Οι φονικές εκρήξεις στο Πανεπιστήμιο του Χαλεπίου την Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013, που στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 82 ανθρώπους, άφησαν άφωνη την παγκόσμια κοινότητα καθρεφτίζοντας την ωμότητα με την οποία το «βουβό» αιματοκύλισμα συνεχίζεται σε ολόκληρη τη Συρία. Την ίδια ημέρα, 44 ακόμη άμαχοι τραυματίστηκαν στη διάρκεια μιας επίθεσης με ρουκέτες σε ένα χωριό στα δυτικά. Κι ίσως κανείς δεν μάθαινε για την τύχη αυτών των ανθρώπων, αν οι 36 δεν κατέληγαν στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ) στην επαρχεία Ιντλίμπ.
«Τέσσερις από αυτούς είναι νεκροί, ανάμεσά τους ένα νεαρό κορίτσι το οποίο προσπαθήσαμε να μεταφέρουμε σε νοσοκομείο της Τουρκίας για να λάβει την κατάλληλη περίθαλψη, όμως δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ» λέει στο «Βήμα» ο κ. Βίλεμ Ντε Γιονγκ, Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος των ΓΧΣ. Οι εθελοντές της οργάνωσης από τον Ιούνιο του 2012 έχουν περιθάλψει περισσότερους από 10.000 ασθενείς κι έχουν πραγματοποιήσει περισσότερες από 900 χειρουργικές επεμβάσεις στα τρία νοσοκομεία που διατηρούν στη βόρεια και βορειοδυτική Συρία, σε περιοχές που ελέγχονται από ένοπλες αντιμαχόμενες ομάδες.
«Απευθύνουμε έκκληση να δοθεί στις ανθρωπιστικές οργανώσεις πρόσβαση στις περιοχές που ελέγχονται από τις κυβερνητικές δυνάμεις, όπου η κατάσταση γίνεται όλο και πιο θλιβερή» σημειώνει ο κ. Ντε Γιονγκ. Η κυβέρνηση θεωρεί παράνομη την παρουσία των εθελοντικών ομάδων, αναγκάζοντάς τους να μην ανακοινώνουν το ακριβές στίγμα τους μπροστά στο φόβο να γίνουν στόχος επίθεσης.{{{ moto }}}

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα ζητούν σε όλους τους τόνους και από τις δύο πλευρές «να σεβαστούν τις ιατρικές εγκαταστάσεις, το προσωπικό τους και τους ασθενείς», οι οποίοι ζουν καθημερινά σε συνθήκες τρομοκρατίας, και να δεσμευθούν ότι δεν θα στρέφονται εναντίον τους σε νοσοκομεία, κλινικές και πρόχειρα καταλύματα. Χαρακτηριστική είναι η απάνθρωπη στάση της κυβέρνησης, η οποία έχει σταματήσει την επίσημη λειτουργία όλων των νοσοκομείων, στις βόρειες και βορειοδυτικές επαρχίες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να δημιουργούν αυτοσχέδιες κλινικές για να περιποιηθούν με πενιχρά μέσα τα θύματα των βομβαρδισμών.

Από την άλλη μεριά, στις περιοχές που ελέγχονται από τον κυβερνητικό στρατό, η εικόνα δεν είναι πολύ διαφορετική. «Οι κάτοικοι είναι τρομοκρατημένοι. Όσοι έχουν τη δυνατότητα εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ οι υπόλοιποι μετακινούνται συνέχεια με το φόβο των βομβαρδισμών. Οι περιοχές, η μια μετά την άλλη, ερημώνουν» περιγράφει ο Γενικός Διευθυντής. Οι άνθρωποι που εκπατρίζονται είναι άστεγοι και πεινασμένοι, σε μια εποχή που ο βαρύς χειμώνας είναι μπροστά.
«Η κατάσταση μιλάει από μόνη της. Είναι απαραίτητο η ανθρωπιστική βοήθεια με τη μορφή τροφής, ρουχισμού, φαρμάκων και ιατρικής βοήθειας να φτάσουν και στις περιοχές που ελέγχονται από την κυβέρνηση» τονίζει ο κ. Ντε Γιονγκ στο «Βήμα». Από την άλλη μεριά, η ανθρωπιστική βοήθεια προς τις περιοχές που βρίσκονται κοντά στα σύνορα με την Τουρκία φτάνει πια με ικανοποιητικό ρυθμό στον πληθυσμό των βόρειων και βορειοδυτικών περιοχών, όπου οι ανθρωπιστικές οργανώσεις επιτελούν υπό δύσκολες συνθήκες το έργο τους.
Οι καταγεγραμμένοι πρόσφυγες ξεπέρασαν τις 600.000
Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο αριθμός των Σύρων προσφύγων που έχουν περάσει στις γειτονικές χώρες έχει ξεπεράσει πια τις 600.000, σημειώνοντας μάλιστα εντυπωσιακή αύξηση μέσα σε ένα μήνα της τάξεως των 100.000 ανθρώπων. Όπως εξηγεί ο κ. Ντε Γιονγκ, δεν είναι όλοι όσοι προσπαθούν να αφήσουν πίσω τους τον πόλεμο και την ανέχεια «τυχεροί», καθώς πολλοί πέφτουν θύματα λαθρεμπόρων.
«Όσοι καταφέρουν να φτάσουν στα χέρια των ανθρωπιστικών οργανώσεων, που βρίσκονται στα σύνορα των γειτονικών χωρών, έτοιμες να τους υποστηρίξουν και να τους βοηθήσουν, βρίσκουν το δρόμο τους. Οι υπόλοιποι είναι εκτεθειμένοι σε κάθε είδους εκμετάλλευση» αναφέρει. Οι ΓΧΣ παρέχουν ιατρική βοήθεια σε Σύρους πρόσφυγες στην Ιορδανία, το Λίβανο και το Ιράκ, που συνορεύουν με τη Συρία, ενώ και στα σύνορα της χώρας μας στον Έβρο υπάρχουν ομάδες της Οργάνωσης, έτοιμες να υποστηρίξουν όσους θελήσουν να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα και μετά στην Ευρώπη.