Στο τέλος της εκρηκτικής σκηνής με την οποία κλείνει το θαυμάσιο μυθιστόρημα «Ουζερί Τσιτσάνης» (2001) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη κάποιος από μια παρέα μεθυσμένων, μαστουρωμένων και χορτάτων εν μέσω ναζιστικής Κατοχής Θεσσαλονικέων ρωτάει: «Δεν μου λες, ρε Τσιτσάνη, έπρεπε να γίνει πόλεμος για να γράψεις τόσο ωραία τραγούδια;».
Το ερώτημα επαναφέρει το παλαιό και εις τον αιώνα των αιώνων άλυτο ζήτημα για την τέχνη που ανθεί σε καιρούς κρίσης εξαιτίας (;) της κρίσης. Γεγονός είναι ότι σήμερα, 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη στις 14 Ιανουαρίου 1984 στο Royal Brompton Hospital του Λονδίνου, το τραγούδι που στηρίζεται στο μπουζούκι δεν γεννά εθνική παρηγορία εν μέσω μνημονιακής βαρβαρότητας. Δεν παράγονται πλέον νέα λαϊκά τραγούδια, όχι σκόρπια δεξιά κι αριστερά αλλά ως κυρίαρχο ρεύμα. Ο μπαγλαμάς, ο τζουράς και το μπουζούκι, εξάχορδο ή οκτάχορδο, εξέπεσαν, είναι κάποιες από τις πολλές παραμέτρους της ενορχηστρωτικής εξίσωσης.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι νεότεροι δεν ξανοίγονται συχνά-πυκνά στο καθαρό πέλαγος των ρεμπέτικων (ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950) και των, ας τα πούμε έτσι, ιστορικά δικαιωμένων λαϊκών τραγουδιών (ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970). Κάτι ξέρουν και αναβαπτίζονται εκεί. Και στις δύο εποχές ο «Βλάχος» απ’ τα Τρίκαλα αποδεικνύεται το τελευταίο χωράφι στο οποίο άνθησε ο προφορικός μας πολιτισμός.
Οι μικρότητες δεν έχουν μεγάλο ιστορικό βάρος. Ενδεχομένως οι στίχοι της εμβληματικής «Συννεφιασμένης Κυριακής» δεν είναι δικοί του αλλά του Αλέκου Γκούβερη. Προφανώς οικειοποιήθηκε κάποια από τα πρώτα τραγούδια του νεαρού συντοπίτη του Απόστολου Καλδάρα. Ισως η κουμπαριά του με τον αστυνομικό διευθυντή Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντή, «λάτρη του ρεμπέτικου», πλην όμως αστέρα του α λα γκρεκ παρακράτους (μεταξύ άλλων και στην πολύκροτη υπόθεση Πολκ), να ήταν μια υστερόβουλη κίνηση. Και πράγματι, ο Τσιτσάνης δεν ήταν ο άνθρωπος που θα επέλεγε να βροντοφωνάξει μπροστά σε στρατοδίκες «Ζήτω το ΚΚΕ!», όπως έκαναν άλλοι.
Αδελφή της επιβίωσης όμως στην περίπτωσή του ήταν η καλλιτεχνική δημιουργία. Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει να υποθέτω ότι συναισθανόταν πως όφειλε να επιζήσει, να λυγίσει μπροστά στη θύελλα της ιστορίας, για να σκαρώσει στα εργαστήρια της ψυχής του εκατοντάδες τρίλεπτα λεπτοδουλεμένα κοσμήματα.
Κακά τα ψέματα: εδώ ολόκληρος Μάνος Χατζιδάκις, που πήρε 19χρονος ΕΠΟΝίτης τα βουνά μετά την πρώτη ήττα της Αριστεράς τον Δεκέμβρη του ’44, επέστρεψε και ρεαλιστικά αποδέχθηκε ότι στον φωτισμένο πύργο της μουσικής είχαν αλλάξει οι κλειδαριές και υπήρχαν διαθέσιμα δωμάτια, με θέα έστω ερειπιώνες. Ο κατά πολύ λιγότερο διανοούμενος Τσιτσάνης θα ξέφευγε από τον κανόνα;
Εχει ειπωθεί, και ορθότατα, ότι ο Τσιτσάνης έκανε το ρεμπέτικο τραγούδι λαϊκό και το λαϊκό πανελλήνιο. Παρά τη μικρή αλλά καθοριστική διαφορά ηλικίας (μια δεκαετία, ο Μάρκος γεννήθηκε το 1905, ο Τσιτσάνης το 1915), πήρε τη σκυτάλη από τον πρωτομάστορα Βαμβακάρη, προσαρμόστηκε στη μεταξική λογοκρισία και έβγαλε το μπουζούκι από το υποβλητικό σκοτάδι των τεκέδων και των φυλακών στο φως.
Δεν ξέχασε τις ρίζες και άναβε υπερήφανος την τσίκα του («Η λιτανεία του μάγκα»). Τραγούδησε για τη φτωχολογιά και την εργατιά («Σφυρίζει η φάμπρικα»), τη φυγή («Σε φίνο ακρογιάλι», όπου η περίκλειστη Παραγουάη ποιητική αδεία αποκτά θάλασσα) και υπαινικτικά για τον εμφύλιο («Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα»).
Αλλά πολύ περισσότερο τραγούδησε τον έρωτα με χίλιους τρόπους, που λέει ο λόγος: κανταδόρικα («Αρχόντισσα»), μάγκικα («Θα κάνω ντου, βρε πονηρή»), ονειρικά και απελπισμένα («Φάνταζες σαν πριγκιπέσα»), παραπονιάρικα («Το πικραμένο αγόρι»), πληγωμένα («Γεννήθηκα για να πονώ» σε στίχους του Κώστα Βίρβου), νοσταλγικά («Τρικαλινή παλιά μου αγάπη»), ανατολίτικα («Σεράχ»), σκωπτικά («Τα καβουράκια», σε στίχους της Παπαγιαννοπούλου), σπάταλα και νεοπλουτίστικα («Απόψε κάνεις μπαμ») –ο κατάλογος μοιάζει να μην έχει τέλος. Και απ’ αυτόν, ας μου επιτραπεί η προσωπική αδυναμία στο τραγούδι όπου ο έρωτας σαλεύει το μυαλό («Ακρογιαλιές δειλινά»).
Στα Τρίκαλα ετοιμάζουν το Μουσείο Τσιτσάνη και μάλιστα στο κτίριο των παλαιών φυλακών, όπου πιθανώς να μη «σκοτώσανε τον Σακαφλιά», όπως δείχνουν νεότερες έρευνες για εκείνο το σκοτεινό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Θέλουν να το εγκαινιάσουν το 2015, στα εκατοντάχρονα από τη γέννησή του. Καλά κάνουν, αν και το έργο του λιγομίλητου νεαρού που κατέβηκε για να σπουδάσει Νομικά στην προπολεμική Αθήνα παίζοντας μπουζούκι και λίγο βιολί δεν χωράει σε προθήκες. Απλώνεται υδραργυρικά όπου υπάρχουν νεοέλληνες.
Είναι το προσκλητήριο για να συναντηθούν οι φωνές μας στο ρεφρέν, σε παράλληλη πτήση με τις φωνές του Παγιουμτζή, του Τσαουσάκη, της Νίνου, της Μπέλλου, της Χασκήλ, του Τζουανάκου, του Καζαντζίδη, της Γκρέυ, της Αλεξάνδρας. Και σε νεότερες διασκευές, όχι πάντα επιτυχημένες, από τη Γαλάνη, τους Imam Baildi και τον Vassilikos ως τη Νατάσα Θεοδωρίδου –η τελευταία τραγούδησε Τσιτσάνη σε χλιδάτο τηλεσόου με επίδειξη μόδας την εποχή που λεφτά υπήρχαν (για πέταμα).
Επόμενος κρίκος των «ασπούδαχτων λαϊκών» που έχτισαν ένα ολόκληρο σύμπαν; Ο Ακης Πάνου. Μετά έσπασε η αλυσίδα.

Δίσκος ορόσημο
«Βλάχος» unplugged
Επειδή όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια, μερικοί καλοθελητές έλεγαν όσο ζούσε ο Τσιτσάνης ότι «δεν είναι δα και κανένας σπουδαίος δεξιοτέχνης», εννοώντας ότι δεν ανεβοκατέβαινε δαιμονικά τις κλίμακες σαν τους βιολιστές στα «24 καπρίτσια» του Νικολό Παγκανίνι. Τις ανοησίες αυτές διέλυσε οριστικά ο απολαυστικός διπλός δίσκος βινυλίου «Το Χάραμα – Τραγούδια και ταξίμια του Βασίλη Τσιτσάνη» («Τζίνα», 1985). Unplugged, θα λέγαμε σήμερα, ηχογραφήσεις, μια κι έξω, χωρίς play back και διορθώσεις. Τις έκανε το 1980 στην κουζίνα του κέντρου «Χάραμα» στην Καισαριανή και στο σπίτι, στο Παγκράτι, του Βασίλη Χριστιανού, στενού φίλου του Τσιτσάνη, ένας κορυφαίος εθνομουσικολόγος, ο Γαλλοϊσραηλινός Σιμχά Αρόμ, που εργαζόταν για το αρχείο της UNESCO. Τρίχορδο μπουζούκι – κιθάρα – μπαγλαμάς – φωνή. Και χορταστικοί αυτοσχεδιασμοί, τεκμήρια καθημερινής ισόβιας τριβής με την τέχνη. Ακούστε τον.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ