«Ολαι αι προϋποθέσεις διά την εξέλιξιν των εσωτερικών μας προγραμμάτων κατά το έτος 1963 είναι λίαν ευνοϊκαί. Κατά τας υπάρχουσας θετικάς ενδείξεις, το έτος αυτό θα είναι από πάσης πλευράς καλύτερον του διαρρεύσαντος. […] Την σταθεράν αυτήν πορεία του έθνους μας προς την οριστικήν έξοδον από το υποανάπτυκτόν του καθεστώς, ουδείς δικαιούται και δύναται να ανακόψει…». Τελικά όμως δεν ήταν έτσι. Παρά τις προσδοκίες που εξέφραζε το μήνυμα του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 31 Δεκεμβρίου 1962 για το νέο έτος, το 1963, που θα ξεκινούσε πριν από ακριβώς μισόν αιώνα, όχι μόνο δεν θα ήταν καλύτερο για τη χώρα, αλλά θα αποδεικνυόταν ένα από τα πλέον καταστρεπτικά της μεταπολεμικής περιόδου.
Ο Καραμανλής βάσιζε την αισιοδοξία του κυρίως στους δείκτες της οικονομίας, που και το 1962 αναπτυσσόταν για ακόμη μία χρονιά με διψήφιους ρυθμούς, πρωτοφανείς –όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα. Οι μεγάλες ελληνικές και ξένες βιομηχανικές επενδύσεις ήταν συνεχείς σχεδόν σε όλη τη χώρα, ενώ από τον Νοέμβριο του ’62 είχε τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Οσο όμως στο μέτωπο της οικονομίας οι εξελίξεις ήταν θετικές, τόσο αρνητικές ήταν στο πολιτικό πεδίο, με μια εξαιρετικά επικίνδυνη σύγκρουση να εκκολάπτεται: αυτή ανάμεσα στο Στέμμα και στην κυβέρνηση.
Στέμμα εναντίον κυβέρνησης


Επειτα από σχεδόν οκτώ χρόνια πρωθυπουργίας και από τη μακράν μεγαλύτερη περίοδο πολιτικής σταθερότητας που είχε γνωρίσει η χώρα, το Παλάτι είχε αποφασίσει την όξυνση των σχέσεών του με τον πρωθυπουργό, όπως ακριβώς είχε κάνει και με τον προκάτοχό του Αλέξανδρο Παπάγο, όπως θα έκανε αργότερα και με τον διάδοχό του Γεώργιο Παπανδρέου. Ως προς τον Καραμανλή, η σύγκρουση αυτή είχε πολλές αφορμές αλλά μία, κυρίως, αιτία: την κάθετη αντίθεση του Θρόνου στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952 που επιχειρούσε ο Καραμανλής και η οποία θα μετέφερε ένα σημαντικό μέρος εξουσιών από τον Θρόνο στην κυβέρνηση της χώρας. Ο Καραμανλής είχε «παραγίνει» ισχυρός. Και το Παλάτι ήταν αποφασισμένο να μην το επιτρέψει αυτό. Από την ώρα που η τελική πρόταση θα κατατεθεί επισήμως, τον Φεβρουάριο του 1963, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.
Η σύγκρουση με τον Θρόνο δεν εκδηλώθηκε φυσικά στο ουσιαστικό της πεδίο: αντί γι’ αυτό, τα σημάδια της έγιναν ορατά σε σχέση με ένα ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο. Στις 20 Φεβρουαρίου το Παλάτι ανακοίνωσε ότι οι βασιλείς αποδέχονται πρόσκληση του Μπάκιγχαμ να επισκεφθούν επισήμως το Λονδίνο από τις 9 ως τις 12 Ιουλίου 1963. Ο Καραμανλής είχε αντίθετη γνώμη: θεωρούσε το ταξίδι αυτό πολιτικά επικίνδυνο. Και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ορθώς, καθώς, όταν τελικά πραγματοποιήθηκε, συνοδεύθηκε από ένα πρωτοφανές γεγονός για τον αγγλικό Θρόνο που προκάλεσε σοκ στη Βρετανία: η βασίλισσα Ελισάβετ βρέθηκε, στην καρδιά του Λονδίνου, στο επίκεντρο έντονων διαμαρτυριών που είχαν στόχο το ελληνικό βασιλικό ζεύγος. Η ίδια και η κυβέρνησή της ουδέποτε θα ξεχνούσαν αυτή την περιπέτεια: λίγο καιρό αργότερα δεν θα ερχόταν στην Αθήνα για τον γάμο του νεαρού βασιλιά Κωνσταντίνου. Επίσης το Λονδίνο έβλεπε πολύ αρνητικά την απόφαση του Καραμανλή να προσδέσει την Ελλάδα στη νεαρή ΕΟΚ αντί στη βρετανικής καθοδήγησης ΕΖΕΣ.
Αι μηχαναί «εμπούκωσαν»


Εν τω μεταξύ, πίσω στον Μάρτιο του ’63, ο Καραμανλής έχει μόλις επιστρέψει από το ταξίδι του στις Κάτω Χώρες, στο Λουξεμβούργο και στη Γαλλία. Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας προχωρεί ακάθεκτη και μια επίσκεψη του προέδρου της Γαλλίας στρατηγού Ντε Γκωλ συμφωνείται ανάμεσα στην Αθήνα και στο Παρίσι, ώστε να αποτελέσει την επισφράγιση της πορείας της Ελλάδας στην Ευρώπη. Το ταξίδι ορίζεται για τα μέσα Μαΐου και, πράγματι, υπό συνθήκες πρωτοφανών μέτρων ασφαλείας, ο Ντε Γκωλ καταφθάνει στις 16 του μηνός στην Αθήνα. Ο ίδιος ο στρατηγός δεν ανησυχεί για την ασφάλειά του, η Αστυνομία όμως δείχνει τεράστια νευρικότητα. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην πρώτη σελίδα του «Το Βήμα» την επόμενη ημέρα, οι οδηγοί της ασφάλειας του γάλλου προέδρου «…εμπούκωσαν τας μηχανάς των με αποτέλεσμα να σταματούν κάθε τόσο προς μεγάλην αδημονίαν των επιβαινόντων Γάλλων σωματοφυλάκων»…
Εκείνες όμως που είχαν «μπουκώσει» πολύ πιο επικίνδυνα ήταν οι «μηχανές» του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Σχεδόν μία εβδομάδα αργότερα, στη Θεσσαλονίκη, ο βουλευτής Γρηγόρης Λαμπράκης θα χτυπηθεί θανάσιμα από παρακρατικούς. Η κυβέρνηση, επί της ουσίας, τα έχει χαμένα. Ο αρμόδιος για τη Δημόσια Τάξη Γεώργιος Ράλλης θα υποβάλει αμέσως στον Καραμανλή την παραίτησή του, ο οποίος δεν θα την κάνει δεκτή. Οπως έχει διηγηθεί ο Ράλλης στην τελευταία του συνέντευξη, θα ανέβει αμέσως στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα αντιληφθεί ότι η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά ελέγχει την Αστυνομία. Ο ίδιος ένιωθε όμηρος του παρακράτους στη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση είχε χάσει τον εσωτερικό έλεγχο και, προφανώς, δεν το είχε καν αντιληφθεί…
Ο ηγέτης της Ενωσης Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου θα σπεύσει να κατηγορήσει τον Καραμανλή για ηθική αυτουργία. Εκείνος θα του απαντήσει ότι γι’ αυτή τη δήλωση θα ντρέπεται σε όλη του τη ζωή. Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ΕΔΑ, της οποίας βουλευτής ήταν ο Λαμπράκης, μετά τον θάνατό του δεν παρακολουθεί αυτή την πορεία εκμετάλλευσης της τραγωδίας και, όπως αναφέρει στην πρώτη του σελίδα «Το Βήμα» στις 28 Μαΐου, «τηρεί μετριοπαθήν στάσιν» (βλ. «Το Βήμα» – 90 χρόνια, τόμος Ε’, σελ. 45).
Τώρα πια τα γεγονότα είναι ραγδαία. Το χτύπημα του παρακράτους έχει καταστεί καθοριστικό: ο Λαμπράκης είναι νεκρός, ενώ ο Καραμανλής είναι de facto το μεγάλο πολιτικό θύμα της δολοφονίας: θα εγκαταλείψει όχι μόνο την εξουσία αλλά και τη χώρα. Ο βουλευτής της ΕΔΑ Μίκης Θεοδωράκης θα κατηγορήσει τη Φρειδερίκη ως ηθική αυτουργό της δολοφονίας. Επειτα από οκτώ χρόνια πορείας στην οποία η Ελλάδα, αν και είχε ακόμη πράγματι κάποια ανοιχτά ζητήματα στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών που προέρχονταν από την τραγωδία του Εμφυλίου (στα χρόνια του Καραμανλή δεν είχαν γίνει πολιτικές εκτελέσεις, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι το 1963 ήταν πια περίπου το 10% όσων «παρέλαβε» το 1955), είχε διανύσει μια πορεία μετεωρικής προόδου. Γινόταν με ταχύτητα τμήμα τής μόλις πριν από λίγο καιρό ενωμένης Ευρώπης, ενώ αναπτυσσόταν όσο καμία άλλη χώρα της Γηραιάς Ηπείρου, ξεπερνώντας ακόμη και το μεταπολεμικό «γερμανικό θαύμα». Τώρα όλα αυτά ανήκαν πλέον στο παρελθόν. Μια σύγκρουση εξουσίας στη χώρα τα είχε θυσιάσει οριστικά και ουδείς ήταν σε θέση να «μαζέψει» την κατάσταση.
Ο Καραμανλής θα κατηγορηθεί ότι έφυγε από την Ελλάδα με ψευδώνυμο. Γράφει ο ίδιος σχετικά: «…ενεφάνισαν ως μυθιστορηματικήν φυγήν και μάλιστα υπό ψευδώνυμον, ενώ εγνώριζαν ότι η θεώρησις των διαβατηρίων μου είχε ζητηθεί να γίνη από το υπουργείο Εξωτερικών και τα εισιτήρια εξεδόθησαν επ’ ονόματι εμού και της συζύγου μου».
Σε διάστημα λίγων μηνών ο πρωθυπουργός μιας ολόκληρης οκταετίας θα είναι πλέον αυτοεξόριστος στο Παρίσι, όπου θα φύγει χωρίς να έχει αποδεχθεί την παρασημοφόρησή του από τον βασιλιά. Ο ίδιος ο άναξ θα πεθάνει ξαφνικά λίγους μήνες αργότερα, μέσα στο 1964: έτσι, σε πολύ λίγο χρόνο, οι παλιές συνθήκες σταθερότητας θα έχουν καταρρεύσει και η χώρα θα έχει τεθεί πλέον σε ένα είδος «αυτόματου πιλότου». Φεύγοντας από τη χώρα ο Καραμανλής θα προειδοποιήσει με επιστολές του, ήδη από το 1963, για τον κίνδυνο στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Από τότε θα ζήσει στο Παρίσι για έντεκα χρόνια. Το 1964 ο Κωνσταντίνος Β’ θα διαδεχθεί τον πατέρα του βασιλιά Παύλο στον θρόνο και ο Γεώργιος Παπανδρέου θα γίνει πρωθυπουργός. Ενας άλλος, ξαφνικός θάνατος στις αρχές του 1964, αυτός του συναρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Σοφοκλή Βενιζέλου, θα οδηγήσει τη «δημοκρατική παράταξη» από τον «βενιζελισμό» στον «παπανδρεϊσμό», για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος το 1963 είχε αντιταχθεί στην πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης του Καραμανλή, θα πέσει, μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 1965, θύμα παράνομης αποπομπής από την εξουσία, όταν ο Κωνσταντίνος θα «οχυρωθεί» πίσω ακριβώς πίσω από εκείνες τις συνταγματικές υπερεξουσίες που έδιναν στον Θρόνο το αναχρονιστικό μετεμφυλιακό Σύνταγμα του 1952 και τις οποίες ο Καραμανλής επιχειρούσε να περιστείλει. Η χώρα θα έχει πάρει πια την άγουσα προς την καταστροφή…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ