Στη σκιά του ερωτήματος, «επιστολές ή σημειώματα;» αναμένεται να αποφασίσει το Τριμελές Εφετείο Κακουργηματων στο αν θα αξιοποιηθούν τελικά τα έγγραφα που κατασχέθηκαν από το προσωπικό γραφείο του Άκη Τσοχατζόπουλου, ύστερα από την ένσταση περί παραβίασης προσωπικών δεδομένων, που κατέθεσαν σήμερα, Τρίτη, οι συνήγοροι του πρώην υπουργού.
«Σας καταγγέλλω ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν», είπε ο Άκης Τσοχατζοπουλος, κάνοντας λόγο για υλικό «που έγινε φέιγ βολάν στο σύνολό του, και επί μήνες βρισκόταν στη δημοσιότητα, με κατευθυνόμενες πληροφορίες από συγκεκριμένα Μέσα και γνωστά έντυπα, που διακρίθηκαν στο παρελθόν με επιθέσεις εναντίον μου, για τη διαπόμπευση μου. Δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί. Και θα επαναληφθεί, αν επιτρέψετε να αναγνωσθούν τα προσωπικά μου δεδομένα. Ελπίζω να συμφωνείτε κ. Πρόεδρε», απευθύνθηκε στον κ. Χρήστο Κατσιάνη.
Ο πρώην υπουργός αναφέρθηκε απαξιωτικά και για τον ανακριτή κ. Γαβριήλ Μαλλή: «έκανε την πάπια και εξαφανίστηκε», σημείωσε (αναφορικά με τη διαρροή), ενώ άφησε αιχμές για «ειδικές τηλεοπτικές δικές που στήθηκαν» εκ των υστέρων.
«Πρόκειται περί σημειωμάτων, και όχι περί επιστολών με τη στενή έννοια του άρθρου 19 του Συντάγματος», εκτίμησε η εισαγγελέας κυρία Γεωργία Αδειλίνη, προτείνοντας την απόρριψη της ένστασης. Πρόσθεσε, δε, ότι «η εγκληματική συμπεριφορά δεν εμπίπτει στα των προσωπικών δεδομένων».
Την προσέγγιση του υλικού ως πειστηρίου, αφού σχετίζεται με το έγκλημα, ζήτησε και ο αναπληρωτής εισαγγελέας κ. Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος. «Παν ό,τι βρίσκεται πάνω στον συλλαμβανόμενο, αλλά και παν ό,τι έχει κατασχεθεί κατά τη διάρκεια έρευνας ως πειστήριο, και εφόσον σχετίζεται με το έγκλημα, ακόμη και αν είναι απόρρητο, μπορεί να κατασχεθεί και να αξιοποιηθεί», υπογράμμισε ο εισαγγελέας.
Με τις εισαγγελικές προτάσεις για την απόρριψη της ένστασης, συντάχθηκε η Πολιτική Αγωγή.
«Τα χειρόγραφα είναι το μόνο μέσο για να αποδείξει ο Νικόλαος Ζήγρας τις πλαστοπροσωπίες, αλλά και ότι δεν είχε εγκληματική δράση από ένα σημείο και μετά», τόνισε από την πλευρά του ο κ. Στέλιος Γκαρίπης, συνήγορος του εξαδέλφου Τσοχατζόπουλου.
Με δεύτερη παρέμβαση, μάλιστα, η υπεράσπιση Ζήγρα επικαλέστηκε απόφαση του ομοσπονδιακού γερμανικού δικαστηρίου, με βάση την οποία τα προσωπικά αρχεία κυβερνητικού αξιωματούχου δεν αποτελούν προσωπικά δεδομένα.
«Ξεχνούμε ότι έχουμε να κάνουμε με πρώην υπουργό» είπε χαρακτηριστικά, εντοπίζοντας αντίφαση στην ένσταση Τσοχατζόπουλου, «αφού τα στοιχεία έχουν ήδη δημοσιευθεί στις εφημερίδες».
Στην εξέλιξη της διαδικασίας – κατά την ανάγνωση εγγράφων της off shore Bluebell – σημειώθηκε επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον κατηγορούμενο δικηγόρο Γεώργιο Κωνσταντάτο, ο οποίος θεώρησε το γνήσιο υπογραφής του ήδη νεκρού Σαράντη Μητατσέλη.
«Ντροπή σου κύριε Ζηγρα, 70-80 χρόνων άνθρωπος. Είσαι εγκληματίας του λευκού κολλάρου», του φώναξε, ισχυριζόμενος ότι εξαπατήθηκε από τον Ζήγρα και ο τελευταίος δεν το ομολογεί. «Ένας δικηγόρος δεν πρέπει να παγιδεύεται», του απάντησε ο πρόεδρος.

Υπόνοιες για μυστικές υπηρεσίες

«Υπηρεσία, ή ιδιώτη, σίγουρα κάποιο αφεντικό» έδειξε ο Άκης Τσοχατζόπουλος αναφερόμενος στη διάρρηξη που έγινε το φθινόπωρο του 2010 στο γραφείο του, στην Κυψέλη. Αφορμή στάθηκε η ερώτηση του προέδρου του δικαστηρίου για το πως τα κλαπέντα έγγραφα περιελήφθησαν στη δικογραφία.

Ο πρώην υπουργός είπε οτι τα έγγραφα έφθασαν ανωνύμως στην εισαγγελία, ενώ μέσω δικηγορικού γραφείου έγινε πρόταση – οικονομικού χαρακτήρα – για την επιστροφή μέρους του υλικού την οποία και δεν δέχθηκε.

Ο ίδιος θύμισε ότι είχε κάνει την περίοδο εκείνη, μήνυση κατ’ άγνωστων και είχε επισκεφθεί τον αρμόδιο υπουργό Χρήστο Παπουτσή, χωρίς αποτέλεσμα. Η κλοπή του χρηματοκιβώτιου έγινε πάντως, όπως είπε, από κάποιον που «ήξερε» καθώς άλλα έγγραφα τρία βήματα πιο πέρα δεν πειράχτηκαν.