμα. «Ακόμα και στα λεγόμενα ακριβά προϊόντα μας είμαστε πολύ φθηνότεροι από τις αλυσίδες φαστ φουντ» αναφέρει.
Στην ευρύτερη περιοχή έχουν ανοίξει την τελευταία διετία πάμπολλα παρόμοια καταστήματα. «Πολλά άνοιξαν και έκλεισαν ύστερα από λίγους μήνες. Κατ’ αρχάς το χοτ ντογκ έχει ένα περιθώριο κέρδους της τάξης των 20-25 λεπτών το τεμάχιο. Δεν μπορείς να βασιστείς σε αυτό για μια βιώσιμη επιχείρηση. Θεωρώ πως η μεγάλη τους μόδα πέρασε» ισχυρίζεται ο Ανδρέας που δουλεύει σε αντίστοιχη επιχείρηση.
Το να συζητήσει κανείς για τη διατροφική αξία και το πόσο υγιεινά είναι όλα αυτά τα σκευάσματα, ειδικά αν καταναλώνονται σε καθημερινή βάση, μάλλον δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Αλλωστε ίσως η γνωστότερη φράση για τα λουκάνικα –μάλλον λανθασμένα αποδίδεται στον Μπίσμαρκ –λέει πως «οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα. Καλύτερα να μην ξέρεις πώς φτιάχνονται». Γεγονός παραμένει ότι τα χοτ ντογκ των 70 λεπτών (ακόμα και ένα γερό στομάχι δυσκολεύεται να τα καταναλώσει σε μεγάλες ποσότητες) ή τα καλαμάκια του ενός ευρώ είναι μάλλον η οικονομικότερη λύση (ακόμα και από το να μαγειρέψεις σπίτι) προκειμένου να περάσει κανείς από την κατάσταση «πεινάω» στην κατάσταση «χόρτασα». Είτε πρόκειται για ένα μεσημεριανό γεύμα είτε για τη λιγούρα που συνοδεύει μια νυχτερινή έξοδο, το οικονομικό σκέλος έχει στις περισσότερες περιπτώσεις τον πρώτο λόγο.
Τρώνε δίνοντας λιγότερα χρήματα


Ο Παντελής Γιαννιώτης, ιδιοκτήτης ψητοπωλείου στην περιοχή της πλατείας Κάνιγγος, έχει ιδία αντίληψη του φαινομένου. «Η πλειοψηφία των πελατών μου ψηφίζει πλέον με αποκλειστικό κριτήριο την τιμή. Εμείς πριν από έναν χρόνο μειώσαμε τις τιμές στο καλαμάκι από το 1,20 στο 1 ευρώ χωρίς να μικρύνουμε την ποσότητα. Εχουμε και άλλες προσφορές, μισό κοτόπουλο με πατάτες 3,90 ευρώ» λέει ο κ. Γιαννιώτας που έχει από καιρό διαπιστώσει πως για τους περισσότερους πελάτες του το κριτήριο δεν είναι να φάνε κάτι γρήγορο ή νόστιμο, αλλά να χορτάσουν με όσο το δυνατόν λιγότερα χρήματα. «Βλέπεις ανθρώπους, φαινομενικά «υπεράνω πάσης υποψίας» να αγοράζουν δύο καλαμάκια και ταυτόχρονα να τρώνε σχεδόν μια ολόκληρη φρατζόλα ψωμί για το οποίο δεν υπάρχει όριο κατανάλωσης».
Το κατάστημα στην οδό Κολοκοτρώνη είναι μια διαφορετική περίπτωση. Εδώ πωλούνται κυρίως χάμπουργκερ, ο ιδιοκτήτης είναι γνωστός σεφ, από μια ματιά στον χώρο φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα προσεγμένος, καθώς απευθύνεται κυρίως στον νεαρόκοσμο που συχνάζει στα μπαρ της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά μαζί με τα άλλα προϊόντα και εδώ υπάρχει το χοτ ντογκ των 90 λεπτών. «Μάλιστα» λέει η υπάλληλος κυρία Ιωάννα Χατζάρα «από όσους δεν αγοράζουν μπέργκερ, το συγκεκριμένο προϊόν προτιμάται σε σχέση με τα άλλα χοτ ντογκ που κατά κάποιον τρόπο είναι πιο πολυτελή αλλά και ακριβότερα».
«Πιο πολύ κακό μας έκανε παρά καλό»


Ο Λάζαρος, ιδιοκτήτης καταστήματος με είδη φαγητού στο κέντρο της Αθήνας, είχε για λιγότερο από έναν μήνα στον κατάλογο των φαγώσιμων που προσέφερε το χοτ ντογκ των 70 λεπτών. «Το βάλαμε και εμείς επειδή είδαμε ότι το είχαν όλα τα ανταγωνιστικά καταστήματα. Πρακτικά είδα πως μας έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Εμείς έχουμε κυρίως μόνιμους πελάτες, τα γραφεία και τις επιχειρήσεις της περιοχής. Η τόσο χαμηλή τιμή λειτουργούσε αποτρεπτικά για τον πελάτη στο να αγοράσει τα άλλα προϊόντα του μαγαζιού, όπως σαλάτες κ.λπ., που αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι του τζίρου μας και που μπορεί να κοστίζουν 4-5 ευρώ. Οχι επειδή προτίμησαν τα χοτ ντογκ, αλλά επειδή θεώρησαν υπερβολικές τις άλλες τιμές, κάτι που δεν ισχύει».
«Ισορροπήσαμε με έναν «κράχτη»»


Ο κ. Θανάσης Κράλλης είναι υπεύθυνος του εστιατορίου «Μάκης», το οποίο εδώ και 25 χρόνια λειτουργεί στην Ανθούπολη. «Βασιζόμαστε στο μαγειρευτό μας φαγητό. Εδώ και ενάμιση χρόνο πήραμε την απόφαση να πουλάμε και σουβλάκια με πίτα σε τιμή 99 λεπτών». Προφανώς σε μια τέτοια τιμή τα περιθώρια για κέρδος είναι ανύπαρκτα. «Ηταν ένας κράχτης να μπει κόσμος στο μαγαζί, να δει και τα άλλα μας προϊόντα και την ποιότητά τους και να μας προτιμήσει» αναφέρει στο «Βήμα».
Σε γενικές γραμμές, θεωρεί ότι ήταν μια επιτυχημένη κίνηση: «Αποκτήσαμε καινούργια πελατεία, κατά κάποιον τρόπο μπορέσαμε και ισορροπήσαμε τις συνέπειες της αρνητικής συγκυρίας». Οσον αφορά το αν υπήρχε δυσπιστία από τους πελάτες, αν η τόσο χαμηλή τιμή συνεπάγεται και έκπτωση στην ποιότητα, λέει: «Σε καμία περίπτωση, όσοι τρώνε ξανατρώνε. Ως μαγαζί με ιστορία δεν θα ρισκάραμε το όνομά μας».

Δημοσιεύτηκε στο Helios Plus στις 14 Μαρτίου 2014

HeliosPlus