Στα …υψηλά των μετρήσεων βρίσκονται τις κρύες ημέρες του χειμώνα οι συγκεντρώσεις σωματιδίων τόσο στο εξωτερικό περιβάλλον όσο και εντός των σπιτιών στη Θεσσαλονίκη εξαιτίας της ανεξέλεγκτης καύσης ξυλείας.
Μάλιστα, οι ειδικοί επιστήμονες του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) εκτίμησαν και το οικονομικό κόστος αυτής της ατμοσφαιρικής ρύπανσης για το 2012. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους το κόστος της επιβάρυνσης της δημόσιας υγείας το 2012, σε σχέση με το 2011, ανέρχεται στα 40 εκατομμύρια ευρώ μόνο για τη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος TRANSPHORM με θέμα την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις επιπτώσεις στην υγεία από τις μεταφορές και την ανάπτυξη ολοκληρωμένων μεθοδολογιών για την εκτίμηση των επιπτώσεων των σωματιδίων, πραγματοποιήθηκε από το εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του ΑΠΘ μια εκστρατεία δειγματοληψίας αιωρούμενων σωματιδίων με διάμετρο 10 και 2.5 μm από τις 5 Οκτωβρίου μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 2012. Τα δείγματα ελήφθησαν ταυτόχρονα από τέσσερα σημεία της Θεσσαλονίκης:
–ένα σημείο με έντονη κυκλοφοριακή ροή (Εγνατίας), όπου οι συγκεντρώσεις σωματιδίων καθορίζονται κυρίως από εκπομπές οχημάτων
–ένα σημείο (στο Επταπύργιο) όπου οι συγκεντρώσεις σωματιδίων καθορίζονται από το αστικό υπόβαθρο, δηλ. χαρακτηρίζουν το σύνολο των εκπομπών της Θεσσαλονίκης
–στο λιμάνι όπου οι συγκεντρώσεις σωματιδίων χαρακτηρίζουν κυρίως τις λιμενικές εργασίες και
–μια υπαίθρια περιοχή (Νεοχωρούδα) όπου οι συγκεντρώσεις σωματιδίων δεν σχετίζονται με αστικές δραστηριότητες.
Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου οι τιμές κυμάνθηκαν σε επίπεδα κάτω από τα όρια ασφαλείας που έχουν τεθεί από την κοινοτική νομοθεσία για την ποιότητα του αέρα (40 μg/m3 για τα ΡΜ10 και 20 μg/m3 για τα ΡΜ2.5).
Όμως η κατάσταση άλλαξε δραματικά από τις 10 με 12 Νοεμβρίου και μετά. Οι συγκεντρώσεις αυξήθηκαν αλματωδώς και οι μέσες τιμές τους έφτασαν περίπου τα 60 μg/m3 για τα ΡΜ10 και τα 50 μg/m3 για τα ΡΜ2.5. Οι μέγιστες τιμές μάλιστα ήταν άνω των 180 μg/m3 για τα ΡΜ10 και των 130 μg/m3 για τα ΡΜ2.5.
«Οι μέσες συγκεντρώσεις από τα μέσα Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου είναι 50% μεγαλύτερες από το όριο ασφαλείας για τα ΡΜ10 και πάνω από 100% μεγαλύτερες από το όριο για τα ΡΜ2.5», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, αναπληρωτής καθηγητής κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Καθοριστική παράμετρο για τη διαμόρφωση των μετρούμενων συγκεντρώσεων αποτελεί η μετεωρολογία. Ημέρες με υψηλή ταχύτητα ανέμου ή βροχόπτωση, οι συγκεντρώσεις σωματιδίων μειώνονται σημαντικά. Αντίθετα, η πτώση τις θερμοκρασίας οδηγεί σε αύξηση των εκπομπών, μέσω της αύξησης των ψυχρών εκπομπών των οχημάτων, αλλά και των οικιακών καύσεων για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης.
Τι έδειξαν οι μετρήσεις του εξωτερικού αέρα
Με την πτώση της θερμοκρασίας, παρατηρήθηκε άνοδος της συγκέντρωσης σωματιδίων στον σταθμό δειγματοληψίας στην Εγνατίας και ακόμη μεγαλύτερη αύξηση στον σταθμό Επταπυργίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τα πιο λεπτόκοκκα σωματίδια (ΡΜ2.5).
Δεδομένου ότι οι δειγματολήπτες στο Επταπύργιο δεν εκτίθενται σε απευθείας εκπομπές οχημάτων όπως οι αντίστοιχοι στην Εγνατίας, η ραγδαία αυτή αύξηση σωματιδίων αποδίδεται από τους επιστήμονες στην οικιακή θέρμανση. Οι αυξημένες αυτές συγκεντρώσεις και πιο συγκεκριμένα η σχετικά μεγαλύτερη αύξηση των ΡΜ2.5 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη χρήση βιομάζας σε τζάκια, ξυλόσομπες κ.τ.λ.
Η σύγκριση με το 2011
Από τη συγκριτική μελέτη των ημερησίων τιμών για τις ίδιες ημερομηνίες ανάμεσα στα έτη 2011 και 2012 διαπιστώθηκε ότι:
– Στον σταθμό μέτρησης στην Εγνατίας (που επηρεάζεται ιδιαίτερα από την κυκλοφορία οχημάτων), το 2011, κατά την περίοδο Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου οι συγκεντρώσεις ΡΜ10 και ΡΜ2.5 ήταν 60 και 47 μg/m3, ενώ κατά την ψυχρότερη περίοδο
ανήλθαν σε 83 και 68 μg/m3 αντίστοιχα. Το έτος 2012, οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις παραμένουν και στις δύο περιπτώσεις χαμηλότερες, όντας 53 και 30 μg/m3 για τα ΡΜ10 και τα ΡΜ2.5 τη θερμότερη περίοδο, και 77 και 60 μg/m3 για τα ΡΜ10 και τα ΡΜ2.5 την ψυχρότερη περίοδο αντίστοιχα. Δεδομένου ότι η μέση ταχύτητα ανέμου ήταν παραπλήσια και τις δύο εποχές, οι μειωμένες συγκεντρώσεις οφείλονται στις μειωμένες κυκλοφοριακές εκπομπές, που αποδίδονται στο μειωμένο κυκλοφοριακό φόρτο κατά 30% το έτος 2012, όπως έχει πιστοποιηθεί και από μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ.
–Στον σταθμό του Επταπυργίου, ενώ οι συγκεντρώσεις ΡΜ10 και ΡΜ2.5 είναι υψηλότερες την θερμή περίοδο του 2011 (40 και 30, έναντι 30 και 20 μg/m3 αντίστοιχα), κατά την ψυχρότερη περίοδο οι τιμές του 2012 είναι σημαντικά υψηλότερες (53 και 43 μg/m3 το 2011, έναντι 73 και 63 μg/m3 το 2012 αντίστοιχα). Παρατηρείται δηλαδή μια σημαντική διαφοροποίηση της έντασης των εκπομπών ανάμεσα στα δύο έτη. Το 2012 μειώνεται η συνεισφορά της κυκλοφορίας οχημάτων και κατά την ψυχρότερη περίοδο αυξάνονται δραματικά οι εκπομπές που σχετίζεται με τη θέρμανση από την καύση βιομάζας για θέρμανση.
Θάλαμοι αερίων τα σπίτια
Πέρα από τις μετρήσεις της ρύπανσης της ατμόσφαιρας το εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής διεξάγει από το περασμένο καλοκαίρι μετρήσεις εκπομπών σωματιδίων και επιβάρυνσης της ποιότητας του αέρα εσωτερικών χώρων σε σπίτια της Θεσσαλονίκης από την καύση ξύλων σε τζάκια και ξυλόσομπες.
Τα αποτελέσματα δείχνουν μια αύξηση της μέσης συγκέντρωσης σωματιδίων στον αέρα εσωτερικών χώρων της τάξης των 10 μg/m3 για τα ΡΜ2.5 και 14 μg/m3 για τα ΡΜ10 μετά από μόλις 2 με 3 ώρες λειτουργίας του τζακιού.
Οι μέσες τιμές που παρατηρούνται σε αυτά τα σπίτια κατά τη διάρκεια λειτουργίας του τζακιού και υπό συνθήκες χαμηλής ρύπανσης του εξωτερικού αέρα κυμαίνονται ανάμεσα σε 50 μg/m3 για τα ΡΜ2.5 και 90 μg/m3 για τα ΡΜ10 όταν το όριο ασφαλείας είναι 20 μg/m3 και 40 μg/m3 αντίστοιχα, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία). Οι δε μέγιστες τιμές φτάνουν τα 385 μg/m3 για τα ΡΜ2.5 και τα 550 μg/m3 για τα ΡΜ10.
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η αύξηση που παρατηρήθηκε στον αριθμό των πιο λεπτόκοκκων σωματιδίων που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια της καύσης ξύλων στο εσωτερικό των σπιτιών.
Στην περίπτωση αυτή τα σωματίδια με αεροδυναμική διάμετρο κάτω από 1 μm (ΡΜ1) φτάνουν τα 25.000 σωματίδια/m3 σε ένα σπίτι με τζάκι σε σύγκριση με τα περίπου 10.000 σωματίδια/m3 σε ένα σπίτι χωρίς τζάκι. Παρατηρείται δηλαδή μια αύξηση κατά 150% λόγω της χρήσης του τζακιού.
Τα υπέρλεπτα αιωρούμενα σωματίδια θεωρούνται τα πιο επικίνδυνα για την δημόσια υγεία καθώς λόγω της μικρής τους διαμέτρου μπορούν να εισχωρήσουν βαθιά στους πνεύμονες και να φτάσουν στα βρογχιόλια, τις περιοχές δηλαδή των πνευμόνων όπου γίνεται η ανταλλαγή αερίων (οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα). Τα πιο λεπτά από αυτά μπορούν από το βρογχιόλια να περάσουν στο αίμα και στη συστημική κυκλοφορία επιβαρύνοντας σημαντικά την ανθρώπινη υγεία. Ενοχοποιούνται για την εμφάνιση νόσων του αναπνευστικού, καρδιαγγειακών προβλημάτων ακόμη και με καρκίνο του πνεύμονα.
Με δεδομένο ότι ο μέσος άνθρωπος περνά περίπου 55% του χρόνου του στο σπίτι και λαμβάνοντας υπόψη τις μετρήσεις της σωματιδιακής ρύπανσης τόσο του ατμοσφαιρικού όσο και του αέρα εσωτερικών χώρων, η μέση συγκέντρωση σωματιδίων στον αέρα που εισπνέουν οι Θεσσαλονικείς που χρησιμοποιούν καύση ξύλων για θέρμανση σε ημερήσια βάση κατά την ψυχρή περίοδο του χειμώνα είναι περίπου 70 μg/m3 για τα ΡΜ2.5 και 80 μg/m3 για τα ΡΜ10, δηλαδή τιμές που είναι 3,5 φορές και 1 φορά πάνω από τα όρια ασφαλείας για τα ΡΜ2.5 και ΡΜ10 αντίστοιχα.
Προτάσεις και λύσεις
Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η αυξημένη ρύπανση τόσο του ατμοσφαιρικού όσο και του αέρα εσωτερικών χώρων οι επιστήμονες παραθέτουν μια σειρά μέτρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανάχωμα στην επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και κατά συνέπεια στην οικονομική επιβάρυνση για ιατροφαρμακευτικές δαπάνες και περίθαλψη. Ειδικότερα προτείνουν:
– Αποξήρανση της χρησιμοποιούμενης ξυλείας και άλλων τύπων βιομάζας
– Επιδότηση της συντήρησης τζακιών και καυστήρων βιομάζας
Επιδότηση (φορολογική ελάφρυνση) για τη μετατροπή συμβατικών τζακιών σε ενεργειακά τζάκια
– Έλεγχος ποιότητας και πιστοποίηση των μπρικετών και των πέλετς βιομάζας ώστε να αναπτυχθεί η αγορά της βιομάζας για ενέργεια ορθολογικά, χωρίς να αυξάνεται η παράνομη υλοτομία.
– Αύξηση των ελέγχων από τη δασοφυλακή για την αντιμετώπιση της παράνομης υλοτομίας.
– Επιδότηση της τοποθέτησης θερμοηλιακών συστημάτων στις στέγες / ταράτσες κτιρίων με ταυτόχρονο έλεγχο ποιότητας της εγκατάστασης από τους ενεργειακούς επιθεωρητές του ΥΠΕΚΑ.
Σε βάθος χρόνου, οι επιστήμονες επισημαίνούν ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής για την εφαρμογή του μέτρου των ενεργειακών πιστοποιητικών με σχετική νομοθετική ρύθμιση ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις στην αγορά κατοικίας και να μην παρατηρηθεί κερδοσκοπική αύξηση των τιμών με τη δικαιολογία της καλύτερης ενεργειακής συμπεριφοράς των κτιρίων.
Τέλος, όπως σημειώνουν, μια επικείμενη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ για οικιακούς καταναλωτές απειλεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της άναρχης χρήσης βιομάζας για θέρμανση, επιτείνοντας έτσι τις αρνητικές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία.
Όπως αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους «το πραγματικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε σαν κοινωνία είναι αν αξίζει τον κόπο η τόσο μεγάλη επιβάρυνση της δημόσιας υγείας που προκύπτει ως αποτέλεσμα φοροεισπρακτικών μέτρων όπως η εξίσωση της φορολογίας του πετρελαίου θέρμανσης με αυτήν του πετρελαίου κίνησης σε συνδυασμό με την ανυπαρξία συνδυαστικών μέτρων που να στοχεύουν στην ορθολογική χρήση της ενέργειας και την προστασία της δημόσιας υγείας».