Η Ελλάδα κάνει πολλά για την οικονομική της εξυγίανση. Όμως ο κίνδυνος της υποτροπής ελλοχεύει. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να υποχωρήσει η υποστήριξη προς το πρόγραμμα προσαρμογής στο εσωτερικό της χώρας» έλεγε την Τρίτη στο Βερολίνο πηγή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί ή με τη χαλάρωση των προσπαθειών των ιθυνόντων, ή, μέσω της απόκρουσης του εκ μέρους μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Οι δανειστές, πρόσθεσε, περιμένουν με ανησυχία το νέο πόρισμα της τρόικας τον ερχόμενο Μάρτιο. «Το 2013 θα είναι πολύ δύσκολος χρόνος» πρόβλεψε. «Αν όμως πάνε όλα καλά, η χώρα θα μπει σε τροχιά ανάπτυξης το 2014».

Η ίδια πηγή υπερασπίστηκε το μνημόνιο λέγοντας ότι δεν υπήρχε εναλλακτική λύση σε αυτό. «Ξέρουμε τι θύματα απαιτεί αυτό από τον ελληνικό λαό» είπε. Ταυτόχρονα παραδέχθηκε ότι μια ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης θα προέλθει μόνο ύστερα από την εγκατάσταση ενός αποτελεσματικού και δίκαιου φορολογικού συστήματος. «Η παγίωσή του δεν μπορεί να γίνει όμως από τη μια μέρα στην άλλη» πρόσθεσε. «Οι εμπειρίες με ένα ανάλογο σύστημα, που εγκαταστάθηκε στην Ανατολική Γερμανία μετά την πτώση του τείχους, δείχνουν, ότι είναι πολλά χρόνια αναγκαία για αυτό».

Απαντώντας στο ερώτημα, αν υπάρχει λογική στην πρακτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, να δίνει δάνεια τις ιδιωτικές τράπεζες με τόκο ύψους 1%, τα οποία οι τελευταίες δανείζουν στη συνέχεια στα κράτη με τόκο ύψους 6%, 7% και περισσότερο, η απάντησή της ήταν: «Έτσι λέει το καταστατικό της ΕΚΤ. Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά».

Η σκέψη, πρόσθεσε, να ρυθμίζει η ΕΚΤ το ύψος των τόκων των ιδιωτικών τραπεζών, περιορίζοντας τους στο 2-3%, είναι αδιανόητη στο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Κάτι τέτοιο είναι εξάλλου πρακτικά αδύνατο – μια τράπεζα στην Φιλανδία καθορίζει υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες την πιστωτική της πολιτική, από ότι μια άλλη στην Ιταλία, ή την Ελλάδα.

Αναφερόμενη στην Κύπρο, η πηγή είπε ότι υπό της παρούσες συνθήκες της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρεί τυχόν χρεοκοπία της κυπριακής οικονομίας συστημικό κίνδυνο για την ευρωζώνη – επιβεβαιώνοντας έτσι σχετική προχθεσινή δήλωση του μέλους του εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Γιέργκ Άσμουσεν.

Η σχεδιαζόμενη βοήθεια στην Κύπρο θα μπορούσε όμως να τεθεί υπό αίρεση, αν αποδειχθεί, πρώτον, ότι η κυπριακή νομοθεσία δεν απαγορεύει επαρκώς το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, και δεύτερον, εάν δεν εξασφαλιστεί η διαφάνεια στις τραπεζικές συναλλαγές της χώρας.

Η Κύπρος, είπε, χρειάζεται σήμερα περί τα 17,5 δισεκατομμύρια ευρώ για τις τράπεζές της. Το ερώτημα είναι όμως, αν θα μπορέσει κάποτε να τα εξοφλήσει. Γι αυτό και οι δυνητικοί δανειστές απαιτούν να εξασφαλιστεί, μέσω ενός μνημονίου, η βιωσιμότητα του χρέους της.

Σε κάθε περίπτωση, πρόσθεσε, η Κύπρος θα πρέπει να τύχει βοήθειας και από τη Ρωσία, μέσω, για παράδειγμα, της επιμήκυνσης του υπάρχοντος ρωσικού δανείου ύψους 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, η χώρα θα πρέπει να μειώσει ουσιαστικά τον τραπεζικό της τομέα, ο οποίος είναι οκταπλάσιος σε όγκο σε σχέση με τον κρατικό της προϋπολογισμό. Αλλά αυτό, πρόσθεσε, δεν είναι αποκλειστική «σπεσιαλιτέ» της Κύπρου – παρόμοιες υπερτροφικές διογκώσεις παρατηρούνται στην Ιρλανδία, την Ισλανδία και την Ελβετία, και γι αυτό θα πρέπει να μπει «μαχαίρι».

Σε αντίθεση πάντως με την ΕΚΤ, που επιμένει στην ανάγκη μιας γρήγορης παροχής βοήθειας προς την Κύπρο, η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να διατηρεί στάση αναμονής. Κι αυτό, επειδή έχει αμφιβολίες σχετικά με το αν η οικονομία της είναι όντως «συστημικά σημαντική». Σε κάθε περίπτωση δεν τη θεωρεί αυτόματα «συστημικά επικίνδυνη» για τη νομισματική ένωση. Κι αυτό, κατά την άποψή της, δεν κάνει υποχρεωτική την παροχή βοήθειας εκ μέρους του ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης ESM, δεδομένου ότι, όπως τόνισε στο κυβερνητικό μπρίφινγκ της Δευτέρας ο εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομικών Μάρτιν Κοτχάους, «η αναγκαστική νομική προϋπόθεση γι αυτό είναι ο κίνδυνος να ανατραπεί η σταθερότητα της ευρωζώνης ως σύνολο».

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι το Βερολίνο λέει πραγματικά «όχι» στη βοήθεια. «Προς το παρόν ελίσσεται» λέει η πηγή της ΕΚΤ. «Μέχρι να πάρει τις αποφάσεις του θα μας βγάλει την ψυχή. Αλλά δεν έχω αμφιβολία, ότι όπως τότε, στην περίπτωση της Ελλάδας, θα πει τελικά »ναι»».