«Προχωρούσαμε σε μεταμεσονύκτιες συνομιλίες γιατί περιμέναμε, δύο ημέρες μετά, ομιλία του αρχηγού μας αλλά και γιατί οργανώναμε το σωματείο μας στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Δεν μιλούσαμε για καμιά επίθεση αλλά για διανομή φυλλαδίων. Επιπλέον εκείνη την ώρα θέλαμε να συζητήσουμε και για την ήττα του Ολυμπιακού από την Παρί Σεν Ζερμέν. Κάποιοι από εμάς φύγαμε και πήγαμε σε ένα μέρος, αλλά δεν θυμόμαστε ποιο. Επιπλέον κάποιες κλήσεις έγιναν από λάθος πάτημα στο πληκτρολόγιο του κινητού…»
Αυτοί φέρονται να είναι οι ισχυρισμοί κατηγορούμενων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και στη δολοφονία του 34χρονου Παύλου Φύσσα. Από τις απολογίες που παρουσιάζει «Το Βήμα» εντυπωσιάζει το γεγονός ότι προσπαθούν να βρουν άλλοθι στην ομιλία του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, ενώ οι αναφορές τους βρίθουν από ασάφειες.
Ενδιαφέρον από τα κεντρικά
Πιο ενδεικτική είναι η κατάθεση του 32χρονου υπαλλήλου σουπερμάρκετ ο οποίος -σύμφωνα με αστυνομικές πηγές- φέρεται ότι είναι ο συνοδηγός του Γιώργου Ρουπακιά το μοιραίο βράδυ και περιγράφεται ως «ο καραφλός που επιτέθηκε μετά σε άνδρα της ομάδας ΔΙΑΣ».
Σύμφωνα με την απολογία του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Γιάννη Λαγού, ο εν λόγω 32χρονος είναι «υπεύθυνος πολιτικής δράσης» της Τοπικής Οργάνωσης στη Νίκαια. Επιπλέον στις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες άτομα από τα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής εμφανίζονται να ενδιαφέρονται για αυτόν και τον ρόλο του στην αιματηρή επίθεση της Αμφιάλης.
Το κινητό του 32χρονου βρέθηκε στο ΙΧ του Ρουπακιά και ο ίδιος ανέφερε στην απολογία του: «Είμαι μέλος της Χρυσής Αυγής από το 2011. Την Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την ημέρα του φόνου, μάθαμε ότι ο πρόεδρος θα έλθει μετά από δύο ημέρες. Η έλευση του προέδρου μάς ήλθε άξαφνα! Με τον κ. Ρουπακιά ήταν να πάρω έντυπο υλικό από το αυτοκίνητο για να πετάξουμε φέιγ βολάν. Ξέχασα το κινητό μου στο αυτοκίνητο του κ. Ρουπακιά όταν συναντηθήκαμε για να μου δώσει το υλικό. Μιλήσαμε για πέντε λεπτά, κάναμε τσιγάρο και ξεχάστηκα. Την επόμενη ημέρα έμαθα από τον πατέρα μου ότι κάτι έγινε […], τότε θυμήθηκα το κινητό μου(!). Δίναμε βαρύτητα στον πρόεδρο».
«Πελάτες» και γνωστοί στη Χρυσή Αυγή
Εντυπωσιάζει η προσπάθεια αποστασιοποίησης στην κατάθεση ενός 34χρονου ασφαλιστή από το Μοσχάτο, ο οποίος φέρεται να είχε επαφές με τους Γ. Ρουπακιά, Γιώργο Πατέλη, Ι. Λαγό και τον προαναφερόμενο ύποπτο αργά το βράδυ της μοιραίας Τρίτης.
Ο ασφαλιστής υποστήριξε: «Δεν είμαι μέλος ή στέλεχος της Χρυσής Αυγής, ωστόσο αναζητούσα να ενημερωθώ για τις αντιμνημονιακές θέσεις του κόμματος. Η πρώτη επικοινωνία (σ.σ. με τον προαναφερόμενο υπάλληλό του σουπερμάρκετ) είναι γιατί θα μου έδινε φυλλάδια για την ομιλία του κ. Μιχαλολιάκου. Όσον αφορά την κλήση μου προς τον κ. Ρουπακιά, που είναι απλώς γνωστός μου, είναι ότι ασκώ ασφαλιστικές εργασίες και έχω το πελατολόγιό μου στο κινητό τηλέφωνό μου. Η πρώτη κλήση στον Ρουπακιά έγινε κατά λάθος και έπεσε η γραμμή. Η δεύτερη κλήση προς τον ίδιον αριθμό έγινε επειδή δεν αντελήφθην το προηγούμενο λάθος μου, διότι καθ’ όσον εγώ ήθελα να μιλήσω στον Πατέλη (για ενέργειες του κόμματος) και πάτησα κατά λάθος το όνομα Ρουπακιάς. Αμέσως μόλις μου μιλάει ο Ρουπακιάς, τον ακούω που λέει ότι με συλλαμβάνουν οι αστυνομικοί και δεν μπορεί να μιλήσει. Πανικόβλητος αμέσως τηλεφώνησα στον Λαγό γιατί ήταν το μόνο άτομο που σκέφτηκα».
Δεν θυμάται τι είπε, ούτε επώνυμα… κάπου πήγε αλλά δεν ξέρει πού
Εκπληκτικού περιεχομένου όσο και ασάφειας είναι η κατάθεση ενός άλλου κατηγορουμένου για εμπλοκή στην υπόθεση της Νίκαιας: «Για τα τηλεφωνήματα που αναφέρετε εκείνο το βράδυ προσπαθήσαμε να συνεννοηθούμε πότε θα βγούμε βόλτα διότι την άλλη μέρα δεν είχαμε κάτι συγκεκριμένο να κάνουμε. Δεν μπορώ να θυμάμαι το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών διότι ήταν ασήμαντες συζητήσεις της καθημερινότητας για το πού θα βρεθούμε, αν θα πάρουμε τσιγάρα κτλ. Για τον φόνο του Παύλου Φύσσα έμαθα την επόμενη μέρα από τη μητέρα μου και τίποτα δεν πληροφορήθηκα το συγκεκριμένο βράδυ, ούτε κατάλαβα τίποτα γιατί ήμουνα μακριά από το σημείο του φόνου. Τελικά εκείνο το βράδυ βγήκα με κάποιο φίλο μου ονόματι Ηλίας, το επώνυμο του οποίου δεν θυμάμαι και πήγα σπίτι του, που δεν θυμάμαι σε ποια διεύθυνση».