Ηταν λίγο μετά τις έντεκα, το πρωί της Παρασκευής, που ο επιχειρηματίας κ. Μανώλης Καραμολέγκος συνάντησε τους δημοσιογράφους στις εγκαταστάσεις της εταιρείας του, Μια συνάντηση που, όπως είπε, δεν θα έπρεπε να γίνει αφού οι αστυνομικές αρχές του ζήτησαν να μην μιλήσει για την υπόθεση της απαγωγής του όσο ακόμη διαρκούν οι έρευνες. Ωστόσο ο ίδιος τόνισε ότι ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει ξεκινώντας μάλιστα τη συνέντευξή του λέγοντας:«Θέλω να σας πω κάτι πολύ προσωπικό μου» κάνοντας τους δημοσιογράφους να περιμένουν με ανυπομονησία και συνέχισε αστειευόμενος «είμαι 55 ετών και όχι 60 όπως έχει γραφεί».

Συνέχισε λέγοντας ότι είναι χαρούμενος που συναντά τους δημοσιογράφους αλλά λόγω του αιτήματος της αστυνομίας δεν απάντησε σε καμία ερώτηση που είχε σχέση με τις λεπτομέρειες της απαγωγής. Ευχαρίστησε τους δημοσιογράφους γιατί όπως είπε «καλύψατε το θέμα με λεπτότητα και ιδιαίτερη προσοχή».

Οσον αφορά τα συναισθήματά του ο κ. Καραμολέγκος δήλωσε «με έσωσε η πίστη μου και η δύναμη ψυχής που έδειξα». Μάλιστα ξεκαθάρισε πως κανένας από τους απαγωγείς δεν έχει εργαστεί και δεν έχει σχέση με την επιχείρησή του. Οταν ερωτήθηκε για την στιγμή που οδήγησε τον απαγωγέα του στο αστυνομικό τμήμα τόνισε χαρακτηριστικά: «εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν σε άλλο κόσμο. Δεν ήξερα ότι εσείς γνωρίζετε τι έχει συμβεί. Επρεπε να εξηγήσω γρήγορα στους αστυνομικούς ποιος είμαι, ότι έχει γίνει απαγωγή και για ποιό λόγο είμαι εκεί. Αλλωστε και για τους αστυνομικούς ήταν κάτι το πρωτοφανές».

Οσο για το εάν μετά την περιπέτειά του αναθεώρησε ή βλέπει διαφορετικά τη ζωή του είπε πως πράγματι αυτό που πέρασε τον έκανε να αναθεωρήσει κάποια πράγματα και ότι θα ασχοληθεί περισσότερο με την οικογένειά του. Μάλιστα αναφερόμενος στα συναισθήματα αλλά και τις αντιδράσεις των δικών του όταν τους συνάντησε μετά την απαγωγή του είπε «δεν μιλήσαμε, κλάψαμε…».

Από μικρός στο αρτοποιείο του πατέρα του


Ο Μανώλης Καραμολέγκος είναι 55 ετών και είναι πατέρας του Ηλία, 22 ετών, που έχει ξεκινήσει ήδη τη δραστηριοποίησή του στην εταιρεία. Από μικρή ηλικία, μαζί με την αδερφή του Μαρία, άρχισε να εργάζεται στο αρτοποιείο του πατέρα του, από όπου έμαθε την τέχνη του ψωμιού και τα μυστικά της ζύμης. Ο ίδιος βρίσκεται καθημερινά στο εργοστάσιο, ελέγχοντας και συμμετέχοντας στην καθημερινή του λειτουργία. Χαρακτηριστική συνήθεια που διατηρεί μέχρι σήμερα είναι ο έλεγχος ενός τουλάχιστον ψωμιού από κάθε παραγωγή για να έχει πλήρη εικόνα της ποιότητας του προϊόντος.

Γεννημένος στην Σαντορίνη επισκέπτεται συχνά την ιδιαίτερη πατρίδα του, με την οποία διατηρεί πολύ στενούς δεσμούς.

Πολλοί από τους εργαζόμενους στην εταιρεία του βρίσκονται εκεί από τη δημιουργία της. Συχνά περηφανεύεται ότι γνωρίζει τα μικρά ονόματα όλων των εργαζομένων.