Σαν σήμερα πριν από τρία χρόνια ο τότε πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωσε την προσφυγή της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης στον οποίο θα συμμετείχαν η ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αυτό που τελικά στον δημοσιογραφικό και στον καθημερινό λόγο ονομάστηκε Μνημόνιο. Λίγες μέρες αργότερα στις Βρυξέλλες ιδρύθηκε μια οργάνωση με τίτλο «Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στην Ελλάδα που Αντιστέκεται», αποτελούμενη κατά βάση από νέους ανθρώπους.

Από τότε μεσολάβησαν πολλά. Τρία πρόσωπα βρέθηκαν για λιγότερο ή περισσότερο καιρό στον πρωθυπουργικό θώκο, το ελληνικό πολιτικό σύστημα άλλαξε και την ίδια στιγμή χιλιάδες Έλληνες, κυρίως νεαρής ηλικίας, αναζήτησαν εργασία και μια καινούργια ζωή στις Βρυξέλλες και άλλες πόλεις και χώρες της Ευρώπης. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε και στις εκλογές της Ελληνικής Κοινότητας Βρυξελλών που έγιναν την περασμένη εβδομάδα.
Η συγκεκριμένη οργάνωση έλαβε από τις κάλπες της περασμένης εβδομάδας 66 ψήφους και κατάφερε να εκλέξει μία έδρα στο 11μελές διοικητικό συμβούλιο. Αριθμητικά το γεγονός δεν λέει πολλά πράγματα από μόνο του, γίνεται όμως πιο ξεκάθαρο αν σκεφτεί κανείς ότι ως τώρα στο ΔΣ της Κοινότητας των Βρυξελλών (όπως και στις περισσότερες ελληνικές ομογενειακές κοινότητες του εξωτερικού) εκλέγονταν σχεδόν αποκλειστικά πρόσωπα που εκπροσωπούσαν παρατάξεις οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με τα κόμματα του παλιού δικομματισμού και (πολύ λιγότερο) του ΚΚΕ. Η αλλαγή γίνεται ακόμα σαφέστερη αν συνυπολογιστεί πως έδρα εξέλεξε για πρώτη φορά και παράταξη που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ.

«Η πρώτη μας συγκέντρωση στις Βρυξέλλες, τον Μάιο του 2010, συγκέντρωσε 500 άτομα διαφόρων εθνικοτήτων,. Ηταν πολύ επιτυχημένη, αν σκεφτεί κανείς ότι οργανώθηκε λίγες μέρες πριν. Οταν ξεκινήσαμε την πρωτοβουλία, η κοινή γνώμη στις Βρυξέλλες και γενικότερα στη χώρα αυτή δεν διέφερε από τις αντίστοιχες απόψεις στη Γερμανία ή σε άλλες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Ακουγες παντού για τους τεμπέληδες Ελληνες» λέει η Μαρίνα η οποία ζει και εργάζεται εδώ και οκτώ χρόνια στο Βέλγιο και αποτελεί ένα από τα ιδρυτικά μέλη της πρωτοβουλίας.
«Αυτό σιγά σιγά αλλάζει. Αφενός νομίζω ότι η δική μας και άλλες αντίστοιχες οργανώσεις έχουν πετύχει να ενημερώσουν σωστά για την κατάσταση στην Ελλάδα. Και βέβαια τον μεγαλύτερο ρόλο έπαιξε πως αυτό που συνέβη στη χώρας μας, συνέβη και σε άλλες χώρες. Αρχισε να γίνεται φανερό πως πιθανότατα δεν φταίει μόνο η Ελλάδα, αλλά τελικά οι πολιτικές που εφαρμόζονται είναι λάθος».
Σύμφωνα με τη Μαρίνα, βασικός στόχος της πρωτοβουλίας, τώρα μάλιστα που έχει τη θέση στο διοικητικό συμβούλιο της κοινότητας, είναι να λειτουργήσει σαν ένας πυλώνας βοήθειας προς όλους αυτούς τους μετανάστες νέου τύπου που έρχονται στις Βρυξέλλες. «Είναι σημαντικό να οργανωθούμε σε ζητήματα όπως είναι προγράμματα για την εκμάθηση των γλωσσών του Βελγίου και άλλα τέτοιου είδους θέματα. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ βλέπουν τις δυσκολίες που υπάρχουν, από την άλλη όμως καταλαβαίνουν πως σε αυτή τη φάση είναι δύσκολο να επιστρέψουν στην Ελλάδα» λέει.
Σημειωτέον ότι και στην πρωτεύουσα του Βελγίου η αναζήτηση εργασίας σε αυτή τη συγκυρία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. «Κατ’ αρχάς οι Βρυξέλλες διαχρονικά ήταν η έδρα των σταζ (stage). Εχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να καταργείται μία θέση εργασίας και να αντικαθίσταται από δύο θέσεις σταζ με αμοιβή από 0 ως 800 ευρώ (σ.σ.: οι μίνιμουμ ετήσιες αποδοχές για πλήρη απασχόληση στο Βέλγιο είναι περίπου 21.000 ευρώ) παρατηρεί από την πλευρά του ο Κώστας Νικολόπουλος, με πτυχίο Ευρωπαϊκών Σπουδών και μεταπτυχιακό στα οικονομικά, ο οποίος ζει εδώ και δύο χρόνια στις Βρυξέλλες.
«Από την άλλη, τουλάχιστον εδώ στο Βέλγιο, συγκρινόμενο με τη χώρα μας, είναι μάλλον ευκολότερο και πιο αποτελεσματικό για τον εργαζόμενο να διεκδικήσει καλύτερους εργασιακούς όρους. Ακόμα τουλάχιστον. Κατά τη γνώμη μου είναι και αυτός ένας λόγος που οργανώσεις σαν τη δική μας κερδίζουν έδαφος. Ολο και περισσότερος κόσμος καταλαβαίνει ότι είτε ζει στις φτωχές είτε στις πλούσιες χώρε της ΕΕ, οι λύσεις που προτείνονται από τα κυβερνητικά κόμματα έχουν να κάνουν με μείωση του εργασιακού κόστους και γενικότερα μείωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων».