Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ελλάδα για το γεγονός ότι η ελληνική Δικαιοσύνη αποδέχθηκε ως νόμιμη την απόλυση ασθενούς με τον ιό του AIDS.

Σύμφωνα με την απόφαση, η απόλυση συνιστά διάκριση και παραβιάζει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του εργαζόμενου, ο οποίος θα λάβει τώρα χρηματική αποζημίωση. Το δικαστήριο του Στρασβούργου επισήμανε επιπλέον ότι η ελληνική Δικαιοσύνη λειτούργησε βάσει της εσφαλμένης αντίληψης ότι υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.

Ο εργοδότης είχε απολύσει τον εργαζόμενο έπειτα από πιέσεις συναδέλφων του με το σκεπτικό ότι αυτό θα διασφάλιζε την την αρμονική συνεργασία μεταξύ των υπαλλήλων του.

Το επιχείρημα αυτό έγινε αποδεκτό στο εφετείο και επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο.

Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια είχαν δικαιώσει τον εργοδότη βασιζόμενα στην εσφαλμένη αντίληψη ότι υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας.

Έκρινε επίσης ότι η απόλυση είναι αντίθετη προς τη Σύμβαση Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καταδίκασε την Ελλάδα, τόσο για παράβαση των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις, όσο και για παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

Υποχρέωσε δε την Ελλάδα να καταβάλει στον εργαζόμενο συνολική αποζημίωση 14.340 ευρώ για ηθική και υλική βλάβη.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Ο άνδρας που δικαιώθηκε στο Στρασβούργο εργάζονταν από το 2001 σε επιχείρηση κατασκευής κοσμημάτων στην Αθήνα με συνολικά 70 εργαζόμενους. Το 2005 γνωστοποίησε σε τρεις από τους συναδέλφους του ότι έχει προσβληθεί από τον ιό του AIDS. Έπειτα από την αποκάλυψη, 33 συνάδελφοί του έστειλαν επιστολή στον ιδιοκτήτη- επιχειρηματία, ζητώντας την απόλυσή του για να προστατευθεί η υγεία τους.

Παρά τις προσπάθειες του εργοδότη, που κάλεσε ειδικούς να τους εξηγήσουν ότι δεν κινδύνευαν από μετάδοση της ασθένειας, οι εργαζόμενοι επέμεναν στην άποψή τους και ο συνάδελφος τους απολύθηκε.

Στα ελληνικά δικαστήρια, η απόλυση κρίθηκε παράνομη πρωτοδίκως, το εφετείο όμως δικαίωσε τον εργοδότη, και η απόφαση επικυρώθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγο στις 17 Μαρτίου 2009.

Το σκεπτικό ήταν ότι «η καταγγελία της σύμβασης δεν είναι παράνομη, εφόσον δικαιολογείται από το συμφέρον του εργοδότη και την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργαζομένων και την ομαλή λειτουργία της εταιρείας».