Σε έξι προσαγωγές διερχόμενων πολιτών προχώρησε γύρω στις 3.30 μετά το μεσημέρι της Πέμπτης η Ελληνική Αστυνομία. Το περιστατικό συνέβη έξω από το Βυζαντινό Μουσείο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου την ώρα εκείνη γινόταν κάποια εκδήλωση προς τιμήν του Γερμανού Προέδρου που βρίσκεται στη χώρα μας.

Πρώτο θύμα της αστυνομίας, ανύποπτος νεαρός ο οποίος συναντήθηκε τυχαία με φίλη του μπροστά στο Πολεμικό Μουσείο, όπου και αντάλλασσαν νέα τους, όταν άνδρας της Ασφάλειας τον πλησίασε και του ζήτησε να αποχωρήσει από το σημείο.

Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, ο νεαρός ρώτησε τον λόγο και αντί απάντησης έλαβε τη σπρωξιά του αστυνομικού και τις χειροπέδες που του φόρεσαν αμέσως μετά άνδρες της διμοιρίας των ΜΑΤ.

Διερχόμενοι πολίτες, που ουδεμία σχέση είχαν με τον νεαρό και τη φίλη του, απευθύνθηκαν στον επικεφαλής της αστυνομικής διμοιρίας των ΜΑΤ και στον άνδρα της Ασφάλειας ζητώντας να λάβουν εξήγηση για την ενέργεια του αστυνομικού που τους φαίνονταν αδικαιολόγητη. Η απάντηση των επικεφαλής ήταν ότι πρέπει να αποχωρήσουν γιατί αλλιώς θα προσαχθούν και εκείνοι.

Ανδρες και γυναίκες, μάρτυρες του περιστατικού, τελείως αυθόρμητα παρέμειναν στο σημείο θεωρώντας ότι η προσαγωγή του νεαρού ήταν άδικη και πως όφειλαν να μην γυρίσουν την πλάτη στο παράλογο γεγονός με αποτέλεσμα τελικά να συλληφθούν και οι ίδιοι.

Δύο μάλιστα εκ των διερχόμενων πολιτών – μαρτύρων του περιστατικού πέρασαν στο απέναντι πεζοδρόμιο προκειμένου να αποφύγουν τυχόν προσαγωγή με φόβο της οποίας τους είχε ήδη απειλήσει η αστυνομία αλλά να βλέπουν και τι γίνεται στο μεταξύ.

Λίγη ώρα μετά δέχθηκαν «επίσκεψη» άνδρα των ΜΑΤ, ο οποίος αφού διέσχισε κάθετα τη Βασιλίσσης Σοφίας, τούς πληροφόρησε ότι εάν δεν αποχωρήσουν από εκεί εντός δύο λεπτών θα προσαχθούν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της έντασης μεταξύ των πολιτών και των ανδρών της αστυνομίας, στη Βασιλίσσης Σοφίας η κυκλοφορία γινόταν κανονικά και απρόσκοπτα, τόσο για τα διερχόμενα αυτοκίνητα, όσο και για τους πολίτες καθώς δεν υπήρχε κάποια αστυνομική εντολή για απαγόρευση.

Η μόνη διάκριση αφορούσε τους μάρτυρες του περιστατικού, όσους δηλαδή είδαν, αναρωτήθηκαν και δεν αδιαφόρησαν για την εκδήλωση της αδικαιλόγητης αστυνομικής βίας.