«Η κυρία Εντίθ Πιάφ είναι ένας μύθος. Και είναι αξεπέραστη. Δεν έχει υπάρξει άλλη Εντίθ Πιάφ και ούτε θα υπάρξει ποτέ» είχε πει για εκείνη ο Ζαν Κοκτό. Τι σύμπτωση, ο θάνατός της συνέπεσε με τον δικό του: ήταν 11 Οκτωβρίου 1963.

«Ολο το ταλέντο στον λαιμό και καθόλου στο κορμί»
παραδέχθηκε από νωρίς ο πατέρας της, ένας ακροβάτης που ήθελε να δει την κόρη του να κάνει καριέρα στο τσίρκο. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η φωνή της Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν ήταν αντιστρόφως ανάλογη του ύψους της.
Γεννημένη στις 19 Δεκεμβρίου 1915 στο Παρίσι, πήρε το μικρό της όνομα από την αγγλίδα ηρωίδα νοσοκόμα Εντίθ Καβέλ που είχαν τουφεκίσει οι Γερμανοί λίγους μήνες προτού εκείνη έρθει στη ζωή. Ηταν οκτώ ετών όταν την εγκατέλειψε η μητέρα της, οπότε βρέθηκε να μεγαλώνει στον οίκο ανοχής που συντηρούσε η γιαγιά της στη Νορμανδία. Φύση αδύναμη και ασθενική, έχασε για μία εβδομάδα την όρασή της για να την ξαναβρεί χάρη στο τάμα που έκανε η γιαγιά της στην Αδελφή Τερέζα του Λιζιέ. Ως τον θάνατό της η Πιάφ φορούσε στον λαιμό της το φυλαχτό με τη μορφή της Τερέζας σε νεαρή ηλικία.
Στα 15 της εγκατέλειψε για τα καλά τη ζωή του τσίρκου που της προσέφερε ο πατέρας της και μαζί με τη φίλη της Σιμόν Μπερτό, η οποία επρόκειτο να γίνει το alter ego της, επέστρεψαν στο Παρίσι και άρχισαν να τραγουδούν στον δρόμο. Εκεί, το 1935, την εντόπισε ο Λουί Λεπλέ, διάσημος ιδιοκτήτης καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Της άλλαξε το όνομα βαφτίζοντάς την «la mome Piaf» (πιάφ = μικρό σπουργίτι) και της προσέφερε την πρώτη επαγγελματική ευκαιρία της. Δεν χρειάστηκε άλλωστε δεύτερη, μια που οι φωνητικές δυνατότητές της έγιναν αμέσως αντιληπτές. Ηταν η εποχή που στο Παρίσι δέσποζαν τα καμπαρέ και η Εντίθ Πιάφ έγινε εκ των βασικών εκπροσώπων του είδους αυτού που καθιερώθηκε στη Γαλλία. Εναν χρόνο μετά έκανε τον πρώτο της δίσκο. Αυτή ήταν η αρχή μιας πλούσιας καριέρας. Ακολούθησαν οι μεγάλες επιτυχίες, οι συναυλίες, οι συνεργασίες, οι εμφανίσεις και οι τουρνέ στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Από το Μoulin Rouge ως το Olympia, περνώντας από το Carnegie Hall, η Πιάφ έχτισε το διεθνές της πρόσωπο παραμένοντας ένα αναμφισβήτητο γαλλικό σύμβολο. Και όπως πάντα, πίσω από τη λαμπερή πλευρά κρυβόταν μια ζωή γεμάτη δυσκολίες και δυστυχισμένους έρωτες, με πικρίες και αρρώστιες, άλλοτε ποτισμένη με μπόλικο αλκοόλ και άλλοτε με ακόμη πιο μεγάλες δόσεις μορφίνης. Με αποκορύφωμα τον θάνατο του αγαπημένου της μποξέρ Μαρσέλ Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, καθ’ οδόν για να τη συναντήσει, το 1949, ως τον τελευταίο σύζυγο, τον 26χρονο Ελληνα που εκείνη βάφτισε Τεό Σαγαπό, η προσωπική της ζωή δεν της χάρισε ποτέ την ηρεμία.
Σε μία από τις τελευταίες μεγάλες συνεντεύξεις της στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε μιλήσει για όλα και είχε παραδεχθεί: «Εχω πίστη μέσα μου. Πιστεύω στην τύχη και όχι στη μοίρα. Τα καλά πράγματα έρχονται, αρκεί να τα θελήσεις. Ξέρω ότι αν είχα νοικοκυρευτεί θα ήταν αλλιώς. Δεν θα είχα δώσει στο κοινό όλο μου τον εαυτό. Γιατί εγώ όταν δίνομαι, δίνομαι ολόκληρη. Δεν πιστεύω στην οικονομία των συναισθημάτων ούτε των αγαθών. Γι’ αυτό και δεν θα άλλαζα τίποτε από τη ζωή μου. Θα την ξαναζούσα ολόιδια, από την αρχή. Οσο για την αγάπη, τον έρωτα, πήρα ό,τι μου δόθηκε. Μαγεία και τραγωδία. Δεν απογοητεύτηκα ποτέ. Ισως γιατί είχα έναν τρόπο να βλέπω πίσω από τα πράγματα, να μαντεύω τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ξεχώριζα τα ταλέντα» – εννοώντας καλλιτέχνες όπως ο Ιβ Μοντάν, ο Σαρλ Αζναβούρ, ο Ζιλμπέρ Μπεκό ή ο Ζορζ Μουστακί, οι οποίοι, είτε ως εραστές είτε ως φίλοι της, δέχθηκαν την πίστη και την υποστήριξή της για να ξεκινήσουν όλοι τους μια λαμπρή, όπως απέδειξε ο χρόνος, καριέρα.

«Ναι, είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια μου θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν οδηγό αγάπης, έναν οδηγό για τον έρωτα. Γιατί διαπερνούν όλα τα συναισθήματα και τα στάδια της αγάπης»
συνήθιζε να λέει –και με το δίκιο της. Από τον «Υμνο στην αγάπη» και το «La vie en rose» ως το «La foule» και τον «Ακορντεονίστα», τα τραγούδια της Πιάφ, δικά της ή σε στίχους και μουσική άλλων, άγγιξαν λεπτές χορδές μιλώντας για αλήθειες και πάθη. Αριθμητικά ξεπέρασαν τα διακόσια. Ανάμεσά τους και εκείνα που ύμνησαν το Παρίσι, την πόλη που γεννήθηκε και αγάπησε, την πόλη όπου θάφτηκε –στο κοιμητήριο του Περ Λασέζ.
Ολα είναι σαν να αντλούσαν υλικό από την ίδια της τη ζωή: έρωτες και απελπισμένες σχέσεις, αποτυχημένοι γάμοι και θλίψη, μικρές χαρές και πίκρες, όλα είναι μέσα στους στίχους και στις μελωδίες της. Πενήντα χρόνια μετά και ο ήχος της φωνής της παραμένει εξίσου ζωντανός και σύγχρονος. Απόδειξη η επιτυχία της ταινίας που γυρίστηκε για εκείνη με τον τίτλο «La Mome» ή «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» του Ολιβιέ Νταάν και η οποία χάρισε στη Μαριόν Κοτιγιάρ που την ερμήνευσε το Οσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου (2008).
Αυτή η μικροκαμωμένη, δυνατή και συνάμα εύθραυστη γυναίκα μισόν αιώνα μετά παραμένει αξεπέραστη. Τολμηρή και ανατρεπτική, η Εντίθ Πιάφ κατάφερε μέσα στη 48χρονη ζωή της να περάσει από τη σφαίρα του καλλιτέχνη σε αυτήν του μύθου –ίσως γιατί δεν μετάνιωσε ποτέ για τίποτα και ήταν πάντα έτοιμη να ξαναρχίζει από το μηδέν. Οπως στα τραγούδια της…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ