Μια έκθεση αξιολόγησης που συντάχθηκε σε περίοδο «κλειστών» πανεπιστημίων εκδόθηκε για τη Νομική Σχολή Αθηνών από την Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Παρά τα εμπόδια που συνάντησαν οι συγγραφείς, από την ανάγνωση της έκθεσης προκύπτει το συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα σπουδών της Νομικής είναι σε πολλά σημεία του αναχρονιστικό, με υπερβολικά μεγάλο φόρτο μαθημάτων.

«Είναι απαραίτητη μια ριζική αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών, τόσο ποιοτική όσο και ποσοτική»
τονίζουν οι ερευνητές. Η ΑΔΙΠ κρίνει επίσης πολύ υψηλό τον αριθμό των φοιτητών στη Σχολή, επισημαίνοντας ότι μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα «μη ενιαίου επιπέδου στα ακροατήρια». Πάντως, οι καθηγητές της σχολής κρίνονται υψηλού επιπέδου. «Ο αριθμός δημοσιεύσεων των μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού είναι κατ’ αρχήν εντυπωσιακός» αναφέρουν τα μέλη της ΑΔΙΠ.
Συναντήσεις μετ’ εμποδίων


Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση που εκδόθηκε από την αρμόδια επιτροπή που είχε ορισθεί από την ΑΔΙΠ, «η αξιολόγηση έγινε στο διάστημα 7 με 11 Οκτωβρίου. Οι συναντήσεις μας με διάφορους φορείς της Σχολής έγιναν στο διάστημα 7 με 9 Οκτωβρίου. Επιτόπιες επισκέψεις στη Νομική Σχολή (με εξαίρεση την αίθουσα πολυμέσων) δεν ήταν δυνατό να γίνουν, διότι λόγω της απεργίας των διοικητικών υπαλλήλων τα κτίρια ήταν κλειστά και μάλιστα περιφρουρούνταν. Οι συναντήσεις έγιναν στους χώρους της ΑΔΙΠ».
Τα… τεχνικά προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν στην απεργία των διοικητικών υπαλλήλων. Παράλληλα στην έκθεση της εσωτερικής αξιολόγησης που συνέταξαν οι εκπρόσωποι της Σχολής αναφέρεται η άρνηση μικρής μερίδας των διδασκόντων να παράσχουν στοιχεία. «Από τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η επιτροπή δεν ήταν δυνατόν να κριθεί κατά πόσο τηρούνται οι προβλεπόμενες από τον νόμο ώρες διδασκαλίας» αναφέρει η έκθεση.
«Ο μέσος χρόνος ζωής των νομικών διατάξεων μειώνεται συνεχώς» αναφέρεται χαρακτηριστικά. «Οι αυξανόμενες διεθνείς συναλλαγές απαιτούν τη δυνατότητα άμεσης ευελιξίας και εύρεσης νέων λύσεων. Νέα φαινόμενα προκαλούν νέα προβλήματα. Οι γενικοί κανόνες συναλλαγών, π.χ. του facebook, έχουν ως αποδέκτη έναν τόσο μεγάλο αριθμό πολιτών ώστε de facto λειτουργούν όπως οι κρατικές ρυθμίσεις» αναφέρει η έκθεση.
Κατ’ επέκταση, αναφέρουν τα μέλη της επιτροπής της ΑΔΙΠ, «το πανεπιστήμιο πρέπει αφενός να διατηρήσει και να τονίσει τον επιστημονικό χαρακτήρα του, αφετέρου πρέπει να παράσχει τις βάσεις για μια πληθώρα επαγγελματικών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένων διεθνών και διακλαδικών διαστάσεων».
«Κατακερματισμός της ύλης»


Οπως αναφέρεται στην έκθεση αξιολόγησης, η Νομική Σχολή έχει σήμερα στις προπτυχιακές σπουδές 111 μαθήματα, εκ των οποίων τα 31 είναι υποχρεωτικά και τα 80 υποχρεωτικής ή ελεύθερης επιλογής. «Ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά υψηλός και οδηγεί σε κατακερματισμό της ύλης και υπερβολική έμφαση στις λεπτομέρειες, η οποία παρεμποδίζει τη δυνατότητα γενικής εποπτείας του γνωστικού αντικειμένου» τονίζουν οι ερευνητές.
Κάνουν επίσης λόγο για σύγχυση στους φοιτητές η οποία προκαλείται από όλα αυτά τα μαθήματα που δύσκολα διαχωρίζουν ή αξιολογούν το περιεχόμενό τους. Προτείνεται δε η ενοποίηση μαθημάτων συναφούς περιεχομένου και ο εξορθολογισμός του προγράμματος σπουδών ώστε ο συνολικός αριθμός των μαθημάτων να μην ξεπερνά τα 80 κατ’ ανώτατο όριο.
Ετσι θα «απελευθερωθεί» και το διδακτικό προσωπικό της Σχολής, αναφέρεται στην έκθεση. «Συνιστάται η μετατόπιση του κέντρου βάρους της διδασκαλίας από την παροχή λεπτομερών πληροφοριών στην εξάσκηση της κατανόησης των συστημικών και διακλαδικών αλληλεπιδράσεων» τονίζεται στην ίδια έκθεση.
Μεταπτυχιακά και διδασκαλία


«Παρατηρείται μια άνιση αντιμετώπιση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών από τους διδάσκοντες με σαφή προτίμηση τις μεταπτυχιακές σπουδές» αναφέρουν τα μέλη της ΑΔΙΠ.
Την περαιτέρω χρησιμοποίηση των σύγχρονων νέων τεχνολογιών και διδακτικών μέσων προτείνει ακόμη η ΑΔΙΠ όπως και τη μετατόπιση του βάρους της διδασκαλίας από το σύγγραμμα στα επιστημονικά άρθρα «υπό την προϋπόθεση ότι αυτά περιέχονται στις βάσεις δεδομένων και είναι προσβάσιμα».
Πάντως τα θέματα των εξετάσεων στη Σχολή κρίθηκαν ως «υψηλού επιπέδου και μεγάλων απαιτήσεων».
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 12 Δεκεμβρίου 2013

HeliosPlus