Ο έλληνας καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον κ. Αλέξανδρος Νεχαμάς είναι τόσο λογικός που σε αιφνιδιάζει. «Γιατί όλοι εμείς δεν τα βλέπουμε αυτά;» σε κάνει να σκέφτεσαι. Γιατί τα πανεπιστήμιά μας είναι εγκλωβισμένα σε επιστημονικά και πολιτικά «αδιέξοδα»; Εκείνο που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση στον κ. Νεχαμά, είναι (όπως λέει) ότι δύο πολιτικοί, η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου και η κυρία Μαριέττα Γιαννάκου πριν από αυτήν, κατέστρεψαν την καριέρα τους προσπαθώντας να περάσουν νόμους για την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας. Ο κ. Νεχαμάς είναι πλέον ένα από τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οπως λέει, για την επιβίωσή του χρειάζονται πόροι εκτός κρατικής χρηματοδότησης, πιο στενές σχέσεις μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, σεβασμός προς το Πανεπιστήμιο.

Μαθαίνω ότι τα νέα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών συναντηθήκατε ήδη για να γνωριστείτε και να ανταλλάξετε απόψεις. Συζητήθηκε και ο τρόπος χρηματοδότησης των πανεπιστημίων σε περίοδο οικονομικής κρίσης;

«Φυσικά ναι, όπως συζητήσαμε και την περίπτωση εξωτερικών χορηγιών, αλλιώς δεν μπορεί να επιζήσει σήμερα το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, όπως και δεν μπορεί να επιζήσει σε κανένα μέρος του κόσμου άλλωστε χωρίς την εξωτερική χρηματοδότηση. Σκεφτείτε ότι ακόμη και το Κέιμπριτζ και η Οξφόρδη εδώ και χρόνια έχουν αρχίσει να ζητούν χρήματα από τους αποφοίτους τους. Τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα δεν μπορούν να επιβιώσουν πλέον μόνο από την κρατική χρηματοδότηση. Παράλληλα, πρέπει να σταματήσει το κράτος να ελέγχει τόσο ασφυκτικά τη διαχείριση των οικονομικών και των άλλων υποθέσεων των πανεπιστημίων. Αυτός ο εναγκαλισμός δεν αφήνει τα ΑΕΙ να ανασάνουν. Τα αρμόδια υπουργεία ρυθμίζουν τόσες μικρολεπτομέρειες της διαχείρισής τους, ώστε τελικά δένει τα χέρια των διοικήσεών τους και ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις από αυτό το πλαίσιο είναι να κάνεις ζαβολιά. Να πας από τον πλάγιο δρόμο. Αυτό δημιουργεί ένα κλίμα που δικαιολογεί μεγαλύτερες ζαβολιές και σιγά-σιγά μαθαίνεις τη μέθοδο «έτσι κι αλλιώς κάνουμε ό,τι θέλουμε κι ας υπάρχουν οι νόμοι». Αυτή η νοοτροπία προέρχεται από το πολιτικό σύστημα. Φθάνεις έτσι στις περιπτώσεις ανθρώπων που πέτυχαν ό,τι ήθελαν κλέβοντας το κράτος. Είναι ένα γενικό και καταθλιπτικό πρόβλημα που πληρώνουμε και θα πληρώνουμε όλοι».
Στην Ελλάδα υπάρχει μια αντιφατική σχέση μεταξύ κράτους και πανεπιστημίων. Το κράτος δεν εμπιστεύεται τα πανεπιστήμια στη διαχείριση των οικονομικών τους και τα πανεπιστήμια από την πλευρά τους απαντούν με απείθεια.
«Γι’ αυτό πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα που διέπει σήμερα την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας και όχι μόνο για τα οικονομικά, κάτι όμως που δεν μπορεί να γίνει σε μία γενιά. Επίσης εκείνο που βλέπω παντού είναι ότι δεν σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα. Μας νοιάζει μόνο τι θα γίνει σε μία εβδομάδα ή σε έναν μήνα. Δεν σκέφτεται κανείς το κοινωνικό καλό και το καλό των επόμενων γενεών. Στη συνάντηση που είχαμε με τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών συζητήθηκε η ανάγκη για «άνοιγμα» των ελληνικών πανεπιστημίων στην κοινωνία και αναζήτηση επιπλέον χρηματοδότησης. Για εμάς αυτό είναι ένα θέμα που θα το κυνηγήσουμε. Επίσης για εμένα προσωπικά είναι πολύ σημαντική η αναβάθμιση του κτιριακού συγκροτήματος όπου στεγάζεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Για παράδειγμα, τα γκραφίτι παντού».
Θα έλεγα ότι τα γκραφίτι είναι το λιγότερο σε ένα σύστημα όπου τα φαινόμενα βίας είναι πλέον μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων του.
«Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Κάπως, κάτι πρέπει να γίνει. Βλέπω παντού συνθήματα, το κεντρικό κτίριο το βάφουν συνέχεια. Τα ίδια τα παιδιά, οι φοιτητές μας, δεν γίνεται να ζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Πρέπει να δοθεί λύση στο πρόβλημα της βίας. Στόχος δεν είναι να καταπιεστεί κανένας, αλλά απλά πρέπει να εμποδίσουμε εκείνους που θέλουν να καταστρέψουν την περιουσία του Πανεπιστημίου και να κάνουν τη ζωή όλων πιο δύσκολη. Πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να απομονωθούν».
Επειδή αυτό το θέμα αποτελεί ένα «βάρος» πολλών ετών για τις διοικήσεις των πανεπιστημίων, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι το άσυλο καταργήθηκε μεν, αλλά παραμένει στη σκέψη όλων.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχει πανεπιστήμιο που να μην έχει δικό του σώμα φύλαξης των εγκαταστάσεών του. Είναι εσωτερική, αλλά πολύ σοβαρή αστυνομία. Φυσικά δεν οπλοφορούν. Εχουν όμως τεράστια δικαιοδοσία, γιατί μπορεί εκεί να μην έχουμε κρούσματα βιαιοπραγιών στο πανεπιστήμιο αλλά έχουμε πρόβλημα με το αλκοόλ και το μεθύσι. Ωστόσο οι φοιτητές δεν επιτίθενται κατά της περιουσίας του Πανεπιστημίου, δεν φέρνουν βαριές να σπάσουν τα μάρμαρα. Στην παρούσα συγκυρία, το ελληνικό Πανεπιστήμιο πρέπει να προσελκύσει τους ανθρώπους που έφυγαν στο εξωτερικό και έμειναν εκεί. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ανέβουν οι μισθοί, να αναβαθμιστούν τα κτίρια, οι βιβλιοθήκες, οι χώροι του Πανεπιστημίου».
Πώς μπορούν να διεθνοποιηθούν τα ελληνικά ΑΕΙ;
«Η απαίτηση της γνώσης μιας ξένης γλώσσας και στα προπτυχιακά αλλά και στα μεταπτυχιακά προγράμματα θα αποτελούσε το πρώτο βήμα. Θα μπορούσε να επιλεγεί η μέθοδος της επιβράβευσης των φοιτητών όταν δίνουν ένα μάθημα σε μια ξένη γλώσσα. Επίσης είναι καταστροφική η μείωση του αριθμού των μελών ΔΕΠ στα πανεπιστήμια. Γενικά βλέπω ότι στην Ελλάδα εισπράττεις σεβασμό μόνο και μόνο επειδή είσαι καθηγητής Πανεπιστημίου. Ο σεβασμός όμως που χρωστάει κανείς σε έναν καθηγητή προκύπτει από τη συμπεριφορά και τις γνώσεις του και όχι από το αξίωμά του. Τέλος, θέλω να πω ότι δεν υπάρχει αυτή η φοβερή ελληνική πραγματικότητα που περιγράφετε. Υπάρχει απλά αυτό που έχουμε συνηθίσει. Δεν είναι κάτι μεταφυσικό που μας κάνει να φερόμαστε έτσι. Τα πράγματα αλλάζουν, εξελίσσονται. Και αφού θα εξελιχθούν ας μην τα αφήσουμε να εξελιχθούν τυχαία, αλλά όπως θέλουμε εμείς».

Καθηγητές και φοιτητές
«Ο υπουργός Παιδείας ίσως θα έπρεπε να μην είναι πολιτικός»

Αν αναλαμβάνατε αύριο υπουργός Παιδείας ποια είναι η πρώτη αλλαγή που θα κάνατε;

«Θα έπαιρνα εμπειρογνώμονες, ανθρώπους που δεν έχουν καμία υποχρέωση απέναντι στο πανεπιστήμιο, που θα υποστηρίξουν το πανεπιστήμιο αλλά δεν θα κρύψουν τα προβλήματά του, εστιαζόμενοι φυσικά στις ακαδημαϊκές του διαστάσεις που είναι τελικά και το κυριότερο θέμα: αξιολόγηση καθηγητικού προσωπικού –έρευνας και διδασκαλίας –και σχέσεις καθηγητών -φοιτητών που στην Ελλάδα είναι πολύ απομακρυσμένες, πολύ τυπικές, και πρέπει να γίνουν πιο στενές. Χρειαζόμαστε καλές φυσικές εγκαταστάσεις, ωραία καφενεία, μέρη όπου μπορούν να συναντηθούν και να καθήσουν μαζί. Παρ’ ότι η αντίδραση σε μια τέτοια πρόταση συχνά είναι «ποιος καθηγητής θα κάτσει να φάει μαζί με φοιτητές;» δεν γίνεται ένας καθηγητής να βλέπει τους φοιτητές του μόνο μέσα στο γραφείο. Χρειάζεται αμοιβαία εμπιστοσύνη και καλές σχέσεις. Από τη μια μεριά λέμε, «σιγά μη φτιάξουμε ένα ωραίο καφενείο, θα το σπάσουν αμέσως οι τραμπούκοι» και από την άλλη δεν θέλουμε να καλέσουμε την αστυνομία όταν τυχόν χρειαστεί. Το ίδιο το πανεπιστήμιο δεν ασκεί κανέναν έλεγχο. Είναι παράλογο».

Ακούγεται παράλογο όντως. Ο φόβος όμως βρίσκεται στο μυαλό και των πολιτικών και των ακαδημαϊκών.
«Ισως ο υπουργός Παιδείας θα έπρεπε να μην είναι πολιτικός! Για παράδειγμα, φτιάχνει η κυρία Διαμαντοπούλου τον νόμο για τα πανεπιστήμια και μετά δεν εκλέγεται καν στη Βουλή. Και η κυρία Γιαννάκου δεν έπεσε για αντίστοιχους λόγους πριν από αυτήν; Δεν πρέπει να καταστρέφεται έτσι η πολιτική καριέρα ενός ανθρώπου επειδή προσπάθησε να αλλάξει κάτι στην Παιδεία μας. Ισως, λοιπόν, στην Ελλάδα, με τα δεδομένα που υπάρχουν, ο έλεγχος των πανεπιστημίων να εξαρτάται από προσωπικότητα εξωκοινοβουλευτική, έτσι ώστε και να μπορεί να παραμείνει στη θέση του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την τετραετία (αν συμφωνούν με την επιλογή του τα μεγάλα κόμματα). Η παιδεία δεν είναι πολιτικό θέμα: είναι θέμα πολιτιστικό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ