«Υπερχείλισε» εις βάρος φυσικών εκτάσεων ο δομημένος χώρος στην Αττική τα τελευταία 25 χρόνια. Από το 1987 ως σήμερα, όπως καταδεικνύει έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών, η επέκταση του αστικού χώρου υπολογίζεται ότι ήταν 15 φορές μεγαλύτερη από το πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού. Η συστηματική αποφυγή της Πολιτείας να βάλει τάξη, η εκτενής και περίπλοκη νομοθεσία και η σωρεία ανεφάρμοστων σχεδίων και μελετών οδήγησαν στη διάθεση οικοπεδοποίησης της αττικής γης. Γέμισε ο χώρος με αυθαίρετα κτίσματα ή ολόκληρους αυθαίρετους οικισμούς, χτισμένους μέσα σε άλλοτε δασικές εκτάσεις. Την ίδια στιγμή το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει έτοιμη την τρίτη, μέσα σε τρία χρόνια, ρύθμιση για νομιμοποίηση αυθαιρέτων, ενώ οδεύει προς ψήφιση στη Βουλή σχέδιο νόμου βάσει του οποίου κανένα ακίνητο εντός σχεδίου δεν μπορεί να είναι δασικό.
Ανάπτυξη εκτός ορίων


Η άναρχη οικιστική επέκταση με τη διάσπαρτη δόμηση αποτυπώθηκε από τον ερευνητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών δρα Γιάννη Χαραλαμπόπουλο στο πλαίσιο μελέτης η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τον Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Οπως κατέδειξε η μελέτη, για τα 2.729 τετραγωνικά χιλιόμετρα της Αττικής, η αστική περιοχή το 1987 κατελάμβανε το 12,7% της έκτασης ενώ το 2010 ξεπερνούσε το 16,6%. Η συνολική επέκταση του αστικού χώρου δηλαδή ξεπέρασε τα 80.638 στρέμματα. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο κ. Χαραλαμπόπουλος, «η αύξηση αυτή αναφέρεται μόνο στην επιφανειακή επέκταση και όχι στην καθ’ ύψος δόμηση ή στην πύκνωση του αστικού ιστού».
Ειδικότερα, το «αστικό συνεχές», δηλαδή το συμπαγές πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, επεκτάθηκε κυρίως προς τα βόρεια. Οι μεγαλύτερες ωστόσο αστικές αναπτύξεις παρατηρούνται προς τα Μεσόγεια (Παιανία, Μαρκόπουλο, Σπάτα, Αρτέμιδα), τα νότια παραλιακά προάστια (Λαγονήσι, Βάρκιζα, Σαρωνίδα) αλλά και προς την Ελευσίνα. Σημαντικές επεκτάσεις των οικισμών καταγράφονται σε Ασπρόπυργο, Μέγαρα, Μεγάλο Πεύκο, Κινέτα κ.α. Η ανάπτυξη αυτή ευνοήθηκε από μεγάλα έργα, όπως η Αττική οδός και το αεροδρόμιο στα Σπάτα, τα οποία προσείλκυσαν διάφορες χρήσεις και δραστηριότητες στην πεδιάδα των Μεσογείων, ή όπως ο Προαστιακός που οδήγησε σε διεύρυνση της δόμησης στη Δυτική Αττική.
Στη μελέτη εξετάστηκαν με τη χρήση δορυφορικών εικόνων και τα είδη εδαφοκάλυψης: υψηλή βλάστηση (κυρίως δάση), αγροτικές περιοχές, αστικές περιοχές, μεταβατική ζώνη, καθώς και περιοχές με γυμνό έδαφος ή μεγάλα δομικά έργα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 1987 η μεταβατική ζώνη –θαμνώδεις εκτάσεις και εκτάσεις με εποχική φυσική βλάστηση, συχνά στις παρυφές των δασικών περιοχών –κατελάμβανε το 30,7% ενώ το 2010 είχε περιοριστεί στο 19%. Η τελική απώλεια των ελεύθερων πράσινων εκτάσεων φθάνει τα 302.976 στρέμματα.
Αντίθετα, οι εκτάσεις με γυμνό έδαφος ή μεγάλα δομικά έργα το 1987 κατελάμβαναν έκταση ίση με το 10,5% και το 2010 ανήλθαν στο 23,5% της χερσαίας επιφάνειας, δηλαδή επέκταση ίση με 426.704 στρέμματα. Σημαντική αλλαγή την περίοδο 1987-2010 καταγράφηκε και στις αγροτικές εκτάσεις, οι οποίες μειώθηκαν κατά 5,7%. Η απώλεια γόνιμων γεωργικών εδαφών υπολογίζεται σε 256.953 στρέμματα και εκτείνονταν κυρίως στην πεδιάδα των Μεσογείων και στο Θριάσιο Πεδίο.
Υπερεκμετάλλευση


Στη συρρίκνωση και υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος και στην υπερεκμετάλλευση του χώρου για δεκαετίες, συχνά με κρατική ανοχή, οδήγησαν, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία της μελέτης, η έλλειψη Κτηματολογίου και δασικών χαρτών, καθώς και η απουσία πολιτικής βούλησης. Οπως σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κώστας Καρτάλης, ο οποίος επόπτευσε τη μελέτη, η απάντηση στην επέκταση της Αθήνας είναι η έγκριση του αναθεωρημένου Ρυθμιστικού Σχεδίου (ουσιαστικά του καμβά ανάπτυξης) της Αθήνας και η οργάνωση του εξωαστικού χώρου.

«Ουσιαστικά έχουν δημιουργηθεί «μικρές Αθήνες» στα περίχωρα της πρωτεύουσας, που πολλαπλασιάζουν τις μετακινήσεις, εντείνουν τα θερμικά φορτία και πιέζουν τον αγροτικό και δασικό χώρο που έχει απομείνει. Η Αθήνα σήμερα ακροβατεί ως προς τα σχέδια για την ανάπτυξή της: κάποιοι ορίζουν την ανάπτυξη στην παράκτια ζώνη του Σαρωνικού, άλλοι την περιορίζουν στο παλαιό αεροδρόμιο Ελληνικού, άλλοι τέλος την κατευθύνουν κατά μήκος της Αττικής οδού»
λέει ο καθηγητής και καταλήγει: «Οπως και να διαβάσεις τα σχέδια αυτά, κοινός τόπος είναι ότι αγνοούν τις περιβαλλοντικές, θερμικές και μικροκλιματικές αντοχές της πόλης και της υπαίθρου που την περιβάλλει. Ευτυχώς η επιστήμη έχει απαντήσεις και το μόνο που αρκεί είναι αυτές να ενσωματώνονται στις πολιτικές. Δυστυχώς όμως η επιστήμη δεν έχει ψήφους…».

Ως το 2010
Συρρικνώθηκαν τα δάση παρά τις αναδασώσεις

Οι εκτάσεις με υψηλή βλάστηση (κυρίως δάση) μειώθηκαν από το 1987 ως το 2010 κατά 195.597 στρέμματα παρά τις προσπάθειες αναδάσωσης που έγιναν το διάστημα αυτό. Ποσοστιαία, οι περιοχές με υψηλή βλάστηση ανέρχονταν στο 18,2% το έτος 1987 ενώ το 2010 έπεσαν στο 15,5%.
Οι συνέπειες των αλλαγών στο περιβάλλον της ευρύτερης Αττικής είναι σημαντικές και πολύπλευρες. Οπως εξηγεί ο καθηγητής κ. Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, το έδαφος «σφραγίζεται» με δομικά υλικά και έτσι έχει χαμηλότερη ικανότητα απορρόφησης των υδάτων από βροχοπτώσεις, με αποτέλεσμα τον ελλιπή εμπλουτισμό των υπόγειων υδάτων και την εμφάνιση πλημμυρικών φαινομένων, τα οποία τα τελευταία χρόνια γίνονται πιο έντονα και εμφανίζονται συχνότερα.
Η απώλεια φυτοκαλυμμένων επιφανειών επιτείνει επίσης την επιφανειακή απορροή και τη διάβρωση. Ταυτόχρονα το τοπικό κλίμα γίνεται θερμότερο και ξηρότερο. Αυτό έχει ως συνέπεια την αυξημένη κατανάλωση ενέργειας για ψύξη κατά τη θερμή περίοδο του έτους, τη ρύπανση της ατμόσφαιρας και την επιβάρυνση της δημόσιας υγείας. Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Χαραλαμπόπουλο, «η απώλεια αγροτικών εκτάσεων οδηγεί σε προϊόντα με αυξημένο ενεργειακό αποτύπωμα, αφού εκείνα που καταναλώνονται στην Αττική έρχονται πλέον από πιο μακριά και συνεπώς σε υψηλότερες τιμές για τον τελικό καταναλωτή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ